Το αντανακλαστικό της κοινής χάρης

brown wooden blocks on white surface

Η παγκόσμια υγειονομική κρίση δεν έφερε ένα τέλος στις μεγάλες μετατοπίσεις που γίνονται στον δυτικό πολιτισμό, απεναντίας τις επιτάχυνε. Μέσα στην πανδημία αναδύθηκε το δικό μας αντίστοιχο κίνημα #metoo, καθώς βγήκε μία πληθώρα καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση από ανθρώπους στην εξουσία. Επίσης, η καραντίνα έφερε περισσότερο στο φως την κακή μεταχείριση των προσφύγων από τις αρχές, με την άθλια κατάσταση στους κρατικούς καταυλισμούς να κορυφώνεται με την πυρκαγιά που ισοπέδωσε τη Μόρια. Αυτά τα γεγονότα έχουν φέρει το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης στο παρασκήνιο με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Πλέον ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται σε έναν μεγάλο βαθμό γύρω από αυτά καθώς και άλλα σχετικά ζητήματα.

Κάποιοι βέβαια φέρνουν αντίσταση σ’ αυτήν την έντονη ενασχόληση με την κοινωνική δικαιοσύνη, μεταξύ τους και αρκετοί Χριστιανοί. Ισχυρίζονται πως οι ακτιβιστές δεν αφήνουν χώρο για συζήτηση. Βέβαια, την ίδια ώρα που κριτικάρουν μία τέτοια στάση, πολλές φορές κάνουν κάτι παρόμοιο και οι ίδιοι.

Ας πάρουμε μία χαρακτηριστική σκηνή (πρόκειται για μία αληθινή ιστορία) όπου κάποιος πιστός θίγει το θέμα του ρατσισμού μέσα την εκκλησία. Ούτε που έχει προλάβει να εξηγήσει τι εννοεί μ’ αυτό, όταν κάποιος άλλος διακόπτει τη συζήτηση χαρακτηρίζοντας τα λόγια του ως μαρξιστικά και αντι-χριστιανικά. Σ’ αυτό το σημείο, ο μη-χριστιανός ακροατής ήδη έχει βγάλει πολλά συμπεράσματα για τους ανθρώπους της εκκλησίας.

Συχνά οι θέσεις μας απορρίπτονται επειδή η αρχική μας αντίδραση σε ένα πρόσωπο, μία ιδέα, ή μία κατάσταση ήταν απορριπτική ή ακόμα και χλευαστική. Μπροστά σε μία τέτοια εμπειρία, πολλοί χριστιανοί εστιάζουν πιο πολύ στην απόρριψη παρά στη συμπεριφορά τους που ίσως να οδήγησε στην απόρριψη αυτή. Έτσι, την επόμενη φορά είτε γίνονται ακόμα πιο εχθρικοί, είτε αποφεύγουν τη συζήτηση εντελώς, προτιμώντας να μιλάνε για τις ιδέες τους μόνο με ανθρώπους από τον κύκλο τους. Ο μη-χριστιανός μπορεί να μην περιμένει την ομοφωνία από έναν χριστιανό, αλλά σίγουρα θα ήθελε να δει τουλάχιστον ένα στοιχειώδη χριστιανικό χαρακτήρα. Επομένως, όταν βρίσκεται μπροστά σε μία αντίδραση που είναι χωρίς χάρη, γεμάτη με αυτοδικαίωση ή και απαξίωση ακόμα, είναι λογικό να σκεφτεί ότι δεν έχει τίποτα να πάρει ούτε από τις θέσεις εκείνου του χριστιανού. Αφού μία από τις πιο γνωστές και σημαντικές αρχές του χριστιανισμού είναι να αγαπάμε τους αντιπάλους μας, και το αρνείται μπροστά στα μάτια του — γιατί να ακούσει κάτι παραπάνω για το υπόλοιπο εάν δεν εντοπίζει τα βασικά.

Θέλω λοιπόν να προτείνω μία γενική προσέγγιση που πιστεύω ότι θα μας βοηθήσει ως χριστιανούς να ζυγίζουμε καλύτερα τις αντιδράσεις μας, ώστε να λειτουργούμε πιο «χριστιανικά» σ’ αυτές τις στιγμές. Την προσέγγιση αυτή την έχω ονομάσει «το αντανακλαστικό της κοινής χάρης». Αντανακλαστικό, επειδή αναφέρεται σ’ αυτήν την πρώτη φάση της αντίδρασής μας, που βγαίνει από μέσα μας ενστικτωδώς και αυθόρμητα, πριν καν γίνει συλλογισμός. Τι είναι λοιπόν το αντανακλαστικό της κοινής χάρης;

Μία πιο έγκυρη προσέγγιση θεολογικά

Το χριστιανικό δόγμα της κοινής χάρης μας θυμίζει ότι υπάρχουν και καλά πράγματα σε κάθε ιδέα, κάθε κίνημα και κάθε επινόηση των ανθρώπων. Μετά την πτώση του ανθρώπου σε αμαρτία, ο Θεός δεν σταμάτησε να συντηρεί και να ευλογεί τον κόσμο, αλλά εξακολουθεί μέχρι σήμερα να χαρίζει σε όλους τους ανθρώπους αμερόληπτα τα δώρα της καλοσύνης Του. Έτσι, παρότι έχουν μία πεσμένη φύση, χάρη σ’ αυτά τα δώρα, μπορούν να σκέφτονται και να κάνουν πραγματικά όμορφα και σπουδαία πράγματα.

Οτιδήποτε καλό και χαρισματικό που εκδηλώνεται στις ζωές των ανθρώπων, είτε είναι πιστοί είτε μη-πιστοί, πρόκειται για ένα δώρο από τον Θεό και μία ένδειξη της χάρης Του. Όπως διαβάζουμε στον Ιάκωβο 1:17,

«Κάθε καλή προσφορά και κάθε τέλειο δώρο έρχεται από ψηλά, από το δημιουργό των ουράνιων σωμάτων».

O Ιωάννης Καλβίνος εξηγεί το δόγμα αυτό με έναν πολύ μεστό τρόπο στους «Θεσμούς», λέγοντας: «Επομένως, όταν διαβάζουμε τους μη-χριστιανούς συγγραφείς, το θαυμάσιο φως της αλήθειας που εκδηλώνεται στα γραπτά τους θα πρέπει να μας θυμίζει πως ο ανθρώπινος νους, όσο πεσμένος και διαστρεβλωμένος κι αν είναι από την αρχική του ακεραιότητα, είναι ακόμα προικισμένος με τα θαυμάσια δώρα του Δημιουργού. Εάν αναλογιστούμε πως το Πνεύμα του Θεού είναι η μόνη πηγή αλήθειας, τότε θα προσέχουμε – ώστε να μην Τον προσβάλλουμε – να μην απορρίψουμε ή κατακρίνουμε την αλήθεια, όπου κι αν εμφανίζεται». (Θεσμοί ΙΙ.2.15)

Το θέμα είναι πως ακόμα και να συμφωνούμε με το δόγμα αυτό, πρέπει να το επεξεργαστούμε καλά, εάν θέλουμε να επηρεάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και λειτουργούμε καθημερινά. Συνήθως καταλήγουμε είτε στο να το αρνούμαστε εντελώς στην πράξη, είτε στο να το εφαρμόζουμε μόνο επιλεκτικά, βαφτίζοντας ως «καλά» πράγματα μόνο τα πράγματα που σχετίζονται με μας και τον χώρο μας.

Τι θα γινόταν όμως, εάν φέρναμε αυτό το δόγμα σε πρώτο πλάνο στις σκέψεις μας; Τι θα γινόταν δηλαδή εάν «πάντοτε» και «σε όλα» προϋποθέταμε ότι υπάρχει κάτι καλό σ’ αυτό που έχουμε μπροστά μας — κάτι που μπορούμε να επικροτήσουμε – και συνεπώς να το διερευνούσαμε ή να προβληματιζόμασταν σχετικά μ’ αυτό; Τότε, ακόμα και στις περιπτώσεις που θα χρειαζόταν να καταλήξουμε σε μία θέση που, εν τέλει θα ήταν  πιο πολύ αρνητική παρά θετική, τουλάχιστον θα είχαμε ξεκινήσει με κάποια θετική προσέγγιση.

Ένα τέτοιο αντανακλαστικό μας δίνει το δόγμα της κοινής χάρης. Δεν μας αποτρέπει από το να δηλώνουμε ανοιχτά τους ενδοιασμούς και τα διαφορετικά μας αξιώματα. Απλά διασφαλίζει ότι θα εντοπίσουμε – και έπειτα θα γιορτάσουμε – το καλό στον άλλον τόσο ως την αφετηρία της συζήτησης όσο και ως το κοινό έδαφος που εξακολουθεί να μας ενώνει.

Για παράδειγμα, όταν κάποιος θέτει το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, το αντανακλαστικό της κοινής χάρης θα μας κάνει κατευθείαν να κινούμαστε σαν να ήταν δεδομένο ότι υπάρχει κάτι να πάρουμε και να μάθουμε από εκείνον που άνοιξε αυτό το θέμα. Δεν είναι εύκολο αυτό, γιατί θα μας κάνει να πάμε κόντρα στο ρεύμα. Όταν οι υπόλοιποι του κύκλου μου, άνθρωποι που σέβομαι, δεν βλέπουν κάτι καλό ή δεν το θεωρούν σπουδαίο, η λεγόμενη «πλάνη της επιβεβαίωσης» κανονικά θα με οδηγούσε στο να το απορρίψω ή να το προσπεράσω κι εγώ. Το αντανακλαστικό της κοινής χάρης όμως, θα βοηθήσει να ακούσω προσεκτικά και να πάρω στα σοβαρά ακόμα και τους πιο φαινομενικά απίστευτους ισχυρισμούς.

Εν ολίγοις, το αντανακλαστικό της κοινής χάρης εξασκείται, όταν ξεκινούμε την επαφή με τον άλλον αναγνωρίζοντας και επικροτώντας πρώτα τα καλά δώρα πάνω του και μέσα του που του έχει δωρίσει ο Θεός.

Μία πιο διακεκριμένη προσέγγιση ιστορικά

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι πιο σπουδαίοι χριστιανοί απολογητές και στοχαστές χρησιμοποιούσαν αυτό το αντανακλαστικό ως τον δρόμο προς μία γόνιμη συζήτηση και μία γνήσια σύνδεση με τον άλλον. Το βλέπουμε αυτό ήδη από τα πρώτα βήματα της εκκλησίας. Στο Περί της μαρτυρίας της ψυχής (De testimonio animae), γραμμένο κατά τον 2ο αιώνα, ο Τερτυλλιανός αναφέρεται στις ομοιότητες ανάμεσα στις χριστιανικές και παγανιστικές ιδέες, πριν μιλήσει για το πως το Ευαγγέλιο μας πάει πέρα από αυτές. Για παράδειγμα, γράφει ότι τόσο οι παγανιστές όσο και οι Χριστιανοί αναγνωρίζουν ότι η ψυχή από μόνη της επικαλείται τον Θεό… και μετά συνεχίζει παρακάτω λέγοντας πως μόνο ο Χριστιανισμός μπορεί να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο.

Πιο πρόσφατα απολογητές όπως ο Λέσλι Νιουμπίγκιν μας έχουν δείξει πώς μπορεί να μοιάζει μία τέτοια προσέγγιση σήμερα. Φοβάμαι όμως ότι αυτή η κλασική χριστιανική προσέγγιση στα πράγματα, δεν αποτελεί μέρος της νοοτροπίας των περισσοτέρων χριστιανών στη χώρα μας. Αυτό εκδηλώνεται μέσα από τον τρόπο που διστάζουν να καταπιάνονται με ιδέες απειλητικές προς την πίστη τους με έναν γενναιόδωρο τρόπο.

Ένας τρόπος να αποφεύγουμε τον πατερναλισμό και την αλαζονεία

Στο βιβλίο «Ο φεμινισμός είναι για όλους» της Μπελ Χουκς διαβάζουμε τα εξής λόγια:

«Όταν μιλάω για το φεμινισμό που γνωρίζω εγώ –από κοντά και προσωπικά- ακούνε πρόθυμα, αν και όταν τελειώνουν οι συζητήσεις μας μου λένε αμέσως ότι εγώ είμαι διαφορετική, όχι σαν τις «αληθινές» φεμινίστριες που μισούν τους άντρες, που είναι θυμωμένες. Τους διαβεβαιώνω ότι είμαι όσο αληθινή και ριζοσπαστική φεμινίστρια γίνεται, και αν τολμήσουν να έρθουν πιο κοντά στο φεμινισμό θα δουν ότι δεν είναι όπως τον φαντάζονταν».

Διαβάζοντας αυτά τα λόγια, δυσκολεύτηκα να μην φανταστώ έναν χριστιανό ευαγγελικό στο ρόλο του συνομιλητή της Χουκς. Για πάρα πολλούς ανθρώπους της εκκλησίας, αυτός είναι ένας γνωστός τρόπος λειτουργίας. Ακόμα κι όταν παραδεχόμαστε ότι ο αντίπαλός μας είναι ευγενικός και συζητήσιμος, το κάνουμε με έναν πατροναριστικό τρόπο. Πιστεύουμε ότι γινόμαστε υπέρμαχοι του Ευαγγελίου, όταν πάμε κόντρα στα κινήματα που υπονομεύουν την χριστιανική ηθική. Στην πραγματικότητα απλά χτίζουμε ένα προφίλ για τον εαυτό μας στα μάτια του κόσμου ως ‘οι μόνοι κάτοχοι της αλήθειας’. Ακόμα και τις στιγμές που η κουβέντα θα κυλήσει πιο ομαλά, θα διατηρούμε μία υπεροπτική στάση, επειδή δεν πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος μπροστά μας έχει οτιδήποτε να μας προσφέρει. 

Δεν είναι το θέμα εάν κάποια κοσμική ιδέα είναι συμβατή με το Ευαγγέλιο ή όχι, αφού καμία ανθρώπινη ιδέα ή θεωρία δεν θα είναι ποτέ εντελώς συμβατή με το Ευαγγέλιο. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αυτές οι ιδέες δεν εμπεριέχουν κάποια αλήθεια. Το να ασκούμε το αντανακλαστικό της κοινής χάρης λοιπόν, θα μας βοηθήσει να διώξουμε από μέσα μας αυτήν την αλαζονική πεποίθηση ότι μόνο εμείς μαρτυρούμε στην αλήθεια.

Ένας τρόπος να καλλιεργούμε την περιέργεια και να εμβαθύνουμε στην πίστη μας

Το να μην εφαρμόζεις το δόγμα της κοινής χάρης στη ζωή σου δεν είναι μόνο κακό για την εικόνα σου, αλλά και για την ψυχή σου.

Ο βρετανός θεολόγος Όστιν Φάρερ γράφει:

«Η πίστη πεθαίνει όταν φυλακίζεται σε τέσσερις τοίχους. Εάν υπάρχει οπουδήποτε, πρέπει να είναι παντού, όπως ο ίδιος ο Θεός: εάν ο Θεός βρίσκεται στη ζωή σου, πρέπει να βρίσκεται σε όλα, επειδή είναι ο Θεός. Θα πρέπει να προεκτείνεις το πεδίο γνώσης περί Θεού όπου φτάνει η σκέψη σου».

Η κατανόηση μας του Ευαγγελίου περιορίζεται κατά κάποιον τρόπο μέσα στα όρια της εμπειρίας μας. Οι θρησκευτικές μας πεποιθήσεις είναι χρωματισμένες από τη γλώσσα, τις αξίες και την κοινότητα στην οποία ζούμε. Δεν χρειάζεται να μείνουν έτσι όμως. Όταν ανοιγόμαστε σε νέα ερωτήματα και νέες προκλήσεις, αφήνουμε χώρο για την πίστη μας και την κατανόησή μας να μεγαλώνουν επίσης. Καθώς αφήνουμε τα ερωτήματα της κάθε καινούριας πολιτισμικής στιγμής να προκαλέσουν τις τωρινές μας ιδέες περί Θεού, αναγκαζόμαστε να επιστρέφουμε στην Αγία Γραφή ξανά και ξανά για να πάμε ακόμα πιο βαθιά στην ουσία του Ευαγγελίου. Τότε είναι που ο Ιησούς θα σταματήσει να μοιάζει με μας και θα αρχίζει να μοιάζει όλο και πιο πολύ με τον αιώνιο Λόγο ενσαρκωμένο, όπως πραγματικά είναι.

Ας φανταστούμε λοιπόν ότι στην προαναφερθείσα συζήτηση, η πρώτη αντίδραση αυτού του άλλου Χριστιανού δεν ήταν να διακόψει, αλλά να ζητήσει περισσότερη κατανόηση για το πως φτάνει ένας άνθρωπος σε μία τέτοια θέση. Πώς θα άλλαζε αυτό τη συνέχεια της συζήτησης; Καταρχάς, όπως μόλις είπαμε, δεν θα διέκοπτε τη συζήτηση. Επίσης, ως τρίτος στην κουβέντα άλλων, θα περίμενε μέχρι το τέλος, παρακολουθώντας με προσοχή και μετά ίσως θα ζητούσε προτάσεις για βιβλία, ή βίντεο ή άλλες ευκαιρίες για συζήτηση, για να αρχίσει να μπαίνει στο σκεπτικό του άλλου. Πρόκειται για μία διαδικασία όπου όλοι κερδίζουν, όμως λίγοι τη δοκιμάζουν.

Το αντανακλαστικό της κοινής χάρης μας βοηθά να ακολουθήσουμε μία τέτοια διαδικασία, επειδή καλλιεργεί μέσα μας μία γνήσια περιέργεια και αναζήτηση για την αλήθεια όπου και να βρίσκεται. Χωρίς μία τέτοια περιέργεια, θα δούμε ότι το Ευαγγέλιο θα περιορίζεται στο πλαίσιο μέσα στο οποίο το μάθαμε αρχικά και θα αρχίζει να φαίνεται όλο και λιγότερο συναρπαστικό. Αντιθέτως, εάν ψάχνουμε ενεργά και επίμονα για τα αμέτρητα δείγματα της χάρης με τα οποία ο Θεός έχει λούσει τον κόσμο, τότε η πίστη μας θα ενισχύεται. Καθώς παλεύουμε με κάθε νέο θέμα μέσα από τον φακό της Γραφής, θα μεγαλώνει η εικόνα του ποιος είναι ο Θεός και πώς είναι «για χάρη» μας μέχρι και σήμερα.

Ένας τρόπος να αγαπάμε τον πλησίον μας σήμερα

Υπάρχει ένας τελευταίος λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε αυτό το αντανακλαστικό της κοινής χάρης. Μας βοηθά να ακολουθήσουμε την εντολή του Θεού να αγαπάμε τον πλησίον μας ως εαυτόν. Ακόμη και αν είμαστε πεπεισμένοι ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται απέναντί μας έρχεται με μία βαθιά αντιβιβλική ατζέντα, ως Χριστιανοί καλούμαστε να τον αγαπάμε και να του φερόμαστε ανθρώπινα.

Αυτό γίνεται πολύ πιο εύκολο, όταν ήδη το έχουμε δεδομένο ότι αυτή η σχέση μπορεί να μας ευλογήσει. Δεν μιλάμε εδώ για τη χρηστικότητα των ανθρώπων, αλλά για την ξεκάθαρη αξία τους ως άνθρωποι. Εάν ο Θεός εξακολουθεί να τους φέρεται με αξιοπρέπεια και καλοσύνη, ποιος είμαι εγώ να τους αντιμετωπίζω ως κάτι κατώτερο από αυτό; Δεν αποκτούν αξία και αξιοπρέπεια ξαφνικά, όταν οι ιδέες και οι συμπεριφορές τους ευθυγραμμίζονται με τις δικές μου. Ο Θεός τούς έχει γεμίσει με καλά δώρα άσχετα από τα πιστεύω τους και αυτή η αλήθεια θα πρέπει να ρυθμίζει και τη δική μου συμπεριφορά.

Σ’ αυτό το σημείο έχουμε επίσης τόσα πολλά να κερδίσουμε. Είναι τόσο απελευθερωτικό το να μην χρειάζεται να προσποιείσαι. Μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούμε ως ίσους και να το εννοούμε πραγματικά. Μπορούμε να περπατήσουμε αυτό το έξτρα μίλι μέσα στην προσπάθειά μας να τους κατανοήσουμε σωστά αντί αυτό να μας φαίνεται μεγάλος κόπος.

Το αντανακλαστικό της κοινής χάρης μας αναζωογονεί και μας φέρνει πίσω στον παιδικό μας θαυμασμό για τον κόσμο. Μας ελευθερώνει από την αλαζονεία. Μας ανοίγει νέους ορίζοντες. Και πάνω απ’ όλα μας οδηγεί σε μία πιο βαθιά γνωριμία με τον Χριστό μέσα από τα νέα πρόσωπα και τους νέους χώρους που ανακαλύπτουμε.

  1. Bell Hooks, Feminism is for Everybody: Passionate Politics (Cambridge, MA: South End Press), viii.
  2. Austin Farrer, A Celebration of Faith (London: Hodder & Stoughton, 1970), 60.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top