Τα «ποιητικά» βιβλία της Αγίας Γραφής

white ceramic mug on white book page

Τα «ποιητικά» βιβλία της Αγίας Γραφής Ιώβ, Ψαλμοί, Παροιμίες, Άσμα Ασμάτων και Εκκλησιαστής, γνωστά ως και μέρος των «Ποιητικών» και «Σοφολογιότατων» βιβλίων στην μετάφραση των Ο’, αποτελούν μέρος, μετά τον “Νόμο” και τους “Προφήτες”, του τρίτου και μεγαλύτερου τμήματος της εβραϊκής Παλαιάς Διαθήκης, που αναφέρεται ως «Γραφές».  Ο τίτλος προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «κατουμπίν» (από το κατόμπ) που σημαίνει “να γράψω”. (David Ewert, From ancient tablets to modern translations: A general introduction to the Bible, Zondervan, Grand Rapids,1983,σελ 32).

Οι  θεολόγοι William La Sor, David Hubbard και Frederic Bush, (OldTestamentSurvey: TheMessage, FormandBackgroundoftheOldTestament, Eerdmans,1996) αναφέρουν:

«Αν κι η ημερομηνία για την ολοκλήρωση των «Γραφών» δεν είναι βέβαιη… υπάρχουν πάρα πολλά αποδεικτικά στοιχεία ότι αυτό το τρίτο τμήμα του κανόνα (εκτός από τον «Νόμο» και τους «Προφήτες») ήταν ήδη γνωστό από το 180 π.Χ., όταν ο εγγονός του Εβραίου νομοδιδάσκαλου Μπεν Σιράχ σημείωσε στον πρόλογο του υπομνήματός του στον «Εκκλησιαστή» ότι ο διακεκριμένος παππούς του «αφιερώθηκε ιδιαίτερα στην ανάγνωση του Νόμου και των Προφητών και των άλλων βιβλίων των προγόνων μας».

Αυτά τα πολύ διαφορετικά σε λογοτεχνική χροιά και ποιητική γλώσσα «γραπτά»  έχουν έναν ιδιαίτερο λόγο και χώρο στη Βιβλική αφήγηση. Σ’ αυτά έχουμε μια καταγραφή εμπνευσμένων ανθρώπινων αποκρίσεων στα λόγια και τα έργα του Θεού (Ιεχωβά), όπως αυτά έχουν καταγραφεί στον «Νόμο» και στους «Προφήτες». Για τον λόγο αυτόν ακόμη και στους Ψαλμούς, που  συχνά λειτουργούν κυρίως ως «οδηγοί δοξολογίας», στην ουσία το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελείται από προσευχές. Προσευχές που απευθύνονταν από όλη την «κοινότητα» με λόγο ποιητικό και με τραγούδι στον Θεό (Ιεχωβά), στη βάση της πιο αρχέγονης Βιβλικής αφήγησης που αφορά στον λαό Του, αυτής της υπόσχεσης του Θεού στον Αβραάμ, της Εξόδου από την Αίγυπτο και της παράδοσης των νόμων της Διαθήκης. 

Μάλιστα, σε πλήθος Ψαλμών αντηχεί η ιστορική βιβλική αφήγηση που αφορά στην αποκάλυψη της αγιότητας του Θεού και στον μεγαλόπρεπο χαρακτήρα Του, όπως αυτός αποκαλύπτεται μέσα από την ιστορία του εκλεκτού λαού Του, του Ισραήλ.  Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για το βιβλίο των «Θρήνων», που στον εβραϊκό κώδικα  απαντάται κι αυτό στο τρίτο τμήμα («Γραφές») του Ιερού Βιβλίου.

Γι’ αυτό κι ο σύγχρονος αναγνώστης δεν θα πρέπει να ξεχνά πως οι Ψαλμοί είναι γραμμένοι για να τραγουδιούνται από το πλήθος στις θρησκευτικές συνάξεις και ως εκ τούτου επί της ουσίας αποτελούν πέντε ποιητικές συλλογές, πέντε «υμνολόγια», που καλύπτουν μια χρονική περίοδο σχεδόν 600 ετών κι αποτελούνται από «στίχους» δοξολογίας, προσευχής ακόμη και κατήχησης. Στόχος των Ψαλμών είναι να θυμίζουν στον λατρευτή του Υψίστου ότι αποτελεί μέλος του εκλεκτού λαού του Θεού και ότι η ζωή του είναι στα χέρια του Άγιου, Κυρίαρχου Θεού, που είναι ο μόνος αληθής, ελεήμων, φιλάνθρωπος και δίκαιος Δεσπότης του Σύμπαντος και γι’ αυτό και ο μόνος εγγυητής της διαθήκης Του με τον λαό Του. «Μεγάλος είναι ο Κύριος μας! Μεγάλη η δύναμή Του κι απεριόριστη η σοφία Του. Ο Kύριος υψώνει τους ταπεινούς και ταπεινώνει ως τη γη τους ασεβείς» (Ψαλμός 147: 5,6).

Στα  βιβλία της  «Σοφολογιότατης» παράδοσης και μάλιστα στις Παροιμίες η έμφαση δεν είναι στις μνήμες των αρχέγονων εβραϊκών παραδόσεων, αλλά μάλλον καταγράφεται μια συλλογή ανθρώπινων ερωτημάτων και υπαρξιακών αναζητήσεων, με τα οποία ο λαός του Θεού «παλεύει» και συχνά πρέπει να απαντήσει ως ο εκλεκτός του Θεού, απέναντι στη «σοφία άλλων λαών και παραδόσεων», με την οποία ο Ισραήλ ήρθε σε επαφή μέσω των γειτόνων του ή και των κατακτητών του. Αν και οι αρχέγονες πατρογονικές παραδόσεις και οι υποσχέσεις του Θεού στον λαό Ισραήλ οπωσδήποτε υπονοούνται στο ιερό κείμενο, στην ουσία αυτό επικεντρώνεται περισσότερο στο να παρουσιάσει τη θέση του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία και στην κοινότητα που δραστηριοποιείται,  πάντοτε σε σχέση με τον τρόπο-τον νόμο του Θεού (Ιεχωβά). 

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι συχνά ο αναγνώστης αποκαλείται ο «υιός μου», ο οποίος θα μπορούσε να είναι είτε ο μαθητής είτε ο διάδοχος του «δασκάλου», αλλά στην πραγματικότητα είναι μια σαφής μελλοντική αναφορά σε κάθε πρόσωπο από κάθε γενιά που θα ήθελε να ακολουθήσει τις «σοφές» προτροπές των «Γραφών».

Ο αποφθεγματικός τρόπος κι η εβραϊκή ποιητική γλώσσα των Παροιμιών συχνά κάνει δύσκολη, χωρίς την κατάλληλη ερμηνευτική μεθοδολογία, την κατανόηση όχι του «γράμματος» αλλά του «πνεύματος» του Βιβλικού κειμένου. Πολύτιμη βοήθεια προσφέρει η κατανόηση ότι τα θέματα στις Παροιμίες συχνά παρουσιάζονται στα ‘άκρα’ (μαύρο – άσπρο), όπως επίσης συχνά χρησιμοποιείται γλώσσα ποιητική γεμάτη ‘υπερβολές’, «τσιτάτα», μεταφορές κι αλληγορίες, που δύσκολα μεταφέρονται στις μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή γλώσσα, και σκοπό έχουν να καθοδηγήσουν κυρίως τους νέους να ζήσουν μια προσωπική, οικογενειακή κι επιχειρηματική ζωή σύνεσης, δηλαδή σύμφωνα με τον τρόπο-νόμο του Θεού.  Η «ιερή σοφία» του λαού Ισραήλ δεν εδράζεται με κανέναν τρόπο σε κοινό τόπο με την προσφερόμενη σοφία των γειτόνων και κατακτητών του Ισραήλ. Ο Βιβλικός λόγος είναι απόλυτος, «αρχή σοφίας, λόγος Κυρίου» (Παρ.1:7).   

Ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση αποτελεί η κατανόηση του κειμένου στα βιβλία του «Ιώβ» και του «Εκκλησιαστή». Στα κείμενα αυτά περισσότερο από οπουδήποτε αλλού φαίνεται η μάχη του ανθρώπου να κατανοήσει τα βασικά γι’ αυτόν υπαρξιακά ζητήματα και να μετρηθεί με την πραγματικότητα του σύντομου των χρόνων του γήινου βίου αλλά και της «βασικής αδικίας», αυτής που αφορά στις συμφορές του δίκαιου κι αθώου. Για όλα αυτά η απάντηση είναι μια «ο φόβος του Κυρίου, αυτός είναι η Σοφία». Για τον λόγο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Ιώβ κι ιδιαίτερα στους μονολόγους των φίλων του Ιώβ, καθώς και στου ιδίου, υπάρχουν οπωσδήποτε θείες αλήθειες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ολόκληρο τον Λόγο Θεού. Ο Λόγος του Θεού έρχεται στο τέλος του βιβλίου, όταν ο ανθρώπινος λόγος σιγά και δεν μπορεί να απαντήσει στα θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα, «…και στον άνθρωπο πες: Πρόσεξε ο φόβος του Κυρίου, αυτός είναι η Σοφία, και η αποχή από το κακό σύνεση» Ιώβ 28:28).

Μάλιστα η «ερμηνευτική ένταση» μοιάζει να κορυφώνεται στο βιβλίο του Εκκλησιαστή , το οποίο μοιάζει να αποπνέει απαισιοδοξία, μια αίσθηση ότι τελικά στη ζωή αυτή ούτε κι αυτός ο δίκαιος του Θεού απολαμβάνει τα αγαθά της δικαιοσύνης, καθώς όλα είναι αίολα, μια κι ο ανθρώπινος χρόνος είναι κι αβέβαιος αλλά κυρίως περιορισμένος. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να συνυπολογίζει ο ερμηνευτής του κειμένου το γεγονός ότι ο συγγραφέας, «βασιλιάς» και «συναξαριστής», παρουσιάζεται ως ένας σχεδόν κυνικός και οπωσδήποτε «καθοδηγητής», που απλά καταγράφει ότι καμιά ανθρώπινη χαρά και διασκέδαση δεν είναι δεδομένη, αλλά είναι πάντοτε εφήμερη, καθώς το τέλος της ζωής του ανθρώπου είναι κοινό και δεδομένο για όλους. Την ίδια στιγμή ο Εκκλησιαστής αναγνωρίζει πως, αν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει τη διαφορά στη ζωή του ανθρώπου, τη ζωή που μόνο ο Θεός-Ιεχωβά χορηγεί, αυτό είναι ο τρόπος που διαλέγει κανείς να πραγματοποιήσει το ταξίδι της ζωής του.

Ο τρόπος που προκρίνει ο Εκκλησιαστής δεν μοιάζει με αυτόν  που πολλοί ακόμη και σήμερα παρακολουθούν:

«κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις….” (Ποιήματα 1897-1933, Κ. Καβάφης, «Αν μπορείς»,  Ίκαρος 1984).

Αντίθετα, για τον δίκαιο του Θεού, ιδιαίτερα για όποιον βλέπει τη ζωή μέσα από το αναστάσιμο μήνυμα του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού,  η χαρά και η πληρότητα είναι διαθέσιμη και εφικτή σ’ αυτήν τη ζωή, με την προϋπόθεση να ζεις στους ρυθμούς της καθημερινότητας χωρίς να προσπαθείς να τους ελέγξεις και χωρίς να αναλώνεσαι στην απόκτηση εφήμερων αγαθών. Επειδή η ζωή μας είναι αιώνια εν Χριστώ Ιησού κι η δίκαιη κρίση είναι γεγονός εν Θεώ,«…ας ακούσουμε το τέλος της όλης υπόθεσης: να φοβάσαι τον Θεό και να τηρείς τις εντολές του, δεδομένου ότι αυτό είναι το παν του ανθρώπου. Επειδή ο Θεός θα φέρει σε κάθε κρίση κάθε έργο και κάθε κρυφό πράγμα, είτε αγαθό είτε πονηρό» (Εκκλησιαστής 12:13-14).

Ίσως το πιο παράδοξο κι αναπάντεχο κείμενο ανάμεσα στα Ιερά Κείμενα  είναι το «Άσμα των Ασμάτων», όπου επί της ουσίας δεν υπάρχει καμία άμεση αναφορά στον Θεό.  Παρ΄ όλα αυτά η αφήγηση του κειμένου απηχεί με τον πιο περιγραφικό και ποιητικό τρόπο την αληθινή σοφία, που τη βρίσκουμε στην πιο αρχέγονη βιβλική αφήγηση, αυτή της Γένεσης. Πιο συγκεκριμένα, το ερωτικό τραγούδι του Άσματος, που  αφηγείται τη μονογαμική ερωτική σχέση ενός άνδρα και μιας γυναίκας,  αποκαλύπτει στον εκπαιδευμένο αναγνώστη των εβραϊκών Ιερών Κειμένων την αρχή της σοφίας, δηλαδή την ουσιαστική σχέση του Δημιουργού Θεού με τον άνθρωπο, όπως αυτή περιγράφεται στην αφήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου, μέσα σε μια σχέση με τον τρόπο και στον τόπο του Θεού, εκεί όπου δεν υπάρχει καμιά ντροπή: «…ο άνδρας …θα προσκολληθεί στη γυναίκα του και θα είναι οι δύο σε μια σάρκα. Και ήσαν και οι δύο γυμνοί… και δεν ντρέπονταν» (Γεν. 2:24-25).  Στο τελικό σχόλιό του στον πρόλογο της μεταγραφής του «Άσματος» ο Γιώργος Σεφέρης σημειώνει: «

Η ιδέα μου είναι ότι τα δυνατά συναισθήματα και οι βαθιοί ριζωμένοι πόθοι, όπως είναι εδώ ο πόθος του Ισραήλ για τον ερχομό της βασιλείας του Ιεχωβά, μπορεί να τραφούν από πολλές και διάφορες προσχώσεις και μπορεί να προσαρτήσουν και άλλους πόθους που μοιάζουν αλλότριοι- αν αγγίζουν ακέρια την ανθρώπινη ψυχή – έστω και αν πρόκειται για  τον πόθο των δυο αγαπημένων που μας δίνει το Άσμα. Είναι πλούτος αυτό το μπόλιασμα, δεν είναι φτώχεια. Ωστόσο προτιμώ αυτό το πλούτισμα  να το βρίσκω όπου μπορώ, χωρίς την ενοχλητική παρεμβολή του δογματισμού. Έτσι προτίμησα να δώσω όσο ήταν δυνατό λιγότερες επεξηγηματικές σημειώσεις και να αφήσω τον αναγνώστη να αισθανθεί μόνος του το Άσμα με τα μέσα που διαθέτει η ψυχή του και με τη σοφία που του χάρισε ο Θεός (Άσμα Ασμάτων, Γ, Σεφέρης, ‘Ικαρος, 1965, σελ.11).

Εν κατακλείδι, είναι ενδιαφέρον να αναλογιστούμε ως πιστοί του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού γιατί ο Θεός-Ιεχωβά επιτρέπει αυτές οι συχνά όχι εύκολα κατανοητές «Γραφές» να βρίσκονται στον κανόνα της Αγίας Γραφής.  Μπορεί κάποτε να διερωτόμαστε γιατί κείμενα που μοιάζουν να «μιλούν» από το επίπεδο του ανθρώπου, το δικό μας επίπεδο, να αποτελούν  τις «ιερές Γραφές» και συχνά να απαντώνται και στα κείμενα της «Καινής Διαθήκης». Η απάντηση είναι όπως πάντα εξόχως μεγάθυμη και καθησυχαστική των φόβων και των αδυναμιών μας. Οι «Γραφές» αποτελούν ανά τους αιώνες μια συνεχή υπενθύμιση της αγάπης και της πιστότητας του Θεού και Πατέρα μας. Εκείνος αν και κυρίαρχος της ιστορίας του Κόσμου και του κάθε προσώπου ξεχωριστά, επίμονα αποζητά τη θετική απόκριση του λαού Του, των εκλεκτών Του, αλλά συνάμα στέκεται δίπλα μας, σε κάθε αδυναμία και αστοχία μας και μας καθοδηγεί και μας ωθεί να ανταποκριθούμε με τη δική Του σοφία στο κάλεσμα της αγάπης και της πιστότητάς Του, για να «…αγαπάς τον κύριο τον Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου, και με ολόκληρη τη δύναμή σου» (Δευτ. 6:5).

[1] Εκκλησιαστής: ο «συναξαριστής», αυτός που είναι ο δάσκαλος κι ο καθοδηγητής της κοινότητας «εκκλησίας του Θεού» (Εκκλ. 12:9)

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top