Υποψίες αντισημιτισμού στον Ιωάννη και στον Παύλο

text

Είναι βέβαιο πως μέσα στην ιστορία υπήρξαν αντισημιτικές ερμηνείες χωρίων της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα χωρία από το Ευαγγέλιο του απ. Ιωάννη και τις Επιστολές του απ. Παύλου1. Κανένας σοβαρός μελετητής της ιστορίας δεν μπορεί να αντικρούσει αυτήν την πραγματικότητα. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη αλλά και οι Επιστολές του Παύλου  έγιναν αρκετές φορές εφαλτήρια ανάπτυξης χριστιανικού αντισημιτισμού στη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας. Τίθεται, λοιπόν, το εξής ερώτημα: κατά πόσο οι ερμηνείες αυτές αντανακλούν τη θεολογία της Καινής Διαθήκης; Αποτελεί άραγε η Καινή Διαθήκη πραγματική πηγή ενός αντισημιτικού αισθήματος ή μιας αντιιουδαϊκής  θεολογίας; 

Πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα που δημιουργείται αφορά την πρόθεση των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, δηλαδή του Ιωάννη και του Παύλου. Αυτό που μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε είναι κατά πόσο οι φράσεις που οι συγγραφείς χρησιμοποιούν στα γραπτά τους, οι οποίες εγείρουν υποψίες αντισημιτικής στάσης στον σημερινό αναγνώστη, πράγματι γράφτηκαν μ’ αυτήν την πρόθεση, δηλαδή κατά πόσο αποτελούν παράγωγα μιας πρωτοχριστιανικής αντισημιτικής ή αντιιουδαϊκής τοποθέτησης. Στο άρθρο αυτό, εφόσον δεν έχουμε χώρο για εκτενή ανάλυση, θα συνοψίσω το πρόβλημα αναφέροντας τις πιο σημαντικές φράσεις στον Ιωάννη και στον Παύλο που έχουν χρεωθεί με αντισημιτισμό και θα παραθέσω τους λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι μια τέτοια ανάγνωση είναι μάλλον ξένη προς τη θεολογία των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης. 

Πιθανές αντιιουδαϊκές τάσεις στον Ιωάννη και στον Παύλο

Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη έχει ερμηνευτεί με τρόπο που αντανακλά έναν μισαλλόδοξο χριστιανισμό, έναν χριστιανισμό που καταφέρεται έντονα ενάντια στους Ιουδαίους, είτε ως θρησκευτική πεποίθηση είτε ως έθνος2. Γι’ αυτόν τον λόγο, πολλοί σχολιαστές βλέπουν στο τέταρτο Ευαγγέλιο μια έντονη φυλετική αντισημιτική διάσταση ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια θρησκευτική αντιιουδαϊκή στάση. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Το πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο ο Ιωάννης παρουσιάζει τους «εχθρούς» του Ιησού, χρησιμοποιώντας τη λέξη «Ιουδαίος»3. Ο Ιωάννης ζωγραφίζει την ομάδα των «Ιουδαίων» αρνητικά, δηλαδή σαν μια ομάδα με έντονες εχθρικές διαθέσεις, οι οποίοι όχι μόνο δεν κατανοούν την αλήθεια, αλλά επιθυμούν να τη διαστρεβλώσουν και να την αποσιωπήσουν με φόνο.  Το Ευαγγέλιο βλέπει τους «Ιουδαίους» ως τους ηθικούς αυτουργούς της σταύρωσης του Ιησού (π.χ. Ιω. 5:16, 18 και 10:31)4, κι αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με τρόπο που προσάπτει στον συγγραφέα το αίσθημα της αγανάκτησης, του θυμού ή και του μίσους ενάντια σ’ αυτήν την ομάδα ανθρώπων. Η κατηγορία για αντιιουδαϊκή διάθεση από μέρους του Ιωάννη φαίνεται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ομαδοποιεί τους εχθρούς του Ιησού με τέτοιο τρόπο, ώστε ενοχοποιεί όχι μεμονωμένα άτομα για τις επιλογές τους, αλλά όλο το έθνος ή την ιουδαϊκή θρησκεία.  

Η έννοια της λέξης «Ιουδαίος» επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο με το περιστατικό που καταγράφεται στο κεφάλαιο 8 του Ευαγγελίου (Ιω. 8:31-59). Στον διάλογο που κάνει ο Ιησούς με τους «Ιουδαίους» (δες 8:31), εκείνοι προσδιορίζουν την ταυτότητά τους σε σχέση με τον Αβραάμ και ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοί του (8:33, 39), αλλά ο Ιησούς φαίνεται να αρνείται τον ισχυρισμό αυτό, λέγοντας ότι «ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστε» (Ιω. 8:44). Μ΄ αυτόν τον τρόπο ο Ιησούς προσδιορίζει την ταυτότητα της ομάδας των Ιουδαίων ως σατανική5. Στη συνάφεια του Ευαγγελίου η δήλωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι απευθύνεται σε όλο το Ιουδαϊκό έθνος ή στην ιουδαϊκή θρησκεία, με αποτέλεσμα την τροφοδότηση μιας αντισημιτικής ή αντιιουδαϊκής ιδεολογίας.    

Το πρόβλημα διογκώνεται ακόμα περισσότερο με την πρόταση ορισμένων θεολόγων ότι το Ευαγγέλιο του Ιωάννη συντάχτηκε κάτω από συνθήκες αντιπαλότητας μεταξύ της πρώιμης Εκκλησίας και της ιουδαϊκής κοινότητας. Σ’ αυτήν την περίπτωση  οι ιστορίες του τέταρτου Ευαγγελίου που εξιστορούν διαμάχες του Ιησού με τους «Ιουδαίους» αντανακλούν την έχθρα της τοπικής Εκκλησίας με τη γειτονική συναγωγή, και έχουν καταγραφεί με στόχο να χρωματίσουν τους «Ιουδαίους» της εποχής του Ιωάννη ως εχθρούς του Ιησού. Σύμφωνα με την τοποθέτηση αυτή, η προειδοποίηση του Ευαγγελίου στους μαθητές ότι «ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς» (Ιω. 16:2, αλλά και 9:22, 12:42) δεν απευθύνεται σε συνθήκες της εποχής του Ιησού, αλλά σε συνθήκες της εποχής του Ιωάννη, στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.6 Η πρόταση αυτή ορίζει την ιστορική συνάφεια της συγγραφής του Ευαγγελίου με τέτοιο τρόπο, ώστε ο αναγνώστης ενθαρρύνεται να αποδώσει στον συγγραφέα κίνητρο αντιιουδαϊκής τάσης.    

Μια παρόμοια πολεμική στάση απέναντι στον Ιουδαϊσμό διακρίνεται από κάποιους και στις επιστολές του Παύλου, ο οποίος φαίνεται να καταφέρεται ενάντια στους Ιουδαίους και στον Μωσαϊκό νόμο. Το επιχείρημα του Παύλου ενάντια στους Ιουδαίους σ’αυτήν την περίπτωση συνοψίζεται σε δύο κύρια σημεία: οι Ιουδαίοι σφάλλουν, επειδή απέρριψαν τον Μεσσία κι επειδή επαναπαύονται για τη σωτηρία τους στην τήρηση του Μωσαϊκού νόμου7 (π.χ., Ρωμ. 3:20 και η λύση που δίνει ο Χριστός στο 3:21-26). Όμως η κατηγορία για αντιιουδαϊκή στάση στον Παύλο δεν αφορά απλώς την έκθεση των θεολογικών του διαφοροποιήσεων από τον Ιουδαϊσμό, αλλά στον τρόπο που παρουσιάζει τον Ιουδαϊσμό. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Παύλος διακατέχεται από τέτοια εναντίωση στον Ιουδαϊσμό, ώστε δεν διστάζει να παραποιεί τις πεποιθήσεις των Ιουδαίων της εποχής του, να ομαδοποιεί τους Ιουδαίους με αρνητικό πρόσημο και να τους καταδικάζει ομαδικά.  

Για παράδειγμα, ο Sanders επιχειρηματολογεί ότι ο νομικίστικος Ιουδαϊσμός που παρουσιάζει ο Παύλος, ένας Ιουδαϊσμός χωρίς χάρη και πίστη, δεν υπήρξε ποτέ, αλλά αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση μια παρανόηση του Παύλου. Μάλιστα, ο Sanders δεν μπορεί να βρει την πραγματική αιτία για την οποία ο Παύλος απορρίπτει τον Ιουδαϊσμό και γι’ αυτό ο ίδιος συμπεραίνει: «Αυτό είναι το λάθος που βρίσκει ο Παύλος στον Ιουδαϊσμό: δεν είναι Χριστιανισμός»8. Θεωρεί, δηλαδή, ότι ο Παύλος ανέλυσε τον Ιουδαϊσμό της εποχής του με προκατάληψη.   

Κάτω από το ίδιο πρίσμα ερμηνεύεται και η έντονη εναντίωση του Παύλου στις διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου (ιδιαίτερα στην εντολή της περιτομής, στις διατάξεις για καθαρότητα στα φαγητά και στην τήρηση του Σαββάτου), η οποία εναντίωση ενισχύει το επιχείρημα περί πολεμικής του Παύλου ενάντια στους Ιουδαίους. Για τον Παύλο ο νόμος αποτελεί πλέον «παλαιά» διαθήκη και συνεπώς όσοι τον ασπάζονται βρίσκονται στο σκοτάδι και παραμένουν τυφλοί, αφού δεν μπορούν να δουν φως.9 Μάλιστα, ο Παύλος γράφει για όσους ταυτίζονται με τον Μωσαϊκό νόμο ότι είναι καταραμένοι:

«Ὅσοι γὰρ ἐξ ἔργων νόμου εἰσίν, ὑπὸ κατάραν εἰσίν· γέγραπται γὰρ ὅτι ἐπικατάρατος πᾶς ὃς οὐκ ἐμμένει πᾶσιν τοῖς γεγραμμένοις ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τοῦ ποιῆσαι αὐτά» (Γαλ. 3:10)10.  

Άλλη μια αναφορά που φαίνεται να παρουσιάζει μια αρνητική εικόνα του Παύλου για τους Ιουδαίους είναι αυτή στην Α’ Θεσσαλονικείς. Εκεί ο Παύλος παραβάλλει την εμπειρία του διωγμού των Θεσσαλονικέων με αυτήν της Εκκλησίας στην Παλαιστίνη, η οποία σύμφωνα με τον Παύλο διώχθηκε «από τους Ιουδαίους» (Α’ Θεσ. 2:14), τους οποίους στη συνέχεια χαρακτηρίζει ως εξής:

«τῶν καὶ τὸν κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς προφήτας καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων καὶ θεῷ μὴ ἀρεσκόντων καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων» (Α’ Θεσ. 2:15).

Τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί πολύ εύκολα μπορούν να ερμηνευτούν ως αντιιουδαϊκοί, δηλαδή, υποκινούμενοι από μια αντιπάθεια ή κάποιου είδους έχθρα, η οποία παραποιεί τα δεδομένα εις βάρος του ιουδαϊκού έθνους ή της ιουδαϊκής θρησκείας. 

Μια σύντομη ανταπόκριση 

Τι είδους απαντήσεις έχουν δοθεί στην κατηγορία ύπαρξης θρησκευτικού αντιιουδαϊσμού στα γραπτά της Καινής Διαθήκης; Είναι πράγματι ένοχοι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης; Κι αν όχι, τότε πώς μπορούν να ερμηνευτούν οι αντιιουδαϊκές τάσεις που συναντάμε στα γραπτά των Αποστόλων; Οπωσδήποτε το θέμα είναι μεγάλο και οι ερμηνευτικές του πτυχές πολλές. Μια περιεκτική απάντηση του θέματος προϋποθέτει την εξέταση τόσο των ιστορικών, πραγματολογικών συνθηκών στις οποίες έγραψαν οι συγγραφείς, όσο και των ερμηνευτικών, σημασιολογικών ορίων του κειμένου, λαμβάνοντας υπόψη το λογοτεχνικό ύφος και τη ρητορική των συγγραφέων. Επίσης, ο ερευνητής δεν μπορεί να αγνοήσει την πτυχή της θεολογίας, οπότε και καλείται να εξετάσει ποιο ερμηνευτικό συμπέρασμα ταιριάζει καλύτερα με το ευρύτερο θεολογικό σχήμα των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης. Επειδή όμως μια ολοκληρωμένη ανάπτυξη του θέματος είναι αδύνατο να γίνει στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, θα παραθέσω επιγραμματικά μερικές σκέψεις ως μια πρώτη ανταπόκριση, που ίσως ορίζουν και τη γενική κατεύθυνση μιας πιο ολοκληρωμένης απάντησης. 

Μια πρώτη, πολύ σημαντική διευκρίνιση που πρέπει να γίνει στην αρχή του διαλόγου, αφορά τον ορισμό των λέξεων «αντισημιτισμός» και «αντιιουδαϊσμός». Μια τέτοια διευκρίνιση θα βοηθήσει όλες τις πλευρές, καθώς πρέπει να δουλέψουν με κοινούς ορισμούς, ώστε, αν υπάρξει κατηγορία, αυτή να προσδιορίζεται ευκρινώς, αλλά και για να εντοπίζονται με ακρίβεια (ή να απορρίπτονται) πιθανές αντιιουδαϊκές τάσεις στην Καινή Διαθήκη. Έτσι, ενώ κάποιες φορές οι λέξεις «αντισημιτισμός» και «αντιιουδαϊσμός» χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες από σύγχρονους ερευνητές, κάποιοι άλλοι διακρίνουν διαφορετικές έννοιες στις λέξεις αυτές. Για παράδειγμα, ο Flannery πολύ σωστά διαφοροποιεί τον «αντισημιτισμό» από τον «αντιιουδαϊσμό», εξηγώντας ότι ο πρώτος όρος συστήνει μια εθνική διάκριση, ενώ ο δεύτερος επικοινωνεί τη θρησκευτική απόσπαση του χριστιανισμού από τον Ιουδαϊσμό. Ο «αντιιουδαϊσμός», δηλαδή, αναφέρεται σε μια καθαρά θεολογική διάκριση, όχι εθνική11

Μια δεύτερη σημαντική διευκρίνιση αφορά στο είδος των αντιπαραθέσεων που προκύπτουν στην Καινή Διαθήκη. Ο ερευνητής των γραφών καλείται να προσδιορίσει το είδος της αντιπαράθεσης, είτε αυτή συμβαίνει μεταξύ του Ιησού και της ηγεσίας του Ισραήλ είτε μεταξύ των Αποστόλων και της ιουδαϊκής παράδοσης. Το επιχείρημα που προτάσσεται είναι ότι οι αντιπαραθέσεις αυτές δεν περιέχουν μια κριτική εκ των έξω, ώστε αυτή να χαρακτηριστεί «αντισημιτική», αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ενδο-εβραϊκού διαλόγου, ή αλλιώς, μιας ενδοθρησκευτικής πολεμικής12. Έτσι, για παράδειγμα, παρόμοια κριτική στάση παρουσίασαν και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς όμως να προκαλούν υποψίες αντισημιτισμού ή αντιιουδαϊσμού. Επομένως, καλούμαστε να εξετάσουμε το εξής πιθανό ενδεχόμενο, ότι ο Ιησούς και οι Απόστολοι ενήργησαν «ενδο-ιουδαϊκά», ασκώντας μια προφητική κριτική προς το ίδιο τους το έθνος ή τη θρησκεία. Θυμίζουμε ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης που παρουσιάζουν την πιο έντονη κριτική απέναντι στους «Ιουδαίους» έχουν γραφεί από Ιουδαίους συγγραφείς.  

Σχετικά με τις αναφορές στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, πρώτα καλούμαστε να μελετήσουμε την αρνητική χρήση της λέξης «Ιουδαίος». Μια πρώτη έρευνα δείχνει ότι ο ιστορικός ή σημασιολογικός προσδιορισμός της ομάδας στην οποία αναφέρεται ο Ιωάννης δεν είναι εύκολος, καθώς έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες. Όταν αναφέρεται, δηλαδή, ο Ιωάννης στην ομάδα των «Ιουδαίων», σε ποιους αναφέρεται; Στους ηγέτες του Ισραήλ13; Στους κατοίκους της Ιουδαίας;14 Στους ομοεθνείς του που τάσσονται υπέρ του κόσμου αυτού15; Σε προηγούμενο άρθρο16 προτείνω μια πιθανή ερμηνεία της λέξης, που σχετίζεται τόσο με την ιστορική συνάφεια του ιουδαϊκού έθνους, αλλά και τη ρητορική πρόθεση του Ιωάννη να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητα των «Ιουδαίων» όχι πλέον εθνικά αλλά μεσσιανικά, δηλαδή, μέσω του Χριστού. Σε αυτήν την περίπτωση ο Ιωάννης δεν εναντιώνεται ούτε εχθρεύεται τον Ιουδαϊσμό, αλλά προτάσσει μια εναλλακτική ερμηνεία για το ποιος είναι ο αληθινός Ιουδαίος. Εάν εξετάσουμε το ενδεχόμενο αυτό, ιδιαίτερα μέσα στο πλαίσιο ενός ενδο-ιουδαϊκού διαλόγου, πιστεύω ότι ο Ιωάννης προσπαθεί να δείξει στους σύγχρονους ομοεθνείς του ότι με τη στάση τους αρνούνται την αληθινή τους ταυτότητα. Αυτή η ερμηνευτική τοποθέτηση εξηγεί καλύτερα τις λίγες θετικές αναφορές στους «Ιουδαίους», όπως επίσης και τον τελικό συγγραφικό στόχο του Ευαγγελίου, όπως αυτός δηλώνεται στο Ιω. 20:31:

«ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».  

Παρόμοια ερωτήματα καλούμαστε να απαντήσουμε και στην περίπτωση του Παύλου. Σε ποιους απευθύνεται ο Παύλος, όταν ασκεί κριτική για την τήρηση του νόμου; Απευθύνεται σε «ιουδαΐζοντες» χριστιανούς, σε εθνικούς χριστιανούς ή σε μη-χριστιανούς Ιουδαίους; Επίσης, πώς βλέπει ο Παύλος τον εαυτό του σε σχέση με τον Ιουδαϊσμό; Έχει αποσχιστεί από αυτόν ολοκληρωτικά, έχοντας προσαρτηθεί σε μια νέα θρησκευτική κοινότητα ή συνεχίζει να βλέπει τον εαυτό του μέρος της ιουδαϊκής παράδοσης17; Οι απαντήσεις που θα δώσει ο ερευνητής στα ερωτήματα αυτά θα καθορίσουν ανάλογα και την ερμηνευτική του κατανόηση. Πιστεύω ότι η πολεμική που διακρίνεται στα γραπτά του Παύλου πρέπει να ερμηνευτεί στο πλαίσιο της νέας κατανόησης που ο ίδιος έχει για τον λαό του Θεού μετά την αποδοχή των εθνών, η οποία αποδοχή, για τον Παύλο, δεν αποτελεί ένα καινούριο, διαφορετικό σχέδιο, αλλά ξετυλίγει την εκπλήρωση προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Επομένως, όπως και στην περίπτωση του Ιωάννη, ο Παύλος υπερασπίζεται την ιουδαϊκή παράδοση (δεν την εχθρεύεται), προτάσσοντας την αληθινή της ερμηνεία. Αυτή η ερμηνευτική τοποθέτηση εξηγεί τις λίγες θετικές αναφορές που κάνει ο Παύλος στον νόμο και στην υπακοή των εντολών, αφού ο ίδιος μάλλον δεν εναντιώνεται στο περιεχόμενο του νόμου, αλλά διαφοροποιείται στον τρόπο εφαρμογής του νόμου (δες Ρωμ. 7:12 και 8:4). Σύμφωνα με τον Παύλο, οι διατάξεις του νόμου δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη ζωή του ανθρώπου, είτε Ιουδαίου είτε εθνικού, χωρίς την περιτομή της καρδιάς που επιτυγχάνει το Πνεύμα. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο, εναντιώνεται στην ίδια του την παράδοση, αφού, σύμφωνα με τον Παύλο, ο νόμος του Θεού επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή:

«Ὅσοι γὰρ ἐξ ἔργων νόμου εἰσίν, ὑπὸ κατάραν εἰσίν· γέγραπται γὰρ ὅτι ἐπικατάρατος πᾶς ὃς οὐκ ἐμμένει πᾶσιν τοῖς γεγραμμένοις ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τοῦ ποιῆσαι αὐτά» (Γαλ. 3:10). 

 Επίλογος 

Ως χριστιανική κοινότητα, είτε το θέλουμε είτε όχι, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μια ερμηνευτική πρόκληση: τον πιθανό εντοπισμό αντιιουδαϊκών τάσεων μέσα στην Καινή Διαθήκη. Η αρχή της ειλικρίνειας μας εμποδίζει να αρνηθούμε την ύπαρξη της πρόκλησης. Ως χριστιανοί δεν έχουμε τη δυνατότητα να αγνοήσουμε τα «προβληματικά» χωρία, καθώς και αυτά αποτελούν μέρος της θεόπνευστης αποστολικής παράδοσης. Επίσης, εάν αμελήσουμε την πρόκληση σήμερα, ίσως αφήσουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο μελλοντικής παραποίησης ή παρανόησης του μηνύματος της Καινής Διαθήκης, με τραγικές επεκτάσεις και εφαρμογές. Πώς μπορεί η Εκκλησία να ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτή, αλλά και σε άλλες παρόμοιες ερμηνευτικές προκλήσεις της εποχής μας; 

Πρώτα, η Εκκλησία καλείται να αποφεύγει βιαστικά ερμηνευτικά συμπεράσματα και να αποκτήσει μια ευρύτερη  κατανόηση της περιπλοκότητας που συνοδεύουν αυτές τις προκλήσεις. Έπειτα, η Εκκλησία καλείται να αναγνωρίσει την ανάγκη μιας συλλογικής προσέγγισης του θέματος, καθώς τα συμπεράσματα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αφορούν μεμονωμένα άτομα, αλλά την Εκκλησία στο σύνολό της. 

Τέλος, πιστεύω ότι οι προκλήσεις αυτές αντιμετωπίζονται με έρευνα από ανθρώπους που μπορούν να ερευνήσουν με υπευθυνότητα και σε βάθος, και αυτοί με τη σειρά τους θα ενημερώσουν την Εκκλησία και θα συμμετέχουν στον διάλογο. Συνεπώς, παράλληλα με την πνευματική άσκηση της προσευχής, η Εκκλησία χρειάζεται κατάρτιση στην άσκηση της ερμηνευτικής. 

  1.  Δες το επιχείρημα του Jules Isaac, Jésus et Israël, Paris: Albin Michel, 1948, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ της ύπαρξης αντισημιτισμού στην Καινή Διαθήκη. Για μια ευρύτερη έρευνα του θέματος δες τις μελέτες των W. Eckert, N. Levinson, και M. Stöhr, επιμ., Antijudaismus im Neuen Testament? Exegetische und systematische Beiträge, Munich: Kaiser, 1967, του Alan T. Davies, επιμ., Antisemitism and the Foundations of Christianity. New York: Paulist, 1979, και του Terence L. Donaldson, Jews and Anti-Judaism in the New Testament: Decision Points and Divergent Interpretations, Waco: Baylor University Press, 2010.
  2.  Μια πρώτη περιγραφή των αντιιουδαϊκών τάσεων στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και πώς αυτές οι τάσεις θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως αντισημιτικές, παρουσιάζει ο James Parkes, The Conflict of the Church and the Synagogue: A Study in the Origins of Anti-Semitism, London: Soncino, 1934.
  3.  Ο Ιωάννης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ομάδα των «Ιουδαίων», κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η λέξη «Ιουδαίος» εμφανίζεται 70 φορές στο τέταρτο Ευαγγέλιο, σε αντίθεση με τις 16 χρήσεις συνολικά στα υπόλοιπα τρία Ευαγγέλια.
  4.  Επίσης, η λέξη «Ιουδαίος» εμφανίζεται 22 φορές στα δύο κεφάλαια που εξιστορούν τη σύλληψη, τη δίκη και τη σταύρωση του Ιησού (Ιωάννης 18-19), υπονοώντας μια στενή σχέση μεταξύ των «Ιουδαίων» και της σταύρωσης.
  5.  Ένας παράλληλος προσδιορισμός βρίσκεται στο βιβλίο της Αποκάλυψης , στις δύο από τις επτά επιστολές των εκκλησιών (την Σμύρνη και την Φιλαδέλφεια), όπου διαβάζουμε για τους Ιουδαίους ότι προέρχονται «ἐκ τῆς συναγωγῆς τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων ἑαυτοὺς Ἰουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσὶν ἀλλὰ ψεύδονται» (Απ. 3:9, και η παράλληλη δήλωση στο 2:9).
  6.  Ο Martyn θεμελιώνει τα συμπεράσματά του στο μετέπειτα ραβινικό ευχητήριο, Birkath ha-Minim («ευχή για τους αιρετικούς»), το οποίο περιλαμβάνει την προφορά ενός αναθέματος ενάντια στους χριστιανούς, και συνεπώς φαίνεται να πλαισιώνει την αποβολή τους από τη συναγωγή (J. Louis Martyn, History and Theology in the Fourth Gospel, 3η έκδοση, Louisville: Westminster John Knox Press, 2003). Για μια απάντηση σε αυτή την πρόταση, δες τον R. Kimelman, “Birkat Ha-Minim and the Lack of Evidence for an Anti-Christian Jewish Prayer in Late Antiquity,” στο Jewish and Christian Self-Definition (Philadelphia: Fortress Press, 1981), 2:226-244.
  7. Παρατήρησε ιδιαίτερα την πολεμική του Παύλου στις Επιστολές προς Γαλάτας και προς Ρωμαίους. Μάλιστα, ο Παύλος χρησιμοποιεί αποκλειστικά τον όρο «Ιουδαίος» στη Ρωμαίους 1-8, ενώ στα κεφάλαια 9-11 προτιμάει τους όρους «Ισραήλ» ή «Ισραηλίτης».    
  8. E. P. Sanders, Paul and Palestinian Judaism: A Comparison of Patterns of Religion, Philadelphia: Fortress, 1977, σελ. 552. Ο Sanders επηρέασε την ερμηνευτική προσέγγιση των Επιστολών του Παύλου, αφού η συζήτηση που άνοιξε αποτέλεσε το ξεκίνημα της «νέας προοπτικής του Παύλου». 
  9.  Δες για παράδειγμα το επιχείρημα του Παύλου στη Β’ Κορινθίους 3:1–4:6.
  10.  Δες και τον σχετικό αναθεματισμό στο Γαλ. 1:8-9.
  11.  Ο Flannery ανατρέχει την πηγή του παγανιστικού αντισημιτισμού στην Ιουδαϊκή θρησκευτική εκκεντρικότητα (Σάββατο, περιτομή, κτλ.) (Edward H. Flannery, “Anti-Judaism and Anti-Semitism: A Necessary Distinction,” Journal of Ecumenical Studies 10 [1973]: 581-588). Την ίδια διάκριση κάνουν κι άλλοι, όπως ο John Gager, The Origins of Anti-Semitism: Attitudes Toward Judaism in Pagan and Christian Antiquity, Oxford: Oxford University Press, 1983, σελ. 8-9. Από την άλλη μεριά, ο Leibig προτιμάει τον όρο «αντισημιτισμός», αν και προτείνει τον προσδιορισμό του «θεολογικού αντισημιτισμού» (Janis Ε. Leibig, “John and the ‘Jews’: Theological Anti-Semitism in the Gospel of John,” Journal of Ecumenical Studies 20 [1983]: 209-234, δες επίσης, Eldon Jay Epp, “Anti-Semitism and the Popularity of the Fourth Gospel in Christianity,” Central Conference of American Rabbis Journal 22 [1975]: 35-57, και το άρθρο του Robert Kysar, “Anti-Semitism and the Fourth Gospel,” στο Anti-Semitism and Early Christianity [Minneapolis: Fortress, 1993], 113-127). 
  12. Για το θέμα αυτό δες ιδιαίτερα τη μελέτη του Gregory Baum, The Jews and the Gospel: A Re-examination of the New Testament, Westminster: Newman, 1961, αλλά και του John Gager, The Origins of Anti-Semitism: Attitudes toward Judaism in Pagan and Christian Antiquity, Oxford: Oxford University Press, 1983, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι πηγές του χριστιανικού αντισημιτισμού βρίσκονται στην εκκλησιαστική παράδοση, η οποία παρερμήνευσε τις δηλώσεις του Παύλου. 
  13.  Urban C. von Wahlde, “The Johannine ‘Jews’: A Critical Survey,” New Testament Studies 28 (1982): 33-60.
  14.  Malcom Lowe, “Who Were the Ioudaioi?” Novum Testamentum 18 (1976): 101-130.
  15.  Rudolf Bultmann, The Gospel of John, Philadelphia: Westminster Press, 1971.
  16.  Στέφανος Μιχαλιός, “Η Ανοχή εν όψη της Αποκλειστικής Ερμηνείας: Η Πρώιμη Χριστιανική Ερμηνεία του Ιουδαϊσμού στο Πλαίσιο της Θρησκευτικής Ανοχής (Ιω. 8:44 και Απ. 2:9, 3:9),” σελ. 63-72, στο Βασιλική Ηλ. Σταθοκώστα, επιμ., Ο Ρόλος της Αγίας Γραφής στην Ειρηνική Συμβίωση των Ετεροτήτων, Αθήνα: Ελληνική Βιβλική Εταιρία, 2014. Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζω και μια πιο εκτενή έρευνα για τη χρήση της λέξης «Ιουδαίος» στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη.
  17. Τα ερωτήματα αυτά εξαρτώνται επίσης από θέμα της απεξάρτησης του πρωτοχριστιανικού κινήματος από τον Ιουδαϊσμό. Για περισσότερες πληροφορίες, δες τους James G. D. Dunn, The Partings of the Ways between Christianity and Judaism and Their Significance for the Character of Christianity, Philadelphia: Trinity, 1991, και Stephen Wilson, Related Strangers: Jews and Christians 70–170 C.E., Minneapolis: Fortress, 1995.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top