Πολύ παλιά η συζήτηση και πολύς ο προβληματισμός. Και μάλιστα όχι μόνο πρόσφατα, αλλά απ’ τα βάθη των αιώνων. Το πρόβλημα, όσο γίνεται απλουστευμένο, είναι ξεκάθαρο: πίστη ή έργα; Τι είναι εκείνο που οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου; Η πίστη του, ή τα έργα του; Μια συζήτηση που ξεκίνησε ακόμη από τα χρόνια των Αποστόλων και συνεχίζεται μέχρι και στις μέρες τις δικές μας, χωρίς να προκύπτει ομοφωνία και χωρίς να ανατρέπονται πλήρως οι ποικίλες αντιρρήσεις και αντιδράσεις. Να λοιπόν ένα θέμα, που όσο κι αν φαίνεται απλό, αξίζει να το δει κανείς κάπως πιο προσεκτικά.
Συζητώντας ένα τέτοιο θέμα, δεν μπορεί παρά να προσφύγει κανείς στην Καινή Διαθήκη, προσπαθώντας να αντλήσει πληροφορίες και επιχειρήματα για τη μια ή την άλλη άποψη. Δεν υπάρχει μελετητής της Αγίας Γραφής, που δεν σταμάτησε εντυπωσιασμένος μπροστά στη σαφέστατη και ίσως κάπως θριαμβευτική διατύπωση του Αποστόλου Παύλου, που γράφει στους Εφεσίους: «Διότι κατὰ χάριν εἶσθε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἀπὸ σᾶς, Θεοῦ τὸ δῶρον· οὐχὶ ἐξ ἔργων, διὰ νὰ μή καυχηθῇ τις» (Εφεσίους β΄ 8-9). Απ’ την άλλη μεριά όμως, πάλι από την Καινή Διαθήκη, η διατύπωση του Ιακώβου στην Επιστολή του δημιουργεί πολλούς ενδοιασμούς. «Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοὶ μου, ἐὰν λέγῃ τις ὅτι ἔχει πίστιν, καὶ ἔργα δὲν ἔχῃ; μήπως ἡ πίστις δύναται νὰ σώσῃ αὐτόν;» (Ιακώβου β΄ 14). Και λίγο παρακάτω προσθέτει ο Ιάκωβος: «Οὔτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν δὲν ἔχῃ ἔργα, νεκρὰ εἶναι καθ᾿ ἑαυτήν» (Ιακώβου β΄ 17).
Διαβάζοντας κανείς τα δύο αυτά χωρία της Αγίας Γραφής έχει αρχικά τον πειρασμό να υποθέσει ότι, πάνω στο θέμα που συζητούμε, ο Παύλος και ο Ιάκωβος έχουν διαφορετικές απόψεις. Αυτή όμως η υπεραπλουστευμένη ερμηνεία δεν μπορεί να είναι σωστή, γιατί εφόσον δεχόμαστε ότι πρόκειται για θεόπνευστα κείμενα, δεν μπορεί παρά η διαφωνία να είναι φαινομενική και να οφείλεται στη δική μας αδυναμία να καταλάβουμε πού ακριβώς έγκειται το πρόβλημα.
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να προσέξουμε τι εννοούμε όταν λέμε «πίστη» και τι εννοούμε όταν λέμε «έργα». Για τη δεύτερη λέξη, δηλαδή για τα έργα, δεν υπάρχει ούτε αμφισβήτηση ούτε μπορεί να σταθεί διαφωνία. Έργα σημαίνει πράξεις, σημαίνει ενέργειες, σημαίνει συμπεριφορές – όλα εκείνα που συνιστούν μια γενικότερη παρουσία μέσα στην κοινωνία που χαρακτηρίζει τον καθένα μας. Όταν όμως λέμε «πίστη» είναι ενδεχόμενο άλλοι από μας να εννοούμε απλούστατα την αποδοχή ορισμένων απόψεων ή αντιλήψεων ή πεποιθήσεων (και σ’ αυτήν την κατηγορία φαίνεται ότι ανήκει ο Ιάκωβος), ενώ άλλοι εννοούμε όχι μόνο την αποδοχή κάποιων απόψεων, αλλά την συνδυασμένη δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος που μετατρέπει το αντικείμενο της πίστης όχι μόνο σε γνώση, αλλά και σε πνευματική βίωση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε τον έξοχο ορισμό του όρου «πίστη» που μας δίνει ο συγγραφέας της Επιστολής προς Εβραίους στο πρώτο εδάφιο του ια΄ κεφαλαίου του: «Εἶναι δὲ ἡ πίστις ἐλπιζομένων πεποίθησις, βεβαίωσις πραγμάτων μή βλεπομένων». Είναι προφανές ότι σ’ αυτόν τον ορισμό, πίστη δεν είναι μόνο η αποδοχή απόψεων ή γνωμών ή αντιλήψεων, αλλά πολύ πιο πέρα απ’ αυτό είναι και η υπερφυσική ταύτιση με κάποια πράγματα που είναι αδύνατο να τα ελέγξουμε αντικειμενικά, αλλά τα δεχόμαστε γιατί μας τα λέει ο Θεός.
Με βάση τα προηγούμενα, δεν είναι καθόλου δύσκολο να αποδεχτεί κανείς τόσο την άποψη του Παύλου, όσο και την άποψη του Ιακώβου, με την προϋπόθεση ότι εξειδικεύει λίγο περισσότερο τον όρο «πίστη», στην περίπτωση του Παύλου με την προσθήκη της υπερφυσικής ενέργειας που κάνει μέσα στον άνθρωπο το Πνεύμα του Θεού όταν του εμπιστεύεται τις μεγάλες αλήθειες της Αγίας Γραφής. Κάτι, που φαίνεται ότι ο Ιάκωβος δεν το υπολογίζει όταν διατυπώνει τους δικούς του αφορισμούς.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη και η χρονική διαδοχή των δύο όρων. Δηλαδή, εάν προηγείται η πίστη και επακολουθούν τα έργα, ή αν συμβαίνει το αντίθετο. Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται ότι τα έργα είναι που σε «εισάγουν» στην Χριστιανική ιδιότητα, όπου η πίστη έρχεται να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει την όλη κατάσταση. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι προηγείται η πίστη, που προετοιμάζει το έδαφος για να υπάρξουν τα έργα. Πολύ ξεκάθαρα, αλλά και πολύ εξειδικευμένα, κάποιος νομικός είχε θέσει το ερώτημα κάποτε αν τα έργα είναι συστατικό ή αποδεικτικό της πίστεως. Δηλαδή, αν τα έργα είναι που θεμελιώνουν την πίστη, ή αν αυτά αποδεικνύουν την ύπαρξή της. Και, φυσικά, το τελικό συμπέρασμα που θα προκύψει όταν κρατάει κανείς στα χέρια του την Καινή Διαθήκη είναι ότι τα έργα δεν είναι συστατικό, αλλά είναι αποδεικτικό της πίστεως.
Να πούμε το ίδιο πράγμα λίγο πιο απλά. Αν κάνω καλά έργα, ώστε να γίνω Χριστιανός (ή έστω να είμαι Χριστιανός), τότε θα έλεγα ότι τα έργα είναι συστατικό της πίστεως. Αν αντίθετα, κάνω καλά έργα, επειδή είμαι Χριστιανός, τότε είναι αποδεικτικό της πίστεως. Και στον απροκατάληπτο μελετητή της Βίβλου, προκύπτει ότι συμβαίνει το τελευταίο. Δηλαδή, ο πιστός Χριστιανός κάνει καλά έργα, όχι για να θεμελιώσει την πνευματική του κατάσταση, αλλά επειδή του την έχει χαρίσει ο Χριστός. Η πίστη, επομένως, προηγείται και τα έργα επακολουθούν. Αυτά μάλιστα, που είναι άλλωστε απαραίτητα στη ζωή και τη δραστηριότητα του πιστού Χριστιανού, αποτελούν την επιπρόσθετη απόδειξη ότι μέσα στην καρδιά και τη ζωή του έχει μπει και καταλάβει σημαντική θέση το Πνεύμα το Άγιο του Θεού.
Να θυμηθούμε μια – δυο περιπτώσεις που τα παραπάνω εμφανίζονται ξεκάθαρα σε ανθρώπους που έζησαν κοντά στον Ιησού Χριστό; Ας θυμηθούμε τον τελώνη που λεγόταν Ζακχαίος. Το παρελθόν του ήταν, έτσι κι αλλιώς, αρκετά σκοτεινό. Δεν είχε να παρουσιάσει καλά έργα, το αντίθετο ίσως να ήταν ο κανόνας της ζωής του. Αυτό άλλωστε αποτελούσε την κανονικότητα για τους τελώνες της εποχής. Μόλις όμως μπαίνει στο σπίτι του, αλλά ασφαλώς και στην καρδιά του ο Χριστός, αμέσως η διαφορά είναι τεράστια. Προσέξτε την ομολογία του: «Ἰδού, τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδω εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ ἐὰν ἐσυκοφάντησά τινα εἴς τι, ἀποδίδω τετραπλοῦν» (Λουκάς ιθ’ 8). Έχουμε εδώ έναν άνθρωπο που μέχρι πριν από λίγο, έχει να παρουσιάσει έναν πολύ σκοτεινό και δυσάρεστο απολογισμό πράξεων και ενεργειών. Τώρα όμως, σε μια στιγμή, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Ο Ζακχαίος θα παρουσιάσει εφεξής μια σειρά καλών έργων, όχι για να γίνει Χριστιανός, αλλά επειδή είναι πια Χριστιανός. Τα έργα, επομένως, αποδεικνύουν απλώς ότι έχει πιστέψει στον Χριστό και δεν είναι εκείνα που θα συγκροτήσουν την υποτιθέμενη πίστη του. Θέλετε μια άλλη περίπτωση; Θυμηθείτε τον Σαύλο τον Ταρσέα, που είναι μανιώδης διώκτης της Εκκλησίας του Χριστού, με υπερβολική δραστηριότητα, οργανωμένη μάλιστα και συστηματική εναντίον όλων εκείνων που είναι οπαδοί του Ιησού Χριστού. Σε μια στιγμή μονάχα, στο δρόμο προς τη Δαμασκό, βλέπει «φῶς οὐρανόθεν ὑπερβαῖνον τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου» και ακούει τη φωνή του Ιησού Χριστού να απευθύνεται σε κείνον (Πράξεις κς’ 13). Και διαβάζουμε στη διήγηση του Λουκά ότι «εὐθὺς ἐκήρυττεν ἐν ταῖς συναγωγαῖς τὸν Χριστὸν ὅτι οὗτος εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Πράξεις θ’ 20). Να λοιπόν ένας ακόμη άνθρωπος, που πέρασε από μία τεράστια αλλαγή μέσα σε λίγες στιγμές. Την αλλαγή που προκαλεί στην ανθρώπινη καρδιά και ασφαλώς και στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η παρουσία του ίδιου του Χριστού. Ένα ακόμη παράδειγμα της καινούριας ζωής που είναι γεμάτη καλά έργα και που την χαρίζει ο Χριστός σε κείνους που τον δέχτηκαν. Εκείνους δηλαδή, που παρουσιάζουν καλά έργα τώρα, όχι για να γίνουν Χριστιανοί, αλλά επειδή έγιναν Χριστιανοί.
Πολύ παλιό λοιπόν και πολυσυζητημένο το ερώτημα «πώς σώζεται ο άνθρωπος;». Με τα έργα του ή με την πίστη του; Ο Απόστολος Παύλος, που το έζησε αυτό στη ζωή του, αλλά και που το είδε να πραγματοποιείται στην περίπτωση πολλών ανθρώπων γύρω του, το διατυπώνει πάρα πολύ ωραία σε ένα μόνο εδάφιο και πάλι στην Επιστολή προς Εφεσίους: «Διότι αὐτοῦ ποίημα εἴμεθα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πρὸς ἔργα καλά, τὰ ὁποῖα προητοίμασεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ περιπατήσωμεν ἐν αὐτοῖς.» (Εφεσίους β’ 10). Διαβάζοντας το εδάφιο αυτό του Αποστόλου Παύλου, οδηγείται κανείς αυτόματα στη διαπίστωση ότι το πρώτο πράγμα που γίνεται μέσα μας είναι «το κτίσιμο εν Χριστώ Ιησού». Αυτό, δηλαδή, που κάνει το Άγιο Πνεύμα του Θεού όταν εμείς πιστεύουμε σε Κείνον. Μετά απ’ αυτό, επακολουθεί πορεία σε «καλά έργα» που τα έχει προετοιμάσει από πριν ο Θεός, ώστε εμείς να τα παρουσιάσουμε στην πορεία μας. Πάρα πολύ απλά και πάρα πολύ ευλογημένα. Η μέγιστη αλήθεια του Λόγου του Θεού, που δεν χρειάζεται ούτε πολλή εξυπνάδα, ούτε πολλή έρευνα, ούτε πολύ αγώνας για να την καταλάβει κάποιος. Και, φυσικά, να την αποδεχτεί.