O «Άγνωστος» που γίνεται Γνωστός

silhouette photo of mountain during night time

Γράφοντας την επιστολή του προς τους Ρωμαίους πιστούς, ο Απόστολος Παύλος είναι αυστηρός με τους ανθρώπους της εποχής του, αλλά και τους πιο παλιούς, που δεν μπόρεσαν, ή δεν θέλησαν να «γνωρίσουν» τον Θεό. Χρησιμοποιεί μάλιστα μια λέξη ιδιάζουσα για να τους χαρακτηρίσει. Τους ονομάζει «αναπολόγητους». Μια λέξη, που σημαίνει εκείνον που δεν έχει δικαιολογητικό, ή ίσως ακόμη κάποιον που δεν διαθέτει ελαφρυντικά. Είναι λοιπόν αναπολόγητοι, λέει ο Απόστολος Παύλος, «οἵτινες κατακρατοῦσι τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ».

Και προχωρεί παρακάτω ο Απόστολος Παύλος, για να προσδιορίσει δύο πηγές γνώσεως που οι άνθρωποι εκείνοι παρέβλεψαν, ενώ θα μπορούσαν θαυμάσια αξιοποιώντας την ύπαρξή τους να αυξήσουν τη γνώση τους περί του Θεού. Πρώτη πηγή, η δημιουργία γύρω τους. Δεύτερη πηγή, η Συνείδηση μέσα τους. Δύο ορόσημα, δύο πόλοι γνώσεως και γνωριμίας, που οι άνθρωποι του παλιού καιρού δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να αξιοποιήσουν κατά τον Παύλο.

Η Δημιουργία, επιμένει ο Απόστολος Παύλος, προσφέρει τη μαρτυρία της, για την ύπαρξη του Θεού «ἐπειδή τὰ ἀόρατα αὐτοῦ βλέπονται φανερῶς ἀπὸ κτίσεως κόσμου νοούμενα διὰ τῶν ποιημάτων» όπως εξηγεί ο ίδιος στην Επιστολή του (Ρωμαίους α’ 20). Αν μάλιστα κοιτάξουμε τα πράγματα από την δική μας εποχή και προς τα πίσω, μας κάνει εντύπωση ότι αυτό που συνέβαινε τότε στα παλιά χρόνια, όταν δεν είχε έρθει ακόμη στον κόσμο μας ο Ιησούς Χριστός, περιέργως και απροσδοκήτως εξακολουθεί σε ένα σημαντικό βαθμό να συμβαίνει και σήμερα.

Η Δημιουργία, το σύμπαν γύρω μας, ο κόσμος ολόκληρος που στα πλαίσιά του εμείς οι άνθρωποι αποτελούμε μια ελαχίστη, μικροσκοπική και φαινομενικά αμελητέα παρουσία, που όμως δίνει μια σαφέστατη και έντονη μαρτυρία για κάποιον Δημιουργό, που είναι αδύνατο να μην υπάρχει. Βέβαια σήμερα, και όχι μόνο σήμερα ασφαλώς, γίνεται πολλή συζήτηση και υπάρχει πολύς διαπληκτισμός ανάμεσα σε δύο ακραίες θέσεις που παίρνουν κάποιοι, άλλοι υποστηρίζοντας την άποψη της δημιουργίας του κόσμου και άλλοι συνηγορώντας για την περίφημη εξέλιξη. Στην Αμερική μάλιστα, όπου ακόμη και τα «διανοητικά ρεύματα» είναι σε μεγέθυνση, υπάρχει κυριολεκτικά πόλεμος ανάμεσα στους «Δημιουργιστές» και τους «Εξελιξιστές» (αν οι όροι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικοί), που στη δημόσια σύγκρουσή τους, παίρνουν συνήθως θέσεις ακραίες, διατυπώνοντας απόψεις και θεωρίες που όχι σπάνια αγγίζουν την υπερβολή.

Οι πρώτοι, για να μείνουν τάχα προσηλωμένοι στην αλήθεια της Βίβλου, υπολογίζουν την ύπαρξη του κόσμου μας χρονικά, επιχείρημα που στηρίζεται στην άθροιση των ετών της ηλικίας των διαφόρων προσωπικοτήτων που μνημονεύονται στη Βίβλο, ξεχνώντας όμως ότι στην ορολογία εκείνης της εποχής η λέξη «υιός» δεν σήμαινε κατ’ ανάγκη το παιδί κάποιου αλλά τον απόγονο. Επομένως η καταμέτρηση είναι κατά κανόνα λαθεμένη. Από την άλλη μεριά, οι δεύτεροι ισχυρίζονται ότι μετά το περίφημο “Big Bang” ακολούθησαν εξελίξεις και διεργασίες που μάλιστα επεκτάθηκαν σε χρόνο εκατομμυρίων ετών έτσι ώστε σιγά – σιγά να δημιουργηθεί ο κόσμος που ξέρουμε σήμερα, όχι γιατί κάποιος πίσω από τις εξελίξεις καθόριζε την πορεία τους, αλλά γιατί νομοτελειακά οι διάφορες φυσικές, χημικές ή οποιεσδήποτε άλλες διεργασίες οδήγησαν στο αποτέλεσμα που βλέπουμε σήμερα.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα σοφός για να καταλάβει ότι οι ακραίες αυτές θέσεις είναι σίγουρα λάθος. Και είναι λάθος, όχι γιατί τα επιχειρήματα δεν είναι βάσιμα, αλλά γιατί απλούστατα γίνεται απόπειρα να ερμηνευθούν κάποια φαινόμενα από αναρμόδιες πηγές. Πιο συγκεκριμένα, είναι λάθος η αντίληψη ότι συγκρούεται η πίστη με την επιστήμη. Η επιστήμη είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε για να απαντήσουμε στο «πώς». Πώς λειτουργεί το σώμα μας, πώς κινούνται τα ουράνια σώματα, πώς δημιουργούνται τα διάφορα φαινόμενα γύρω μας κοκ. Η πίστη αντίθετα (πιο σωστά, η Βίβλος) έρχεται να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί». Γιατί ήρθαμε σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί τελειώνει τόσο σύντομα η ζωή μας, γιατί τόσος πόνος, τόση δυστυχία, τόσος πόλεμος στη γη μας κοκ. Το μπέρδεμα προκύπτει όταν προσπαθούμε με την επιστήμη να απαντήσουμε στο γιατί και με τη Βίβλο να απαντήσουμε στο πώς. Τελείως διαφορετικός ο στόχος και ο σκοπός της μιας και της άλλης νοοτροπίας.

Απ’ την άλλη μεριά, η Συνείδηση μέσα μας είναι ένα φαινόμενο που προκαλεί πολλά ερωτηματικά. Πώς συμβαίνει σε όλους τους λαούς, οποιασδήποτε εποχής και οποιασδήποτε γεωγραφικής θέσης, ορισμένες έννοιες να θεωρούνται «καλές» και ορισμένες άλλες «κακές». Αυτή η έννοια του «καλού» και του «κακού» πώς υπάρχει μέσα σε όλους τους ανθρώπους, κάθε εποχής και κάθε τόπου; Είναι αυτό ακριβώς που ο Απόστολος Παύλος ονομάζει συνείδηση και γι’ αυτό τονίζει ότι «δεικνύουσι τὸ ἔργον τοῦ νόμου γεγραμμένον ἐν ταῖς καρδίαις αὑτῶν, ἔχοντες συμμαρτυροῦσαν τὴν συνείδησιν αὑτῶν καὶ τοὺς λογισμοὺς κατηγοροῦντας ἤ καὶ ἀπολογουμένους μεταξὺ ἀλλήλων» (Ρωμαίους β’ 15). Είναι λοιπόν αναπολόγητοι οι άνθρωποι της παλιάς εποχής, αλλά ασφαλώς και της καινούριας, που αδιαφορούν στη μαρτυρία που δίνει η δημιουργία γύρω τους και η συνείδηση μέσα τους, μια μαρτυρία που οδηγεί σε κάποιον προσωπικό θεό, που κινεί τα νήματα στη λειτουργία του σύμπαντος και που ενδιαφέρεται, φροντίζει και απευθύνεται και στους ανθρώπους.

Παρακολουθώντας ή ίσως πιο σωστά μελετώντας, την κίνηση τεραστίου αριθμού ουρανίων σωμάτων που αιωρούνται στο διάστημα, έχοντας καθένα τη δική του τροχιά και υπακούοντας σε νόμους που ρυθμίζουν την έλξη ή την άπωση ανάμεσά τους, θαυμάζουμε πως όλα αυτά υπάρχουν, κινούνται, διαγράφουν την τροχιά τους, χωρίς ποτέ να συγκρούονται και χωρίς ποτέ να φτάνουν σε αδιέξοδο. Ποιος λοιπόν είναι ο πιο «εύπιστος» από τους δυο; Αυτός που θα ισχυριστεί ότι πρέπει να υπάρχει πίσω απ’ αυτά ένας μεγάλος Νους, ή εκείνος που αποδίδει τα πάντα στην τύχη; Δηλαδή η φράση «όλα αυτά τα έκανε ο Θεός» ή η ετυμηγορία «όλα έγιναν μόνα τους, στην τύχη» – ποια απ’ τις δύο αυτές διατυπώσεις είναι η πιο παράλογη;

Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί παρά να υπάρχει ο Θεός, το επόμενο ερώτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι πού βρίσκεται, πώς θα μάθουμε για Κείνον, πώς θα Τον πλησιάσουμε; Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά μας την δίνει ξεκάθαρα στον πρόλογο του Ευαγγελίου του ο Ιωάννης, που αναφέρει: «Οὐδεὶς εἶδέ ποτε τὸν Θεόν· ὁ μονογενής Υἱός, ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐφανέρωσεν αὐτόν.» (Ιωάννης α’ 18). Και πιο εκφραστικά στο αρχείο κείμενο: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο.». Και το ρήμα που χρησιμοποιεί ο Ιωάννης «το ἐξηγέομαι» σημαίνει, όπως ισχυρίζονται τα λεξικά, φανερώνω, σημαίνει αποκαλύπτω, σημαίνει κάνω γνωστό. Επομένως, η εμφάνιση του Ιησού Χριστού στην ιστορία, είναι ουσιαστικά η εμφάνιση του ίδιου του Θεού, που αποφασίζει να πλησιάσει τους ανθρώπους με τρόπο τώρα πολύ πιο ξεκάθαρο και προσιτό. Η γέννηση του Ιησού Χριστού στον κόσμο μας αποτελεί τη μεγάλη στροφή στη ροή της ιστορίας και στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους, γιατί από δω κι εμπρός τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Εκείνος ο «άγνωστος Θεός», που ο Παύλος συνάντησε το βωμό του όταν επισκέφτηκε την αρχαία Αθήνα, από άγνωστος τώρα γίνεται γνωστός. Από αόρατος τώρα γίνεται ορατός. Από απρόσιτος, τώρα είναι προσιτός. Μια τεράστια διαφορά που αγγίζει τη ζωή και την πορεία, αλλά και το αιώνιο μέλλον κάθε ανθρώπου. Ακόμα και εκείνου που δεν το ξέρει, ακόμα κι εκείνου που το αγνοεί.

Να για ποιο λόγο η επεξήγηση που δίνει για την αποστολή Του ο Χριστός λέγοντας ότι «ήρθε να ζητήσει και να σώσει το απολωλός». Είναι το σπουδαιότερο, το ενδοξότερο, αλλά και το πιο αισιόδοξο μήνυμα του καιρού μας. Γιατί τώρα πια, ο Θεός δεν είναι άγνωστος, ούτε μακρυσμένος. Είναι προσιτός σε όλους εμάς δια του Ιησού Χριστού. Αυτό ακριβώς είναι και το μήνυμα της Καινής Διαθήκης, που απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, ακόμα και σε κείνους που θέλουν να το αγνοούν. Ακόμα και σε κείνους που θέλουν να το απορρίψουν.

Σε μια εποχή ανώμαλη, ταραγμένη, μπερδεμένη, όπως η δική μας, το φως του Ιησού Χριστού είναι η μόνη ελπίδα του κόσμου. Αρκεί να το κοιτάξουμε σωστά και να σταθούμε απέναντί του με ταπείνωση και ειλικρίνεια, ώστε να φτάσει στις καρδιές μας. Ένας μεγάλος στόχος, ένα όμορφο ιδανικό, που δεν αποτελεί ουτοπία. Είναι πραγματοποιήσιμο, έστω και σε μικρή κλίμακα, αρκεί να το θελήσουμε, να το πιστέψουμε και να το αποδεχτούμε. Όταν ο Φίλιππος, ο μαθητής του Ιησού Χριστού, απευθύνθηκε στον Δάσκαλό Του με το αίτημα: «Κύριε, δεῖξον εἰς ἡμᾶς τὸν Πατέρα καὶ ἀρκεῖ εἰς ἡμᾶς.», ο Χριστός του απαντάει με παράπονο: «Τόσον καιρὸν εἶμαι μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ δὲν μὲ ἐγνώρισας, Φίλιππε; ὅστις εἶδεν ἐμὲ εἶδε τὸν Πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, Δεῖξον εἰς ἡμᾶς τὸν Πατέρα;» (Ιωάννης ιδ’ 9). Ένα παράπονο, πιο σωστά μια σημαντικότατη επισήμανση, που απευθύνει ασφαλώς και σε κάποιους από μας ο Ιησούς Χριστός.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top