Το ευαγγέλιο σε όλες τις μορφές του

a book with a cross made out of yellow paper

όπως ο Θεός, έτσι και το ευαγγέλιο είναι ένα, αλλά ταυτόχρονα πολύπλευρο – Tim Keller

Κάποιος περιέγραψε το ευαγγέλιο σαν μια πισίνα στην οποία ένα δίχρονο παιδάκι μπορεί να τσαλαβουτήσει και ταυτόχρονα ένας ελέφαντας να κολυμπήσει. Είναι τόσο απλό που μπορείς να το πεις σε ένα παιδί και συγχρόνως τόσο βαθύ ώστε να μπορούν τα πιο ευφυή μυαλά να το εξερευνήσουν. Πραγματικά, ακόμα και οι άγγελοι δεν κουράζονται να το θεωρούν (Α’ Πέτρου 1:12). Οι άνθρωποι δεν είμαστε άγγελοι βέβαια, ωστόσο καταφέρνουμε – αντί να το μελετούμε – να λογομαχούμε γι’ αυτό.

Πριν από μια γενιά οι ευαγγελικοί συμφωνούσαν στο τι εστί «το απλό ευαγγέλιο»: (1) Ο Θεός σε δημιούργησε και επιθυμεί να έχει μια σχέση μαζί σου, (2) αλλά η αμαρτία σου σε χωρίζει από τον Θεό. (3)  Ο Ιησούς Χριστός πήρε πάνω Του την ποινή που άξιζαν οι αμαρτίες σου, (4) ώστε αν μετανοήσεις για τις αμαρτίες σου και Τον εμπιστευτείς για τη σωτηρία σου, θα συγχωρεθείς, θα ανακηρυχθείς δίκαιος, θα γίνεις πλήρως αποδεκτός μέσω της χάρης και θα κατοικηθείς από το Άγιο Πνεύμα μέχρι την ημέρα που θα πεθάνεις και θα πας στον ουρανό.

Σήμερα, υπάρχουν τουλάχιστον δύο επικρίσεις αυτής της απλής διατύπωσης. Πολλοί λένε ότι είναι πολύ ατομικιστική αυτή η θεώρηση. Δηλαδή, η σωτηρία του Χριστού δεν είναι για να φέρει την ατομική ευτυχία, αλλά την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και μια νέα δημιουργία. Η δεύτερη επίκριση είναι ότι δεν υπάρχει μονάχα ένα «απλό ευαγγέλιο», εφόσον τα πάντα στη ζωή έχουν ένα πλαίσιο εφαρμογής και η ίδια η Αγία Γραφή περιλαμβάνει πολλές παρουσιάσεις του ευαγγελίου, που υπάρχουν παρά τις εντάσεις μεταξύ τους.

Δεν είναι μόνο ένα το μήνυμα του ευαγγελίου;

Ας εξετάσουμε τη δεύτερη επίκριση πρώτα. H θεώρηση ότι δεν βρίσκουμε μόνο ένα βασικό περίγραμμα του ευαγγελίου στην Αγία Γραφή ξεκίνησε μάλλον από την εποχή της Βιβλικής Θεολογίας που αναπτύχθηκε στη Σχολή της Τυβίγγης, η οποία επέμενε ότι το ευαγγέλιο δικαίωσης που παρουσιάζει ο απ. Παύλος έχει έντονες διαφορές με το ευαγγέλιο της βασιλείας που κήρυξε ο Χριστός. Στον 20ο αιώνα, ο Βρετανός καθηγητής C. H. Dodd απάντησε με τη δήλωση ότι υπάρχει ένα ομόφωνο ευαγγέλιο στην Αγία Γραφή. Έπειτα, ο James Dunn επιχειρηματολόγησε στο βιβλίο του «Ενότητα & Ποικιλομορφία στην Καινή Διαθήκη» (1977), ότι οι διατυπώσεις του ευαγγελίου είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους που δεν μπορούμε καν να συνθέσουμε ένα περίγραμμα.

Σήμερα, εκατοντάδες ιστοσελίδες νέων Χριστιανών ηγετών παραπονιούνται ότι η παλαιότερη ευαγγελική εκκλησία ξοδεύει πολύ χρόνο διαβάζοντας την προς Ρωμαίους επιστολή αντί να εστιάζει στη διακήρυξη του Χριστού ότι «έφτασε η βασιλεία του Θεού». Όμως, αν θέλουμε να είμαστε πιστοί στην κατανόηση του ευαγγελίου που είχαν οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα, πιστεύω πως θα πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Dodd κι όχι με τον Dunn. Ο απ. Παύλος τονίζει εμφατικά ότι το ευαγγέλιο που ο ίδιος εκπροσωπεί είναι ίδιο με εκείνο που κηρύχθηκε από τους αποστόλους της Ιερουσαλήμ. «Είτε εγώ, λοιπόν, είτε εκείνοι», λέει ο απ. Παύλος αναφερόμενος στον απ. Πέτρο και τους λοιπούς, «αυτά κηρύττουμε και αυτά πιστέψατε» (Α΄ Κορ. 15:10-11). Αυτή η δήλωση προϋποθέτει ένα και μόνο περιεχόμενο του ευαγγελίου.

Ένα ευαγγέλιο, ποικίλες μορφές

Συνεπώς, ναι, ένα πρέπει να είναι το ευαγγέλιο. Ωστόσο, είναι προφανές ότι υπάρχουν διαφορικές μορφές με τις οποίες αυτό διατυπώνεται. Αυτός είναι κι ο τρόπος με τον οποίο η Αγία Γραφή μιλάει για το ευαγγέλιο και καλό είναι να τον διατηρήσουμε. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον απ. Παύλο. Ενώ από τη μια επιμένει ότι είναι μόνο ένα το ευαγγέλιο (Γαλ. 1:8), μετά αναφέρεται στο πώς ο Θεός του έχει εμπιστευτεί «το ευαγγέλιο της ακροβυστίας» σε σχέση με «το ευαγγέλιο της περιτομής» (Γαλ. 2:7).

Όταν ο απ. Παύλος μίλησε στους Έλληνες, αντιμετώπισε το είδωλο της κουλτούρας τους – της εικασίας και της φιλοσοφίας – κηρύττοντας το ευαγγέλιο της «μωρίας» του σταυρού, και παρουσίασε τη σωτηρία του Χριστού ως την αληθινή σοφία. Όταν μίλησε στους Ιουδαίους, αντιμετώπισε το είδωλο της δικής τους κουλτούρας – της δύναμης και του επιτεύγματος – κηρύττοντας το ευαγγέλιο της «αδυναμίας» του σταυρού, και παρουσίασε το ευαγγέλιο ως την αληθινή δύναμη (Α’ Κορ. 1:22-25).

Ο απ. Παύλος μετέδωσε το ευαγγέλιο με μια συγκεκριμένη μορφή για να το προσαρμόσει σε ανθρώπους που πίστευαν στις Γραφές αλλά δίδασκαν πως την ημέρα της κρίσης θα δικαιωθούν με τα έργα τους, ενώ χρησιμοποίησε μια άλλη μορφή του ευαγγελίου όταν εστίαζε στους Εθνικούς. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις είναι εμφανείς στις ομιλίες του Παύλου στις Πράξεις των Αποστόλων, καθώς κάποιες μορφές απευθύνονται στους Ιουδαίους και κάποιες στους Ειδωλολάτρες.

Υπάρχουν κι άλλες μορφές του ευαγγελίου. Πολλοί χριστιανοί έχουν επανειλημμένως παρατηρήσει ότι η γλώσσα της βασιλείας που χρησιμοποιείται στα Συνοπτικά Ευαγγέλια είναι σχεδόν απούσα στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, το οποίο συχνά μιλάει για απόκτηση της αιώνιας ζωής. Όταν όμως συγκρίνουμε το Μάρ. 10:17, 23-24, Ματ. 25:34, 46 και Ιω. 3:5, 6 και 17, βλέπουμε ότι το να «εισέλθει κάποιος στη βασιλεία του Θεού» και το να «αποκτήσει κάποιος την αιώνια ζωή» είναι το ίδιο πράγμα. Επίσης, τα χωρία στο Ματ. 18:3, Μαρ. 10:15 και Ιω. 3:3, 5, μαζί αποκαλύπτουν το γεγονός ότι η μεταστροφή, η αναγέννηση και η αποδοχή της βασιλείας του Θεού «σαν ένα παιδί», αναφέρονται στην ίδια εμπειρία.

Γιατί λοιπόν αυτή η διαφορά λεξιλογίου μεταξύ των Συνοπτικών ευαγγελίων και του κατά Ιωάννη ευαγγελίου; Όπως έχουν επισημάνει πολύ μελετητές, ο Ιωάννης δίνει έμφαση στην ατομική και εσωτερική πνευματική πτυχή της συμμετοχής στη βασιλεία του Θεού. Ο Ιωάννης προσπαθεί να δείξει πως η συμμετοχή στη βασιλεία δεν αφορά μια επίγεια κοινωνικοπολιτική τάξη (Ιω. 18:36). Από την άλλη, όταν τα Συνοπτικά ευαγγέλια μιλούν για τη βασιλεία, παραθέτουν τις πραγματικές αλλαγές που επιφέρει το ευαγγέλιο στην κοινωνία και στη συμπεριφορά του ανθρώπου. Παρατηρούμε, επομένως, στον Ιωάννη και στα Συνοπτικά ευαγγέλια δύο μορφές του ευαγγελίου – μια που δίνει έμφαση στο άτομο και μια που τονίζει τη συλλογική πτυχή της σωτηρίας μας.

Τελικά ποιο είναι το ένα και απλό ευαγγέλιο;

Ο Simon Gathercole καταθέτει ως απόσταγμα των κοινών χαρακτηριστικών που είχαν ο απ. Παύλος και οι συγγραφείς των Συνοπτικών ευαγγελίων έναν σκελετό με τρία μέρη.

Ο Gathercole γράφει πως τα καλά νέα του Παύλου ήταν πρώτον ότι ο Χριστός είναι ο υποσχεμένος μεσσιανικός Βασιλιάς και ο Υιός του Θεού που ήρθε στον κόσμο ως υπηρέτης με ανθρώπινη μορφή (Ρωμ. 1:3-4, Φιλ. 2:4-8). Δεύτερον, μέσα από το θάνατο και την ανάστασή Του, ο Χριστός έγινε η εξιλέωση των αμαρτιών μας και διασφάλισε τη δικαίωσή μας μέσω της χάρης, κι όχι μέσα από τα έργα. (Α’ Κορ. 15:3-5). Τρίτον, ο Χριστός μέσω του σταυρού έσπασε την κυριαρχία της αμαρτίας και του κακού πάνω μας (Κολ. 2:13-15), και κατά τη δεύτερη έλευσή Του θα ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε μέσω της ανανέωσης ολόκληρης της υλικής δημιουργίας και της ανάστασης των σωμάτων μας (Ρωμ. 8:18-21).

Ο Gathercole στη συνέχεια ιχνηλατεί αυτές τις τρεις πτυχές στη διδασκαλία των Συνοπτικών ευαγγελίων, ότι δηλαδή ο Ιησούς, ο Μεσσίας, είναι ο θεϊκός Υιός του Θεού (Μαρ. 1:1) που πέθανε ως λύτρο αντικατάστασης για πολλούς (Μαρ. 10:45), κατατρόπωσε τον παρόντα δαιμονικό αιώνα με όλη του την αμαρτία και το κακό (Μαρ. 1:14-2:10) και θα επιστρέψει για να αναγεννήσει τον υλικό κόσμο (Ματ. 19:28).

Αν μου ζητούσε κανείς να διατυπώσω αυτόν τον σκελετό με μία μόνο δήλωση, ίσως να έλεγα το εξής: Μέσα από το πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χριστού, ο Θεός εκπληρώνει πλήρως την σωτηρία μας, λυτρώνοντάς μας από την καταδίκη της αμαρτίας, φέρνοντάς μας σε κοινωνία μαζί Του και στη συνέχεια εκτελώντας την αποκατάσταση της δημιουργίας μέσα στην οποία θα μπορούμε να απολαμβάνουμε την καινούργια μας ζωή μαζί Του για πάντα.

Ένα από αυτά τα στοιχεία αποτέλεσε το επίκεντρο παλαιότερων διατυπώσεων του ευαγγελίου. Συγκεκριμένα, η διατύπωση ότι η σωτηρία είναι μέσω της χάρης κι όχι από τα έργα. Συνήθως αυτό που έλειπε ήταν το τελευταίο στοιχείο. Δηλαδή, ότι η χάρη φέρνει αποκατάσταση στη φύση, όπως έλεγε και ο Ολλανδός θεολόγος Herman Bavinck. Όταν το τρίτο, «εσχατολογικό» στοιχείο παραλείπεται, οι Χριστιανοί μένουν με την εντύπωση ότι τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν έχει σημασία. Θεωρητικά, αν οι Χριστιανοί αγκαλιάσουν όλα τα στοιχεία του ευαγγελίου, τότε θα ενδιαφέρονται πραγματικά και για τις μεταστροφές που φέρνει η δημόσια διακήρυξη του ευαγγελίου και για την υπηρεσία προς τον πλησίον μας και την προώθηση κάθε προσπάθειας για ειρήνη και δικαιοσύνη στον κόσμο.

Αισθανόμενοι την ένταση

Από την εμπειρία μου, έχω διαπιστώσει ότι αυτές οι ατομικές και συλλογικές πτυχές του ευαγγελίου δεν μπορούν να συνυπάρξουν εύκολα στα κηρύγματά μας και στις εκκλησιαστικές μας κοινότητες. Μάλιστα, πολλοί ομιλητές σήμερα ενσυνείδητα παρουσιάζουν τη μία πλευρά ως κόντρα προς την άλλη.

Εκείνοι που προωθούν τη συλλογική έκφραση της βασιλείας στο ευαγγέλιο, ορίζουν την αμαρτία με όρους σχεδόν αποκλειστικά συλλογικούς, θεωρώντας για παράδειγμα τον ρατσισμό, τον υλισμό και τον μιλιταρισμό ως παραβάσεις της ειρήνης του Θεού. Αυτό συχνά επισκιάζει το πόσο προσβλητική προς τον Θεό είναι η αμαρτία, και αποσιωπεί την έμφαση των ευαγγελίων για την οργή του Θεού. Επίσης, μπορεί να δοθεί η εντύπωση ότι «ο Θεός εργάζεται για την δικαιοσύνη και την ειρήνη του κόσμου, οπότε μπορείς κι εσύ να το κάνεις».

Ενώ αληθεύει το ότι η νέα αποκατεστημένη κοινωνική τάξη είναι «καλά νέα» για όσους υποφέρουν, η αναφορά μας στο ευαγγέλιο ως απλή εκτέλεση δικαιοσύνης θολώνει το γεγονός ότι η σωτηρία είναι μέσω της χάρης κι όχι μέσω των έργων. Κι αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η λέξη «ευαγγέλιο» στην Καινή Διαθήκη.

Πρόσφατα, μελέτησα όλες τις αναφορές στο κριτικό κείμενο της Καινής Διαθήκης όπου χρησιμοποιείται η λέξη «ευαγγέλιο» και συγκλονίστηκα με τη συχνότητα της έννοιας του ευαγγελίου, όχι ως τρόπου ζωής – όχι του τι κάνουμε – αλλά ως τη ρητή διακήρυξη γι’ αυτό που ο Χριστός έχει κάνει και για τον τρόπο που ο άνθρωπος μπορεί να αποκαταστήσει τη σχέση του με τον Θεό. Συχνά, οι άνθρωποι που μιλούν για τα καλά νέα του ευαγγελίου ως πράξεις ειρήνης και δικαιοσύνης αναφέρονται στο ευαγγέλιο ως «το ευαγγέλιο της βασιλείας». Όμως, η αποδοχή της βασιλείας σαν ένα μικρό παιδί (Ματ. 18:3) και η πίστη στο όνομα του Χριστού και η αναγέννηση (Ιω. 1:12-13) είναι το ίδιο πράγμα – είναι ο τρόπος με τον οποίο κάποιος μπορεί να γίνει Χριστιανός (Ιω. 3:3, 5).

Από την άλλη μεριά, οφείλω να παραδεχθώ ότι πολλοί από μας, που απολαμβάνουμε το κλασικό ευαγγέλιο, «μόνο η χάρη, μόνο μέσω της πίστης και μόνο εν Χριστώ», αγνοούμε σε μεγάλο βαθμό τις εσχατολογικές επιδράσεις του ευαγγελίου.

Διάφορες περικοπές, όπως το Λουκ. 4:18 και το Λουκ. 6:20-35, φανερώνουν ότι το ευαγγέλιο επιδρά στους πληγωμένους, τους παραγκωνισμένους και τους καταπιεσμένους, με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτοί να έχουν πλέον κεντρική θέση στην οικονομία της Χριστιανικής κοινότητας, ενώ οι δυνατοί και επιτυχημένοι να ταπεινώνονται. Ο απ. Παύλος λέει στον απ. Πέτρο ότι οι προδιαθέσεις ρατσιστικής και πολιτισμικής υπεροχής δεν συμφωνούν με το ευαγγέλιο της χάρης (Γαλ. 2:14). Επίσης, η γενναιοδωρία προς τους φτωχούς θα ρεύσει από εκείνους που επιμένουν στο ευαγγέλιο ως την ουσία της έκδηλης πίστης τους (Β’ Κορ. 9:13).

Στο Ρωμ. 2:16, ο απ. Παύλος λέει ότι η επιστροφή του Χριστού για να κρίνει τη γη αποτελεί μέρος του ευαγγελίου Του, και αν διαβάσεις το Ψαλ. 96:10-13 θα καταλάβεις το γιατί. Η γη θα ανακαινισθεί, και τα δέντρα θα ψάλλουν από χαρά. Κι αν τα δέντρα θα χορέψουν και θα ψάλλουν κάτω από την κοσμογονικά-ανανεωτική δύναμη της βασιλικής Του ιδιότητας – τι θα κάνουμε άραγε εμείς;

Αν αυτή η τελική ανακαίνιση του υλικού κόσμου αποτελεί μέρος των καλών νέων του απ. Παύλου, δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι ο Χριστός θεράπευε και τάιζε ενώ κήρυττε τα καλά νέα, ως σημεία και προγεύσεις της επερχόμενης βασιλείας (Ματ. 9:35).

Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι ο Χριστός μια μέρα θα καταστρέψει την πείνα, την ασθένεια, τη φτώχεια, την αδικία και τον ίδιο το θάνατο, αυτό κάνει τον Χριστιανισμό – όπως τον περιγράφει ο C. S. Lewis – μια «μαχόμενη θρησκεία», ιδιαίτερα καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα μια αστικής φτωχογειτονιάς ή τον θάλαμο καρκινοπαθών ενός νοσοκομείου. Η ολοκληρωμένη έκφραση του ευαγγελίου μάς θυμίζει ότι ο Θεός δημιούργησε και τον υλικό και τον πνευματικό κόσμο, κι ότι θα λυτρώσει και τον υλικό και τον πνευματικό κόσμο.

Αυτά που τώρα έχουν πάει στραβά στον υλικό κόσμο, ο Θεός θέλει να τα αποκαταστήσει. Κάποιοι αποφεύγουν τη σημαντικότητα να εργαζόμαστε για τη δικαιοσύνη και την ειρήνη με το να εστιάζουν στο Β’ Πέτρου 3:10-12, που μοιάζει να λέει πως όλα θα καταστραφούν εντελώς μέσω της φωτιάς στην τελική ανάσταση. Όμως, αν δούμε το αναστημένο σώμα του Χριστού, θα δούμε ότι διατήρησε τα σημάδια από τα καρφιά. Ο Douglas Moo, στο άρθρο του «Φύση και Νέα Δημιουργία: Εσχατολογία της Κ.Δ. και Περιβάλλον», επιχειρηματολογεί πως ο κόσμος δεν θα αντικατασταθεί, αλλά θα μεταμορφωθεί.

Κηρύττοντας τις μορφές του ευαγγελίου

Σε αυτό το σημείο ίσως να περίμενες να εξηγήσω πώς μπορούμε με τέλειο τρόπο να ενσωματώσουμε τις διαφορετικές μορφές του ευαγγελίου μέσα στα κηρύγματά μας. Δυστυχώς, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, γιατί κι εγώ ο ίδιος δεν το έχω καταφέρει. Αλλά θα σου πω, πώς επιχειρώ να το κάνω.

1.Δεν ενσωματώνω όλες τις πτυχές του ευαγγελίου σε κάθε παρουσίαση του ευαγγελίου.

Θεωρώ ωφέλιμο το γεγονός ότι οι ίδιοι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης σπάνια στριμώχνουν όλες τις πτυχές του ευαγγελίου, ή στον ίδιο βαθμό, σε μια παρουσίαση του ευαγγελίου. Αν μελετήσει κανείς τις ομιλίες του απ. Παύλου περί του ευαγγελίου που παρατίθενται στις Πράξεις των Αποστόλων, θα μείνει έκθαμβος με το πόσες πτυχές δεν αναφέρει.

Ξεκινάει πάντα προτιμώντας κάποια στοιχεία, στην προσπάθειά του να συνδέσει τις βασικές υποκείμενες πολιτισμικές ιστορίες των ακροατών του. Είναι σχεδόν αδύνατο να καλύψει κάποιος κάθε πτυχή του ευαγγελίου χωρίς ο μη-πιστός ακροατής να χαθεί στο διάστημα.

Κάποια τμήματα του ευαγγελίου βρίσκουν απήχηση στην καρδιά του ακροατή περισσότερο από άλλα, κι έτσι, αυτός που επικοινωνεί το μήνυμα του ευαγγελίου θα πρέπει να ξεκινήσει από αυτά. Στη συνέχεια, βέβαια, σε κάθε προσπάθεια ευαγγελισμού και μαθητείας, είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε όλες τις πτυχές του ευαγγελίου. Αλλά δεν ξεκινάμε με όλες τις πτυχές κάθε φορά.

2. Χρησιμοποιώ ταυτόχρονα το ευαγγέλιο για τους «εκ περιτομής» και το ευαγγέλιο για τους «εκ ακροβυστίας».

Όπως ο απ. Παύλος μίλησε για το ευαγγέλιο προς τους πιο θρήσκους (τους «εκ περιτομής») και το ευαγγέλιο προς τους ειδωλολάτρες (τους «εκ ακροβυστίας»), έτσι κι εγώ, έχω ανακαλύψει ότι το κοινό μου στο Manhattan περιλαμβάνει τους ηθικολόγους, με το θρησκευτικό υπόβαθρο, και τους μεταμοντερνιστές, με τις πλουραλιστικές κοσμοθεωρίες.

Υπάρχουν άνθρωποι από άλλες θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Ισλάμ), άνθρωποι με δυνατό Καθολικό υπόβαθρο, καθώς και άτομα που έχουν ανατραφεί σε συντηρητικές Προτεσταντικές εκκλησίες. Οι άνθρωποι με θρησκευτικό υπόβαθρο μπορούν να κατανοήσουν την ιδέα ότι η αμαρτία είναι η παραβίαση του ηθικού νόμου του Θεού. Αυτός ο νόμος μπορεί να εξηγηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλάβουν ότι δεν θα μπορέσουν ποτέ να ικανοποιήσουν πλήρως τις απαιτήσεις του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Χριστός και η σωτηρία μπορούν να παρουσιαστούν ως η μόνη ελπίδα για τη συγχώρηση των αμαρτιών. Αυτό, το παραδοσιακά ευαγγελικό ευαγγέλιο της προηγούμενης γενιάς, είναι «το ευαγγέλιο για τους εκ περιτομής».

Ωστόσο, το Manhattan είναι επίσης γεμάτο με μεταμοντέρνους ακροατές, που θεωρούν ότι όλες οι δηλώσεις ηθικού περιεχομένου είναι πολιτισμικά σχετικές και δημιούργημα της κοινωνίας. Αν επιχειρήσεις να τους ελέγξεις για την ενοχή της σεξουαλικής λαγνείας, θα σου απαντήσουν απλά, «Εσύ έχεις τις δικές σου αρχές κι εγώ έχω τις δικές μου». Αν ανταποκριθείς με μια διατριβή για τους κινδύνους του σχετικισμού, οι ακροατές σου απλά θα αισθανθούν ότι τους μαλώνεις και θα αποστασιοποιηθούν. Βέβαια, οι μεταμοντέρνοι άνθρωποι θα πρέπει κάποτε να έρθουν αντιμέτωποι με τις νερόβραστες αντιλήψεις τους περί αλήθειας, αλλά υπάρχει ένας τρόπος να τους παρουσιάσεις ένα αξιόπιστο και πειστικό ευαγγέλιο πριν καν μπεις σε τέτοια απολογητικά θέματα.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Kierkegaard στο βιβλίο του The Sickness Unto Death, ορίζω την αμαρτία ως το να χτίζεις την ταυτότητά σου, την αξία σου και την ευτυχία σου πάνω σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τον Θεό. Δηλαδή, χρησιμοποιώ τον βιβλικό ορισμό της αμαρτίας ως ειδωλολατρία. Έτσι, δεν δίνω έμφαση τόσο στο ότι «κάνουμε άσχημα πράγματα», όσο στο ότι «κάνουμε τα καλά πράγματα – τα ύψιστα πράγματα».

Αντί να τους λέω ότι αμαρτάνουν επειδή συζούν με το αγόρι τους ή το κορίτσι τους, τους λέω ότι αμαρτάνουν επειδή αποβλέπουν στις σχέσεις τους για να βρουν το νόημα της ζωής τους, ως αυτό που θα τους δικαιώσει και θα τους σώσει, που θα τους χαρίσει αυτό που θα έπρεπε να αναζητούν στον Θεό. Αυτή η ειδωλολατρία οδηγεί στο άγχος, τις εμμονές, τη ζήλεια και τη μνησικακία. Έχω ανακαλύψει πως όταν περιγράφεις τη ζωή τους ως ειδωλολατρία, οι μεταμοντέρνοι άνθρωποι δεν αντιστέκονται ιδιαίτερα σε αυτό. Έπειτα, ο Χριστός και η σωτηρία μπορούν να παρουσιαστούν όχι τόσο ως τη μόνη τους ελπίδα για συγχώρηση (τουλάχιστον όχι ακόμα), αλλά ως τη μόνη τους ελπίδα για απελευθέρωση. Αυτό είναι το ευαγγέλιό μου για τους «εκ ακροβυστίας».

3. Χρησιμοποιώ το ευαγγέλιο της «βασιλείας» και της «αιώνιας ζωής».

Έχω παρατηρήσει ότι πολλοί από τους νεότερους ακροατές μου δυσκολεύονται να πάρουν αποφάσεις ζώντας σε έναν κόσμο με άπειρες καταναλωτικές επιλογές, και νιώθουν μια σύγχυση για τη δική τους ταυτότητα σε έναν κόσμο αυτό-δημιουργίας και αυτό-προώθησης. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που συνδέονται πιο εύκολα με το ευαγγέλιο όταν η παρουσίασή του στοχεύει στο άτομο και τονίζεται το δώρο της χάρης σε αντίθεση με τα έργα. Αυτή η παρουσίαση του ευαγγελίου μοιάζει πολύ με το «ευαγγέλιο της αιώνιας ζωής» σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Βέβαια, έχω επίσης παρατηρήσει ότι πολλά ιδιαίτερα εκκοσμικευμένα άτομα, που ηλικιακά υπερβαίνουν τα 40, δεν πλησιάζονται εύκολα αν τονίζεις τα προσωπικά προβλήματα. Πολλοί μάλιστα σκέφτονται, «Ευχαριστώ πολύ, αλλά τα πάω μια χαρά». Τους απασχολούν πολύ περισσότερο τα προβλήματα του κόσμου, όπως ο πόλεμος, ο ρατσισμός, η φτώχεια και η αδικία. Έτσι, ανταποκρίνονται πολύ περισσότερο στην προσέγγιση του «ευαγγελίου της Βασιλείας» σύμφωνα με την έμφαση των Συνοπτικών ευαγγελίων.

Αντί λοιπόν να χρησιμοποιήσω, ας πούμε, μια από τις επιστολές, και να μιλήσω για το ευαγγέλιο αναφερόμενος στον Θεό, την αμαρτία, τον Χριστό και την πίστη, υπογραμμίζω την πανοραμική ιστορία της Αγίας Γραφής και αναφέρω τη δημιουργία, την πτώση, τη λύτρωση και την αποκατάσταση. Κάποτε είχαμε τον κόσμο που θέλαμε – έναν κόσμο γεμάτο ειρήνη και δικαιοσύνη, χωρίς θάνατο, αρρώστιες και διαμάχες. Μόλις, όμως, στραφήκαμε μακριά από τον Θεό, χάσαμε αυτόν τον κόσμο. H αμαρτία μάς εξαπέλυσε σκοτεινές και καταστροφικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα «όλα να αποσυντίθενται» και όλα να χαρακτηρίζονται από φυσική, κοινωνική και προσωπική αποδόμηση. Ο Ιησούς Χριστός, ωστόσο, ήρθε στον κόσμο, πέθανε ως θύμα της αδικίας, κι έγινε ο δικός μας αντικαταστάτης, παίρνοντας την ποινή όλου του δικού μας κακού και της αμαρτίας πάνω Του. Αυτό Τον κατέστησε ικανό να κρίνει μια μέρα τον κόσμο και να καταστρέψει κάθε ίχνος θανάτου και κακού, δίχως να καταστρέψει εμάς τους ίδιους.

4. Χρησιμοποιώ όλες τις μορφές του ευαγγελίου και αφήνω κάθε ομάδα ακροατών να με ακούει να μιλώ στη διπλανή της.

Καμιά μορφή παρουσίασης του ευαγγελίου δεν τονίζει όλες τις πτυχές ολόκληρου του ευαγγελίου. Αν, λοιπόν, κηρύττεις μόνο μια μορφή, αυτόματα είσαι σε κίνδυνο να προσφέρεις στους ανθρώπους σου μια μη ισορροπημένη δίαιτα αληθειών του ευαγγελίου. Ποια είναι η εναλλακτική; Μην κηρύττεις μόνο μια μορφή του ευαγγελίου. Αυτό, άλλωστε, δεν αντανακλά την ποικιλία των κειμένων της Γραφής; Αν κηρύττεις τη Γραφή εδάφιο-εδάφιο, οι διαφορετικές περικοπές θα αποδώσουν και διαφορετικές μορφές του ευαγγελίου. Κήρυττε, λοιπόν, διάφορα κείμενα της Γραφής, και το κοινό σου θα ακούσει διαφορετικά σημεία.

Μα αυτό δεν θα μπερδέψει τον κόσμο; Όχι, θα τον διαμορφώσει. Όταν μια ομάδα ακροατών – ας πούμε οι μεταμοντερνιστές – ακούσουν μια κατανυκτική παρουσίαση της αμαρτίας ως ειδωλολατρία, τότε θα ανοιχτούν στην ιδέα της αμαρτίας ως κάτι που λυπεί και προσβάλλει τον Θεό. Η αμαρτία ως μια προσωπική προσβολή ενός τέλειου και άγιου Θεού, θα αρχίσει να βγάζει πιο πολύ νόημα, κι έτσι όταν ακούσουν αυτή την αλήθεια σε μια άλλη μορφή του ευαγγελίου, θα έχει κάποια βαρύτητα.

Όταν οι πιο παραδοσιακοί άνθρωποι που έχουν πιο ανεπτυγμένη κατανόηση της ηθικής ενοχής μάθουν για την εξιλέωση μέσω της αντικατάστασης και για την δικανική δικαίωση, θα βρουν παρηγοριά. Όμως, αυτές οι κλασικές δογματικές τοποθετήσεις έχουν βαθιές επιπτώσεις στην επούλωση σχέσεων που έχουν πληγεί από τον ρατσισμό και στην αγάπη για τον φτωχό, αφού καταστρέφουν κάθε υπερηφάνεια και αυτοδικαίωση.

Όταν οι περισσότερο φιλελεύθεροι άνθρωποι ακούν για τη βασιλεία του Θεού και την αποκατάσταση του κόσμου, ανοίγονται και στην ιδέα την βασιλικής εξουσίας του Χριστού, η οποία απαιτεί την υπακοή τους στο επίπεδο της προσωπικής τους ζωής. Εν ολίγοις, κάθε μορφή του ευαγγελίου, μόλις αγγίξει την καρδιά του ακροατή, θα τον ανοίξει σε όλες τις υπόλοιπες πτυχές του, οι οποίες είναι πιο εμφανείς στις υπόλοιπες μορφές του ευαγγελίου.

Σήμερα, πολλοί αμφισβητούν ότι υπάρχει μόνο ένα ευαγγέλιο. Αυτό τους δίνει το δικαίωμα να αγνοήσουν το ευαγγέλιο του εξιλασμού και της δικαίωσης. Άλλοι πάλι, δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι υπάρχουν διαφορετικές μορφές του ευαγγελίου. Αυτό, όμως, αφαιρεί τη δύναμη της έκφρασης του ευαγγελίου σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια· τα άτομα αυτά συνήθως αποφεύγουν τον όρο «συγκειμενοποίηση» πάση θυσία. Προσκολλώνται σε ένα μόνο είδος παρουσίασης, που συχνά είναι μονοδιάστατη. Καμία από τις δύο αυτές προσεγγίσεις δεν είναι πιστές στο περιεχόμενο της Βίβλου, ούτε και ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην διακονία, και έρχονται σε αντίθεση με την προσέγγιση που κατανοεί ότι η Αγία Γραφή παρουσιάζει ένα ευαγγέλιο, σε ποικίλες μορφές.


Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top