Ένα από τα πιο γνωστά βιβλία για τις ιστορίες του, σε ολόκληρη την Αγία Γραφή, είναι το βιβλίο του Δανιήλ. Ένα βιβλίο που ξεκινάει με πόνο, με αποχωρισμό, με εξαναγκαστική εγκατάλειψη της πατρίδας από τους τέσσερις πιστούς, μορφωμένους και όμορφους, όπως περιγράφει το βιβλίο, νέους. Βιβλίο γεμάτο με ιστορίες που μαθαίνουμε για αυτές στο Κυριακό σχολείο, όπως αυτή με τον λάκκο των λεόντων ή αυτή με το όνειρο του βασιλιά, ή ακόμα αυτή με το καμίνι και τους τρεις παίδες, για την οποία διαβάζουμε στο τρίτο κεφάλαιο.
Ένα κεφάλαιο από το οποίο λείπει ο Δανιήλ, αλλά διαβάζουμε μονάχα για τους τρεις φίλους του. Ή αλλιώς για τους τρεις παίδες οι οποίοι, παρά την εξορία, παρά την σκληρή πίεση που δέχονται από τους ανθρώπους γύρω τους και φυσικά από τον ίδιο το βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, κάνουν ένα πολύ σημαντικό βήμα πίστης, στο κενό. Το αξιοσημείωτο είναι, ότι μιλάμε για τρεις ανθρώπους σε πολύ καλές διοικητικές θέσεις πλέον, καθώς απολαμβάνουν όλα τα προνόμια που τους έχει δώσει η θέση που έλαβαν με θαυματουργικό τρόπο, όταν ο Δανιήλ εξήγησε το όνειρο του βασιλιά. Έχουν όμως και υποχρεώσεις, καθώς βρίσκονται πλέον στον πολύ στενό κύκλο του βασιλιά. Ένας βασιλιάς απίστευτα υπερήφανος. Ένας βασιλιάς ανασφαλής, όπως διαβάζουμε: «Ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατασκεύασε ένα χρυσό άγαλμα εξήντα πήχεις ύψος και έξι πήχεις πλάτος και το έστησε στην πεδιάδα Δουρά της επαρχίας της Βαβυλώνας. Μετά έστειλε και συγκέντρωσε όλους τους σατράπες, τους διοικητές, τους νομάρχες, τους συμβούλους, τους ταμίες, τους δικαστές, τους δημόσιους υπαλλήλους και τους κυβερνήτες των επαρχιών, να παρευρεθούν στα εγκαίνια του αγάλματος που ο ίδιος είχε στήσει» (Δανιήλ 3:1-2). Για να το μετατρέψουμε σε σημερινά μεγέθη, το άγαλμα αυτό είχε σχεδόν 28 μέτρα ύψος και σχεδόν 3 μέτρα πλάτος, με όλο αυτό το τεράστιο κατασκεύασμα να είναι φτιαγμένο από χρυσάφι. Ένα απίστευτα πολυδάπανο έργο για το οποίο είμαι σίγουρος ότι ήταν ορατό από πολλά χιλιόμετρα μακριά. Δεν του έφτανε λοιπόν που ξόδεψε τεράστιο κομμάτι του κρατικού προϋπολογισμού, δεν του έφτανε να το βλέπουν από μακριά, ήθελε να έρθουν όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι του βασιλείου εκεί. Ώστε να το θαυμάσουν και φυσικά να το προσκυνήσουν, προσκυνώντας πρακτικά τον ίδιο το βασιλιά που διέταξε να το φτιάξουν. Μαζεύονται επομένως όλοι, ακούνε το μουσικό σύνθημα, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να προσκυνήσουν, υπάρχουν όμως τρεις που δεν το κάνουν. Φαίνεται όμως ο βασιλιάς να μην το έχει προσέξει αυτό. Εδώ είναι που έρχονται οι Βαβυλώνιοι εφιάλτες, «Αμέσως μετά, έτρεξαν μερικοί Βαβυλώνιοι και κατηγόρησαν τους Ιουδαίους στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορ: «Μακάρι να ζεις αιώνια, βασιλιά!» του είπαν. «Εσύ έδωσες διαταγή, κάθε άνθρωπος που θ’ ακούσει τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου και των άλλων μουσικών οργάνων, τότε να πέσει και να προσκυνήσει το χρυσό άγαλμα. Κι όποιος δεν πέσει να προσκυνήσει, διέταξες να ριχτεί στο κέντρο του φλογερού καμινιού. Υπάρχουν όμως κάτι Ιουδαίοι, που εσύ τους έχεις διορίσει σε διοικητικές θέσεις της επαρχίας της Βαβυλώνας, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδέ-νεγώ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έδωσαν καμιά σημασία στη διαταγή σου, βασιλιά· τους θεούς σου δεν τους λατρεύουν και το χρυσό άγαλμα που έστησες δεν το προσκυνούν» (Δανιήλ 3:8-12). Ίσως να μην τους άρεσε που ήταν σε διοικητικές θέσεις αυτοί οι ξένοι. Ίσως να ζήλευαν που ήρθαν αυτοί και με την αξία τους πήραν τις θέσεις που τους έδωσε ο βασιλιάς.
Εδώ όμως έχουμε το πρώτο και πιο σημαντικό σημείο της ιστορίας αυτής, το βήμα πίστης που κάνουν οι τρεις παίδες. Αυτοί που ξεκίνησαν από χαμηλά και ανέβηκαν, με την επέμβαση του Θεού, ψηλά. Αυτοί οι τρεις λοιπόν στέκονται και λένε, στα, ίσως σημαντικότερα εδάφια που βρίσκουμε στο βιβλίο του Δανιήλ: «Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδέ-νεγώ απάντησαν στο Ναβουχοδονόσορ: «Βασιλιά, εμείς δεν έχουμε ανάγκη να προβάλουμε καμιά δικαιολογία. Αν μας συμβεί κάτι τέτοιο, ο Θεός, που εμείς λατρεύουμε, μπορεί να μας βγάλει από το φλογερό καμίνι και να μας γλιτώσει έτσι από την εξουσία σου. Αλλά κι αν αυτό δε γίνει, πρέπει να ξέρεις, βασιλιά, ότι εμείς τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε και το χρυσό άγαλμα που έστησες δεν το προσκυνάμε» (Δανιήλ 3:16-18). Εμείς, γνωρίζουμε ακριβώς τι συμβαίνει στη συνέχεια, επειδή το έχουμε διαβάσει. Οι τρεις παίδες όμως όχι, εκείνη τη στιγμή. Το μέλλον τους, είναι εντελώς άγνωστο και αβέβαιο, τρομαχτικά αβέβαιο θα μπορούσαμε να πούμε. Τι τους δίνει θάρρος; Ίσως να έχουν στο μυαλό τους εδάφια όπως: «Όταν περνάς απ’ τα νερά, εγώ θα ’μαι μαζί σου· κι όταν περνάς ποτάμια, δε θα καταποντίζεσαι. Όταν μέσ’ από τη φωτιά βαδίζεις, δε θα καίγεσαι· οι φλόγες της δε θα σε αποτεφρώσουν (Ησαΐας 43:2). Καθώς επίσης και:« Άφησες να καθίσουν άνθρωποι απάνω στο κεφάλι μας, περάσαμε από φωτιά κι από νερό· και μας οδήγησες στην άνεση» (Ψαλμός 66:12). Ίσως όμως και όχι, καθώς τους βλέπουμε να λένε ότι υπάρχει περίπτωση αυτό να μην γίνει. «Υπάρχει περίπτωση να καούμε ζωντανοί». Ένας θάνατος βασανιστικός, αν σκεφτούμε ότι είναι ίσως ένας από τους χειρότερους τρόπους να πεθάνει κανείς, το να καίγεται ζωντανός. Όλοι μας έχουμε καεί είτε στο χέρι είτε στο πόδι από βραστό λάδι ή νερό, ή αγγίζοντας μια πυρωμένη επιφάνεια. Ο πόνος είναι φοβερός. Περνάνε ημέρες ολόκληρες μέχρι να επουλωθεί το τραύμα. Φανταστείτε να καίγεται κανείς ολόκληρος. Ακόμα και μπροστά σε αυτόν το φόβο λοιπόν, οι τρεις παίδες μένουν πιστοί. Πιστοί στο Θεό που επέτρεψε να οδηγηθούν αιχμάλωτοι στην εξορία. Πιστοί στο Θεό που τους έδωσε σοφία δέκα φορές ανώτερη από όλους τους άλλους. Πιστοί στο Θεό που έχει τη δύναμη να τους σώσει. Πιστοί στο Θεό, ακόμη και αν δεν τους σώσει. Πιστοί μέχρι θανάτου. Βήμα στο κενό. Τι θα γινόταν άραγε, αν η ιστορία τελείωνε με τους τρεις παίδες να καίγονται; Δεν θα ήταν τόσο ωραία, δεν θα μας άρεσε. Η ιστορία όμως είναι πάρα πολύ καλή. Ωστόσο, δεν είναι καλή επειδή τελειώνει ευχάριστα, αλλά επειδή ξεκινάει δυναμικά και σωστά.
Αυτό ακριβώς καλούμαστε να ζούμε και εμείς καθημερινά. Να μένουμε πιστοί σε Εκείνον, όποιο και αν είναι το κόστος. Πιστοί στο Λόγο Του, πιστοί στις εντολές Του. Πιστοί όταν μας λέει να αγαπάμε, να συγχωρούμε, να υπηρετούμε. Πιστοί, ακόμη και αν οι γύρω μας είναι έτοιμοι, σαν σύγχρονοι εφιάλτες, να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη, για να επωφεληθούν από το κακό μας. Εμείς καλούμαστε, όπως και οι τρεις παίδες, να μείνουμε πιστοί, ακέραιοι και γεμάτοι με εμπιστοσύνη σε Εκείνον και στα δικά Του σχέδια.
Στη συνέχεια όμως βλέπουμε όχι έναν απλά υπερήφανο βασιλιά, αλλά πλέον έναν μανιασμένα οργισμένο βασιλιά. Ο λόγος ήταν, φυσικά, τρεις νέοι που δεν υπακούνε στο θέλημά του και όχι μόνο αυτό, αλλά του μιλάνε χωρίς φόβο μπροστά του. «Τότε ο Ναβουχοδονόσορ θύμωσε πολύ εναντίον του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδέ-νεγώ και η όψη του αλλοιώθηκε. Αμέσως διέταξε να κάψουν το καμίνι εφτά φορές περισσότερο απ’ ό,τι χρειαζόταν. Μετά διέταξε μερικούς από τους πιο ισχυρούς άντρες του στρατού του να δέσουν το Σεδράχ, το Μισάχ και τον Αβδέ-νεγώ και να τους ρίξουν στο καμίνι που φλεγόταν»(Δανιήλ 3:19-20). Οι κινήσεις αυτές του βασιλιά μας φωνάζουν, «ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Με μια απλή κίνηση του χεριού μου, μπορώ να σε ρίξω μέσα στη φωτιά». Και αυτό ακριβώς έκανε. Επειδή μέχρι εκεί και μόνο εκεί έφτανε η δύναμή του. Μέχρι που να κάψει εφτά φορές το καμίνι, μέχρι που να οδηγήσει μέσα εκεί τους τρεις αυτούς νέους. Μέχρι εκεί ήταν η δύναμη του πανίσχυρου βασιλιά. Από εκεί και πέρα, ανέλαβε ο βασιλιάς των βασιλιάδων, ο Κύριος των Κυρίων. Όπως αναφέρθηκε πριν, θα μπορούσε να μην τους χαρίσει τη ζωή ο Θεός. Θα μπορούσε να τους αφήσει να καούνε ζωντανοί. Αυτό επέτρεψε να γίνει άλλωστε με τόσους και τόσους μάρτυρες μέσα στους αιώνες της ιστορίας της εκκλησίας. Άλλους τους έφαγαν τα λιοντάρια στην αρένα, άλλους τους έκαψαν ζωντανούς, άλλους τους σταυρώσανε. Ο κόσμος δεν δέχεται πάντα τους ανθρώπους του Θεού, ούτε ο Θεός γλιτώνει πάντα τους πιστούς Του. Ο κόσμος, πάρα πολλές φορές οργίζεται όταν βλέπει το φως του Θεού να λάμπει μέσα στο σκοτάδι, επειδή δεν είναι μια ευχάριστη εμπειρία. Δεν αρέσει το φως. Ξεβολεύει το φως. Ταρακουνάει το να ξέρεις μέσα σου, τι είναι το σωστό και να το βλέπεις να το ζει ο άλλος μέσα από τη δύναμη που του χαρίζει ο Θεός. Για αυτό, ο κόσμος μας μισεί πολλές φορές. Για αυτό ο κόσμος μίσησε τον ίδιο το Χριστό. Για αυτό ο βασιλιάς μισεί τους τρεις παίδες, οργίζεται, τους ρίχνει στη φωτιά. Εκεί όμως συμβαίνει ένα θαύμα.
Η κορύφωση της ιστορίας αυτής είναι στα επόμενα εδάφια: «Ξάφνου ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ ταράχτηκε· σηκώθηκε αναστατωμένος και ρώτησε τους συμβούλους του: «Τρεις άντρες δεν ρίξαμε δεμένους στο κέντρο της φωτιάς;» Εκείνοι του απάντησαν: «Ασφαλώς, βασιλιά». «Πώς εγώ βλέπω τέσσερις άντρες», είπε ο βασιλιάς, «να περπατούν λυμένοι στο κέντρο του καμινιού, χωρίς να καίγονται; Και μάλιστα η όψη του τέταρτου μοιάζει με θείο ον!» Τότε ο Ναβουχοδονόσορ πλησίασε στο στόμιο του καμινιού και φώναξε: «Σεδράχ, Μισάχ και Αβδέ-νεγώ, δούλοι του ύψιστου Θεού, βγείτε και ελάτε εδώ». Εκείνοι βγήκαν από τη φωτιά. Οι σατράπες, οι διοικητές, οι νομάρχες και οι σύμβουλοι του βασιλιά συγκεντρώθηκαν για να τους εξετάσουν: Η φωτιά δεν είχε προξενήσει καμιά βλάβη στο σώμα τους· οι τρίχες του κεφαλιού τους δεν είχαν καεί και τα ρούχα τους είχαν μείνει ανέπαφα· ούτε καν μυρωδιά φωτιάς δεν είχε περάσει από πάνω τους» (Δανιήλ 3:24-27). Διαβάζουμε λοιπόν, για την απόλυτα ξεκάθαρη επέμβαση του Θεού. Αλλά, δεν είναι αυτή η μεγάλη εικόνα της ιστορίας. Δεν πιστεύουμε σε έναν Θεό από συμφέρον, επειδή πάντα θα είναι εκεί να μας γλιτώνει, πάντα θα είναι εκεί να μας κάνει ότι Του ζητήσουμε. Δεν είναι αυτό, το δίδαγμα της ιστορίας αυτής. Η μεγάλη εικόνα της ιστορίας δεν είναι το θαύμα μέσα στο καμίνι, αλλά το παρακάτω θαύμα. «Τότε ο Ναβουχοδονόσορ είπε: «Ευλογημένος να είναι ο Θεός του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδέ-νεγώ, που έστειλε τον άγγελό του και έσωσε τους δούλους του, που είχαν εμπιστοσύνη σ’ αυτόν και παράκουσαν τη διαταγή μου. Προτίμησαν να παραδοθούν στη φωτιά, παρά να λατρεύσουν και να προσκυνήσουν άλλο θεό, εκτός απ’ το Θεό τους. Γι’ αυτό δίνω τώρα διαταγή, ότι όποιος πει κακό εναντίον του Θεού του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδέ-νεγώ, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο λαός του, η εθνικότητά του ή η γλώσσα του, αυτός θα κατατεμαχισθεί και το σπίτι του θα καταστραφεί, γιατί άλλος θεός δεν υπάρχει, που να μπορεί να σώζει από μια τέτοια κατάσταση» (Δανιήλ 3:28-29). Ο εγωιστής, υπερήφανος, ειδωλολάτρης αυτός βασιλιάς, λειτουργεί ως ιεραπόστολος του Θεού μας. Μιλάει για το Θεό του Ισραήλ, σε όλο το βασίλειο. Έχει μάλιστα και απειλητικές διαθέσεις στο μήνυμά του, για όσους τολμήσουν να πειράξουν τους τρεις παίδες.
Ποια είναι η μεγάλη εικόνα; Ότι ποτέ δεν πρέπει να θεωρήσουμε πως εμείς είμαστε στο κέντρο της ιστορίας, αλλά είμαστε κομμάτι της ιστορίας που ο Θεός θέλει να ξετυλίξει στον κόσμο μας. Επαναλαμβάνω, οι τρεις παίδες ήξεραν πολύ καλά ότι η ιστορία τους θα μπορούσε να είχε τελειώσει μέσα στις φλόγες. Δεν δίστασαν, δεν είπαν «ας κάνουμε ότι μπορούμε τώρα ώστε να ζήσουμε άλλη μια μέρα». Αντιθέτως, είπαν «εδώ είμαστε, εδώ στεκόμαστε, πιστοί και ακέραιοι, ας κάνει ο Θεός ότι θέλει μαζί μας». Το μεγαλύτερο θαύμα σε όλο αυτό, δεν είναι ότι οι φλόγες χάνουν τις δυνάμεις τους, αλλά ότι ο βασιλιάς αναγνωρίζει το Θεό του Ισραήλ ως τον μόνο Θεό. Σίγουρα, υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες ανθρώπων που προσευχήθηκαν στο Θεό να τους γλιτώσει από το μαρτυρικό θάνατο, αλλά ο Θεός δεν το έκανε. Το γεγονός αυτό όμως, η πίστη αυτή μέχρι και το θάνατο, λειτούργησε θαυμαστά στις ζωές άλλων ανθρώπων.
Τι μπορεί να μάθει κανείς από τους τρεις παίδες και το καυτό καμίνι; Ότι πάντα αξίζει να κάνουμε το βήμα πίστης στο κενό, ότι ο Θεός είναι πάντα εκεί μαζί μας στο πλάι μας και ότι η μεγάλη εικόνα δεν είναι η δική μας προσωπική ιστορία, αλλά η δική Του ιστορία. Η ιστορία στην οποία κάνει την τιμή να συμπεριλάβει τον κάθε ένα πιστό ξεχωριστά, όποια και αν είναι τελικά η κατάληξη.