Η συμβολή της “Αμερικανικής Επιτροπής Ξένων Αποστολών” στην κλήση και ιεραποστολική δράση του Ιωνά Κινγκ

Εισαγωγή

Η αρχή της μεγάλης και σπουδαίας ιεραποστολικής διακονίας του Δρ. Ιωνά Κινγκ του νεότερου (1792-1869), του μεγάλου ιεραποστόλου στην Παλαιστίνη και κυρίως στην υποδουλωμένη, αλλά και στην απελευθερωμένη Ελλάδα, δεν έγκειται σε κάτι φαντασμαγορικό, αλλά σε δύο ευσεβείς και πολύ πιστούς στον Ιησού Χριστό γονείς: τον Ιωνά τον πρεσβύτερο και την Αβιγαίας Κινγκ. Οι γονείς του ήταν που του έδωσαν την πρώτη ηθική ώθηση και υποστήριξη γι’ αυτό που έκανε μετά και για το οποίο έμεινε στην ιστορία, καθώς του συμπαραστάθηκαν για τη θεολογική του κατάρτιση και την κατοπινή ιεραποστολική του διακονία.

Ιστορικό Πλαίσιο

Ο Ιωνάς Κινγκ γεννήθηκε κατά τη χρονική περίοδο της εξέλιξης της Δεύτερης Μεγάλης Αφύπνισης στις ΗΠΑ (The Second Great Awakening, περ. 1795-1835), ενός μεγάλου πνευματικού αναζωπυρωτικού κινήματος σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ, και ιδιαίτερα της Νέας Αγγλίας, που οδήγησε στην πνευματική αφύπνιση πολλών τοπικών εκκλησιών, και είχε μεγάλο πνευματικό και κοινωνικό αντίκτυπο στην Αμερικανική κοινωνία. Το κίνημα αυτό διαδέχτηκε την Πρώτη Μεγάλη Αφύπνιση (The First Great Awakening), που είχε ξεκινήσει λίγες δεκαετίες νωρίτερα και είχε παρόμοια περίπου χαρακτηριστικά, επηρέασε τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη και σκέψη και μεταμόρφωσε τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή των αποικιών πριν την Αμερικανική Επανάσταση.

Τα δύο αυτά πνευματικά μεταρρυθμιστικά κινήματα σε πολύ μεγάλο βαθμό επηρέασαν τον Χριστιανισμό στις ΗΠΑ και επέκτειναν την επιρροή του στο έθνος. Παράλληλα όμως έδωσαν – κυρίως η Δεύτερη Μεγάλη Αφύπνιση – μεγάλη ώθηση στη θεολογική εκπαίδευση με την ίδρυση θεολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (π.χ. Andover Theological Seminary), και στην ιεραποστολή, με την ίδρυση αρκετών φιλανθρωπικών εταιριών και ιεραποστολικών οργανώσεων, μεταξύ των οποίων της Αμερικανικής Επιτροπής Ξένων Αποστολών/ ΑΕΞΑ (American Board of Commissioners for Foreign Missions/ABCFM), που είναι το κύριο αντικείμενο ενδιαφέροντος της ομιλίας αυτής σε σχέση με τον Ιωνά Κινγκ.

Η Αμερικανική Επιτροπή Ξένων Αποστολών (ΑΕΞΑ)

«Σε κάθε κατεύθυνση στην οποία μπορούμε να στρέψουμε τα μάτια μας, μπορούμε να ανακαλύψουμε περιοχές που προσελκύουν τη συμπόνια των Χριστιανών. Από τον Βορρά και τον Νότο, από την Ανατολή και τη Δύση, μπορούμε να ακούσουμε το ίδιο κάλεσμα που ακούστηκε από τον απ. Παύλο στο όραμα του Μακεδόνα άνδρα: «Διάβα εἰς Μακεδονίαν καὶ βοήθησον ἡμᾶς». Στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, πόσα εκατομμύρια της αποστατημένης ανθρώπινης φυλής μας χάνονται στην αναζήτηση του Άρτου της Ζωής! Αυτό που το σκοτάδι καλύπτει, αυτό που η ειδωλολατρία εξευτελίζει. Ειδωλολατρικά έθνη! Στα σύνορα της ίδιας μας της χώρας πόσες Ινδιάνικες φυλές υπάρχουν για να εκπολιτιστούν και εκχριστιανιστούν! Μέσα στα όρια της χώρας μας πόσοι πολλοί δημοφιλείς οικισμοί σπάνια ακούν έστω και ένα κήρυγμα από κάποιον διάκονο του Ιησού»!

(Timothy Dwight, Προέδρου Κολεγίου Yale, από ομιλία που απηύθυνε στα εγκαίνια του Θεολογικού Σεμιναρίου του Andover στη Βοστώνη και στη Χειροτονία του Αιδ. Eliphalet Pearson στις 28 Σεπτεμβρίου 1808)

Η Αμερικανική Επιτροπή Ξένων Αποστολών (ΑΕΞΑ) προήλθε από την πνευματική μήτρα της Δεύτερης Μεγάλης Αφύπνισης – που ενέπνευσε και την ομιλία αυτή του Timothy Dwight – και αποτέλεσε την πρώτη Αμερικανική ιεραποστολή για το εξωτερικό που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ (1810) και τη μεγαλύτερη κατά τον 19ο αιώνα, με σκοπό την εύρεση τρόπων και μέσων, και την υιοθέτηση μέτρων για την προώθηση και εξάπλωση του Ευαγγελίου σε αλλόθρησκους τόπους.

Τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού της ήταν δύο, η έκδοση και διάθεση της Αγίας Γραφής σε διάφορες εθνικές γλώσσες και η υποστήριξη πιστών ιεραποστόλων, που θα εξηγούσαν και θα εντύπωναν στον νου των ανθρώπων τις βιβλικές αλήθειες. Έτσι, απέστειλε, τον Φεβρουάριο του 1812, πέντε ιεραποστόλους στην Ινδία (Adoniram Judson, Samuel Newell και Samuel Nott με τις γυναίκες τους, και τους Gordon Hall και Luther Rice), τον Μάρτιο του 1816 άλλους πέντε ιεραποστόλους στην Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα). Κατά το 1819 η ΑΕΞΑ είχε αποστείλει συνολικά υπό την ευθύνη της είκοσι τρεις ιεραποστόλους και πολλούς βοηθούς στην Βομβάη, την Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα), τα νησιά Sandwich (Χαβάη) και μεταξύ αυτοχθόνων Ινδιάνικων φυλών της Αμερικής (Cherokees και Choctaws). Το 1818 το Συμβούλιο της ΑΕΞΑ αποφάσισε, τελικά, να αποστείλει ιεραποστόλους στη «Δυτική Ασία» με σκοπό να ιδρύσει ιεραποστολικό έργο στην Ιερουσαλήμ. Την ευθύνη υλοποίησης του σκοπού αυτού ανέθεσε στους Λευί Πάρσονς (Levi Parsons) και Πλίνιο Φισκ (Pliny Fisk), αποφοίτους του Θεολογικού Σεμιναρίου του Andover, στη Βοστώνη. Η ανακοίνωση της απόφασης για έναρξη ιεραποστολής στην Ιερουσαλήμ και διάδοσης του Ευαγγελίου μεταξύ των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων ενθουσίασε – για ευνόητους λόγους – το θρησκευτικό κοινό στις ΗΠΑ.

Είναι σημαντικό να πούμε εδώ, πως ιεραποστολικές δράσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υπήρχαν σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήδη από τον 16ο αιώνα. Ωστόσο, οι πιο οργανωμένες προσπάθειες Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών ιεραποστολών, που ξεκίνησαν κατά τον 19ο αιώνα, στόχευαν τόσο στο να φέρουν τον Χριστιανισμό στους λαούς της Αυτοκρατορίας όσο και να αναζωογονήσουν τον Ανατολικό Χριστιανισμό. Η δυσκολία, ωστόσο, ενός μαζικού ευαγγελισμού και μεταστροφής των Μουσουλμανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας, την οποία συνάντησαν οι Δυτικοί ιεραπόστολοι λόγω της απαγόρευσης των Αρχών, έκανε τους ιεραποστόλους να στραφούν και επικεντρωθούν κυρίως στις πολλές Χριστιανικές μειονότητες της Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των Αρμενίων, Ελλήνων, Βουλγάρων, Νεστοριανών, Ιακωβητών, Χαλδαίων, Κοπτών, Μαρωνιτών και Εβραίων, όχι – ομολογουμένως – δίχως προβλήματα, κυρίως από μέρους των Μαρωνιτών και της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Στην προσπάθειά τους αυτή να προσεγγίσουν τις Χριστιανικές μειονότητες, οι ιεραπόστολοι της ΑΕΞΑ, ίδρυσαν τυπογραφείο στη Μάλτα (1822), για να τυπώνουν Χριστιανικό έντυπο υλικό (Άγιες Γραφές και φυλλάδια), και σχολεία, όπως αυτό στη Βηρυτό, το 1824, υπό τους Ιωνά Κινγκ, Πλίνιου Φισκ, Ισαάκ Μπερντ (Isaak Bird) και Ουίλιαμ Γκουντέλ (William Goodell) και πολλά άλλα αργότερα, προκειμένου να αυξήσουν τις ευκαιρίες επαφής με τα παιδιά, τους φίλους τους και τις οικογένειές τους. Ως το 1827 η ΑΕΞΑ είχε ιδρύσει δεκατρία τέτοια σχολεία με συνολικά εξακόσιους περίπου μαθητές.

Μετά την έναρξη του αγώνα για τη διεκδίκηση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, το ενδιαφέρον της ΑΕΞΑ στράφηκε σε αυτή τη νέα χώρα που δημιουργούνταν, την Ελλάδα. Μάλιστα, δώδεκα Έλληνες νέοι στάλθηκαν στις ΗΠΑ, μεταξύ των ετών 1823 και 1831, προκειμένου να εκπαιδευτούν, με έξοδα της ΑΕΞΑ. Το 1828 ο βοηθός γραμματέας της ΑΕΞΑ Ρούφους Άντερσον (Rufus Anderson), ορίστηκε από το Συμβούλιο της Ιεραποστολής να επισκεφτεί την ανατολική Μεσόγειο, κυρίως για να διασκεφθεί με τους εκεί ιεραποστόλους της ΑΕΞΑ και διερευνήσει την κατάσταση για μελλοντικές ιεραποστολικές δράσεις, και συγκεκριμένα στην Ελλάδα. Μετά την επίσκεψή του αυτή, το Επιτελείο της ΑΕΞΑ στη Βοστώνη επικεντρώθηκε περισσότερο στις Αμερικανικές ιεραποστολές προς το χριστιανικό στοιχείο στην ανατολική Μεσόγειο και στην αύξηση της μαρτυρίας μεταξύ των Ελλήνων, “the increasing of light”, που αποτελούσε σύνθημα/motto της ευρύτερης φιλοσοφίας και αντίληψης για τη διάδοση του Ευαγγελίου και της Χριστιανικής μαρτυρίας του πνευματικού μεταρρυθμιστικού κινήματος της Δεύτερης Μεγάλης Αφύπνισης.

Ο ιεραπόστολός της Π. Φισκ ήδη από νωρίς είχε φτάσει στο σημείο να θεωρεί την Ελλάδα και τους Έλληνες της περιοχής της Μεσογείου ως έναν αγρό ευκαιρίας για Αμερικανικές ιεραποστολικές δράσεις. Είχε γράψει σχετικά:

«Οι Έλληνες έχουν ανάγκη από ιεραποστόλους… Ο λαός έχει άγνοια (του Ευαγγελίου) και είναι διεφθαρμένος. Πριν αρχίσει το έργο της η Βιβλική Εταιρία, οι Γραφές ήταν σπάνιες, και στα πιο πολλά σχολεία που λειτουργούν, τα παιδιά απλώς μαθαίνουν να διαβάζουν αρχαία Ελληνικά χωρίς να τα καταλαβαίνουν. Η Ελλάδα μας προσφέρει έναν εκτεταμένο ιεραποστολικό αγρό».

Η ΑΕΞΑ ωστόσο, πέραν της δεδομένης επιθυμίας της για ιεραποστολικές δράσεις στην Ελλάδα, ήταν παράλληλα και πολύ επιφυλακτική σχετικά με το εν γένει ιεραποστολικό έργο στην Ελλάδα. Στην εικοστή πρώτη ετήσια αναφορά της ΑΕΞΑ, το 1830, γίνεται λόγος για το πώς θα έπρεπε να κινηθεί το ιεραποστολικό έργο της μεταξύ των Ελλήνων, για να μπορέσει να γίνει δεκτό και να πετύχει. Εκεί αναφερόταν πως:

«Οι πρώτες ευαγγελικές προσπάθειες στην Ελλάδα θα πρέπει να γίνουν με σωστό και προσεχτικό χειρισμό. Ο κόσμος είναι αμαθής και γεμάτος προλήψεις, που εύκολα διεγείρονται. Τα βιβλία και τα σχολεία μοιάζει να ωφελούν περισσότερο, με το λιγότερο δυνατό ρίσκο-φόβο για ύπαρξη αντίδρασης ή υποψίας από οποιοδήποτε άλλο μέσον που μπορεί ελεύθερα επί του παρόντος να χρησιμοποιηθεί».

Το επιτελείο της ΑΕΞΑ στη Βοστώνη όρισε το 1830 τον Ιωνά Κινγκ ως ιεραπόστολό της για να εργαστεί στην Ελλάδα. Ο Κινγκ αποτέλεσε τον μόνο ιεραπόστολο της ΑΕΞΑ στον αγρό της Ελλάδας, προτού το συμβούλιό της αποφασίσει την περαιτέρω ενίσχυση του αγρού της Ελλάδας με τον ιεραπόστολο Ηλία Ρήγα (Elias Riggs).

Ο Ιωνάς Κινγκ στο ιεραποστολικό έργο και η Ελλάδα

Ο Ιωνάς Κινγκ, έχοντας ολοκληρώσει τις θεολογικές του σπουδές το 1819 από το Θεολογικό Σεμινάριο του Andover της Βοστώνης, και βρισκόμενος πλέον στην ιερή διακονία επί δύο χρόνια ως ιεροκήρυκας, αισθάνεται την επιθυμία να σπουδάσει αραβικά. Έτσι αναχωρεί για το Παρίσι το 1821, όπου και διδάσκεται την αραβική από τον φημισμένο δάσκαλο De Sacy, αφού προηγουμένως του γίνεται γνωστή η εκλογή του στη θέση του καθηγητή ανατολικών γλωσσών στο Κολλέγιο του Άμχερστ της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ (Amherst College). Στο Παρίσι λαμβάνει γράμμα του ιεραποστόλου της ΑΕΞΑ στην Παλαιστίνη, Πλίνιου Φισκ (Pliny Fisk), που, εξαιτίας του θανάτου του ως τότε συνεργάτη του Λευί Πάρσονς, τον Φεβρουάριο του 1822, τον προσκαλεί να συνεργαστούν για τον έργο στη Μέση Ανατολή.

Ο Κινγκ γράφει άμεσα στην ΑΕΞΑ διαθέτοντας τον εαυτό του για το συγκεκριμένο έργο και αιτούμενος να γίνει συνεργάτης του ιεραποστόλου Π. Φισκ για τρία χρόνια. Το αίτημά του γίνεται δεκτό από την Επιτροπή, η οποία στις 22 Σεπτεμβρίου του 1822 τον ορίζει ιεραπόστολό της. Τον Νοέμβριο του 1822 μεταβαίνει στη Μάλτα, όπου εντωμεταξύ βρισκόταν ο Π. Φισκ. Τον Ιανουάριο του 1823 ο Κινγκ, μαζί με τον Φισκ και τον έτερο ιεραπόστολο Βωλφ (Wolff), αναχωρεί για την Ιερουσαλήμ μέσω Αλεξάνδρειας και Καΐρου ως ιεραπόστολος της ΑΕΞΑ, εκπροσωπώντας, ωστόσο, παράλληλα και τη νεοσύστατη Ιεραποστολική Εταιρεία των Παρισίων. Αμέσως άρχισε να κηρύττει στην Αραβική, ενώ ξεκίνησε και την εκμάθηση της Συριακής γλώσσας. Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η αρχή μιας σπουδαίας σταδιοδρομίας στη χρήση των γλωσσών από τον Κινγκ, καθώς κατείχε έντεκα γλώσσες ενώ μιλούσε άπταιστα πέντε εξ αυτών. Αργότερα, τον Ιούνιο του 1823 μεταβαίνουν και οι τρεις στη Βηρυτό.

Σκοπός της αποστολής των τριών ιεραποστόλων, ήταν να οδηγήσουν αφενός Ιουδαίους και Μουσουλμάνους σε πνευματική αφύπνιση και να γνωρίσουν το Ευαγγέλιο του Χριστού και αφετέρου ανατολικούς Χριστιανούς, Έλληνες, Αρμένιους, Κόπτες και Σύριους, που είχαν χάσει τον ζήλο και την αφοσίωσή τους στον Χριστό εξαιτίας της μακράς δουλείας και συναναστροφής με τους Τούρκους, σε πνευματική αναζωογόνηση, ώστε να αναβιώσει το πνεύμα της αρχαίας Εκκλησίας και να συμβάλουν στην επιστροφή των Μουσουλμάνων.

Στις 26 Αυγούστου 1825, μετά από τρία χρόνια υπηρεσίας ως ιεραπόστολος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ο Κινγκ αναχωρεί από τη Βηρυτό για τη Σμύρνη, αφού γράφει μια «Αποχαιρετιστήρια Επιστολή», η οποία είχε μεγάλο πνευματικό αντίκτυπο όχι μόνο στην αραβική γλώσσα, αλλά, μετέπειτα, και στα αρμενικά και τα ελληνικά, όταν μεταφράστηκε.

Στη Σμύρνη φτάνει μετά από 89 μέρες, ενώ είχε την ευκαιρία από εκεί να μεταβεί και να επισκεφτεί, τον Ιούνιο του 1826, την Κωνσταντινούπολη, γενόμενος ο πρώτος Αμερικανός ιεραπόστολος στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, όσο βρίσκεται στην Σμύρνη επιδιώκει και μαθαίνει νεοελληνικά και ως αντάλλαγμα διδάσκει αγγλικά. Εδώ γνωρίζει την μετέπειτα σύζυγό του Ασπασία Μέγγου και την οικογένειά της. Βρισκόμενος στη Σμύρνη πείθεται και επιβιβάζεται σε Αμερικανικό πλοίο για την Αμερική.

Παρά ταύτα, κατά την επιστροφή του κατεβαίνει στη Βαρκελώνη και από εκεί μεταβαίνει στην πόλη Νιμ της Γαλλίας (Nismes), όπου, βρισκόμενος σε μια συμπροσευχή Ευαγγελικών αδελφών, πληροφορείται για την πτώση του Μεσολογγίου και λαμβάνει επιστολή από τον Γραμματέα της Αμερικανικής Αποστολής, στην οποία του γίνονται προτάσεις να ασχοληθεί με την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ο Κινγκ – όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γ. Δράγας στο βιβλίο του – δι’ επιστολής του, που ξεχειλίζει από «το φιλελληνικό του αίσθημα», «αποδέχεται εγκάρδια την πρόταση» ενώ υπερασπίζεται με ιδιαίτερη θέρμη τα δίκαια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Από τη Νιμ μεταβαίνει στο Παρίσι όπου μεταξύ άλλων συναντά τον Δούκα της Ορλεάνης, Λουδοβίκο Φίλιππο, με τον οποίο συζητά για τον μεγάλο αγώνα των Ελλήνων, τον οποίο ένθερμα υπερασπίζεται ο Δούκας. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το πώς οι Ευαγγελικοί ιεραπόστολοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους Έλληνες στον αγώνα τους, ο οποίος συγκινούσε όλη τη Δύση.

Ως μια κατάθεση της προσωπικής του βαθιάς επιθυμίας προς τον Δούκα, για το πώς βλέπει τη συμβολή του έργου του στον ιεραποστολικό αγρό της Ελλάδας, ο Κινγκ του τονίζει πως δεν επιθυμούσε τη δημιουργία άλλης Εκκλησίας, αλλά την αναβίωση του αποστολικού πνεύματος στις ανατολικές εκκλησίες. Θεωρούσε πως οι Έλληνες του 19ου αιώνα θα έπρεπε να βιώσουν το ίδιο θαύμα της πνευματικής αναγέννησης κατά την αρχή της ιστορίας της Εκκλησίας και να ζήσουν τη διδαχή του Χριστού. Αυτή τη δύναμη χρειάζονταν – όπως υποστήριζε – για να γίνουν ελεύθεροι οι Έλληνες, αλλά και να μεταστρέψουν ακόμα και τους μουσουλμάνους κατακτητές τους. Μόνο η Χάρη του Θεού θα μπορούσε να επιτελέσει αυτή την αλλαγή.

Στα τέλη του θέρους του 1827 επιστρέφει τελικά στις ΗΠΑ, όπου, μετά από την ετήσια συνέλευση της Επιτροπής περιοδεύει ως εκπρόσωπός της στις Νότιες και Κεντρικές Πολιτείες ως την άνοιξη του 1828. Κατά την παρουσία του στην Ουάσιγκτον, έλαβε επιστολή από το Συμβούλιο των Ελληνίδων Κυριών της Ν. Υόρκης, με την οποία του ζητούν να επιστρέψει εσπευσμένα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ελλάδα. Ο αγώνας των Ελλήνων, η αυτοθυσία και η τρομερή δοκιμασία τους λόγω έλλειψης στοιχειωδών εφοδίων έχει κυριέψει και συγκινήσει την Αμερική, ώστε να δημιουργηθεί η Ελληνική Επιτροπή, που προετοιμάζει ένα πλοίο με εφόδια ρουχισμού, τροφίμων κ.λπ. Οι φλογερές ομιλίες του Κινγκ υπέρ των Ελλήνων φέρνουν και αυτές αποτέλεσμα. Σκοπός της αποστολής του στην Ελλάδα είναι να βοηθήσει στις υλικές ανάγκες των Ελλήνων μαζί με την πνευματική τους αφύπνιση και πρόοδο, δηλ. το εκπαιδευτικό έργο. Αυτό θα το πετύχαινε με τη διάδοση της Αγίας Γραφής και την ίδρυση σχολείων και άλλων ιδρυμάτων εκπαίδευσης. Ακόμα και με δωρεάν εκπαίδευση ελληνόπουλων μέσω υποτροφιών που πρόσφεραν διάφορα πρόσωπα για να σπουδάσουν στον Νέο Κόσμο, και που εξουσιοδότησαν τον Κινγκ να τις διαθέσει.

Κατόπιν των εξελίξεων αυτών ο Κινγκ παραιτείται από τη θέση του καθηγητή ανατολικών γλωσσών που κατείχε στο Κολλέγιο του Άμχερστ (Amherst College) και στις 28 Μαΐου του 1828 αναχωρεί από τις ΗΠΑ για την Ελλάδα, στην οποία και φτάνει στις 28 Ιουλίου, συγκεκριμένα στον Πόρο, όπου διαμένει ο Κυβερνήτης της Ελεύθερης Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας. Εκεί του παραχωρείται κυβερνητικό οίκημα για τη διανομή των δώρων που προσκομίζει. Σύντομα μετά την έλευσή του στον Πόρο, στις 22 Ιουλίου του 1829, νυμφεύεται την Ασπασία Μέγγου. Ιδρύει σχολείο θηλέων στον Πόρο, που είχε αρκετή επιτυχία, ενώ το 1831 μετακομίζει στην Αθήνα, όπου συνεχίζει με μεγάλη επιτυχία το έργο της ίδρυσης σχολείων αρρένων και θηλέων, με την παραίνεση και του Καποδίστρια. Με μεγάλο ζήλο διένειμε την Αγία Γραφή και άλλη χριστιανική λογοτεχνία, αλλά η κύρια επιθυμία του ήταν το κήρυγμα του Λόγου του Θεού. Περίπου σε αυτή την περίοδο λαμβάνει το πτυχίο Doctor of Divinity από το Princeton College.

Από το 1844 ως και τον θάνατό του το 1869 ο Κινγκ ήταν ο μόνος ιεραπόστολος της Αμερικανικής Επιτροπής στην Ελλάδα. Η άφοβη – από μέρους του – διακήρυξη της αλήθειας του Ευαγγελίου, μέσα, μάλιστα, σε ομολογουμένως πολύ δύσκολες περιστάσεις για τον ίδιο προσωπικά – διωγμός από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος – είχε μια βαθιά και διαρκή επίδραση στις καρδιές πολλών Ελλήνων. Οι ισχυρές βάσεις του παρόντος ευαγγελικού έργου στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στις δικές του πιστές προσπάθειες και έργο.

Επίλογος

Η συνολική αντίληψη και το συμπέρασμα της Αμερικανικής Επιτροπής σε σχέση με τους Έλληνες (όπως και για τους Αρμένιους) ήταν πως κάποιος ντόπιος θα έπρεπε πια να εκπαιδευτεί στη χώρα που θα εργαζόταν.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top