Ο «απόστολος» και οι «άγιοι»

Όποιος διάβασε προσεκτικά τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, που προνόησε ο Θεός να υπάρχουν για μας στην Καινή Διαθήκη, δεν μπορεί να μην παρατήρησε ότι σε όλες σχεδόν, ο πρόλογος είναι κάπως τυποποιημένος, σύμφωνα άλλωστε και με τα έθιμα εκείνης της εποχής. Αρχικά ο συγγραφέας παρουσιάζει τον εαυτό του, στη συνέχεια μνημονεύει τους παραλήπτες της επιστολής του και τέλος τους απευθύνει κάποιον αρχικό χαιρετισμό. Ίσως, πιο σωστά, κάποια προσωπική ευχή. Στην πρώτη ματιά, η όλη αυτή διάταξη μοιάζει να οφείλεται στις συνήθειες που υπήρχαν εκείνη την εποχή και που αφορούσαν την ανταλλαγή επιστολών.

Μας κάνει όμως εντύπωση, ότι παρουσιάζοντας τον εαυτό του, ο Παύλος επιμένει να τονίζει έναν τίτλο, που για κείνον φαίνεται να είναι απ’ τη μια μεριά υπερήφανος, και απ’ την άλλη να τον θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό. Εννοώ τον τίτλο του «Αποστόλου».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Απόστολος Παύλος θα μπορούσε να επικαλεστεί για τον εαυτό του πολλούς και ενδιαφέροντες τίτλους. Ήταν άνθρωπος εξαιρετικά μορφωμένος, υπήρξε μαθητής του διασήμου νομομαθούς Γαμαλιήλ, είχε καταλάβει κορυφαία θέση ανάμεσα στους νέους ανθρώπους που είχαν αρχίσει να προβάλλονται στην Εβραϊκή κοινωνία και θα μπορούσε ασφαλώς να παραθέσει μια σειρά χαρακτηρισμών για το άτομό του. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, σαν κι αυτό που γίνεται σήμερα, όταν κάποιοι επιστολογράφοι (και όχι μόνο αυτοί) παραθέτουν μετά το όνομά τους μια σειρά τίτλων, χαρακτηρισμών, πτυχίων κλπ. που έχουν αποκτήσει.

Ο τίτλος του «Αποστόλου» είναι για τον Παύλο μοναδικός, αλλά και εξαιρετικά τιμητικός. Έχει διαπιστώσει και θα το τονίσει αυτό επανειλημμένα στα γραψίματά του, ότι οι Απόστολοι του Ιησού Χριστού αποτελούν μια ομάδα ανθρώπων, που τους επέλεξε προσωπικά ο Κύριος και τους ανέθεσε μια μοναδική και συγκεκριμένη αποστολή. Δηλαδή, να παρακολουθήσουν προσωπικά και να καταγράψουν τελικά όλα όσα, κατά την έκφραση του Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων, «έκαμε και δίδαξε» ο Ιησούς Χριστός.

Τονίζεται ξεκάθαρα στην Επιστολή προς Εβραίους, ότι στην Παλαιά Διαθήκη, «Ὁ Θεός, ἀφοῦ ἐλάλησε τὸ πάλαι πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν διὰ τῶν προφητῶν πολλάκις καὶ πολυτρόπως». Επομένως, όλη η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης έγινε με τους προφήτες που επέλεξε ο Θεός και που τους ενέπνευσε να μεταδώσουν το δικό Του μήνυμα στους ανθρώπους. Αυτό είναι ξεκάθαρο και δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση.

Στην Καινή Διαθήκη όμως, έχει πια τελειώσει η αποστολή των προφητών και τώρα ο Θεός, πάντοτε κατά τη διατύπωση του συγγραφέα της Επιστολής προς Εβραίους, «ἐλάλησε πρὸς ἡμᾶς διὰ τοῦ Υἱοῦ». Αυτά όμως που «έκανε και δίδαξε» ο Ιησούς Χριστός, έπρεπε κάποιοι να τα καταγράψουν, ώστε να είναι διαθέσιμα στις επόμενες γενιές. Και αυτό ακριβώς το έργο το ανέθεσε ο Κύριος στους Αποστόλους. Αυτός είναι κι ο λόγος που Απόστολοι ήταν μόνον εκείνοι οι αρχικοί και αναντίρρητο προκύπτει το συμπέρασμα ότι προφήτες όπως εκείνοι της Παλαιάς Διαθήκης και Απόστολοι όπως αυτοί της Καινής Διαθήκης, δεν υπάρχουν πλέον σήμερα. Ολοκληρώθηκε η αποστολή τους τότε και δεν υπάρχει τίποτα επιπρόσθετο ή καινούριο που θα μπορούσε να συμπληρώσει τυχόν την αποκάλυψη που μας έχει χαρίσει ο Θεός. Γι’ αυτό άλλωστε τονίζεται στην Επιστολή προς Εφεσίους ότι η Εκκλησία του Χριστού οικοδομήθηκε «ἐπὶ τὸ θεμέλιον τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν» (Εφεσίους β’ 20). Δηλαδή, οικοδομήθηκε πάνω στο θεμέλιο των προφητών (αυτοί εκπροσωπούν την Παλαιά Διαθήκη) και των αποστόλων (αυτοί κλήθηκαν να παρουσιάσουν την αποκάλυψη της Καινής Διαθήκης).

Ο Παύλος λοιπόν, έχοντας απόλυτη συναίσθηση της τεράστιας σημασίας του έργου που έχει αναθέσει σε κείνον και τους λοιπούς Αποστόλους ο Χριστός, φροντίζει να προβάλλει τον τίτλο του Αποστόλου, ακριβώς για να ξέρουν οι παραλήπτες των Επιστολών του ότι σ’ αυτά που τους γράφει υπάρχει κύρος, υπάρχει έργο Αγίου Πνεύματος, ή – για να το πούμε πιο απλά – υπάρχει η οριστική και τελεσίδικη αποκάλυψη του Θεού προς τους θνητούς.

Αυτός είναι κι ο λόγος που το πρώτο πράγμα που τονίζει στις Επιστολές του ο Παύλος είναι η ιδιότητα του Αποστόλου που ο ίδιος κατέχει και που φροντίζει να την κάνει γνωστή σε όλους εκείνους στους οποίους απευθύνεται. Προφανώς, γιατί έτσι θα μπορέσουν να καταλάβουν ότι αυτά που θα τους πει είναι σημαντικότατα και σε τελείως διαφορετικό επίπεδο από ο,τιδήποτε θα μπορούσε να πει ή να γράψει κάποιος άλλος, που δεν έχει επιλεγεί ως Απόστολος του Ιησού Χριστού.

Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο στοιχείο που μας κάνει εντύπωση σε όλες σχεδόν τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Το δεύτερο είναι εκείνο που χαρακτηρίζει πλέον τους παραλήπτες. Εάν διαβάσουμε προσεκτικά τον πρόλογο σχεδόν όλων των Επιστολών του Παύλου, μας κάνει εντύπωση ότι ο τίτλος που χρησιμοποιεί για τους παραλήπτες είναι και εδώ σταθερά και μόνιμα ο ίδιος. Τους χαρακτηρίζει με τη λέξη «άγιοι». Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την Επιστολή προς Ρωμαίους, όπου ο Παύλος απευθύνεται «πρὸς πάντας τοὺς ὄντας ἐν Ῥώμῃ ἀγαπητοὺς τοῦ Θεοῦ, προσκεκλημένους ἁγίους» (Ρωμαίους α’ 7).

Εδώ τώρα, δημιουργείται ένα σοβαρότατο πρόβλημα για τον σημερινό Έλληνα αναγνώστη των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου, επειδή η λέξη «άγιος» έχει ξεφύγει απ’ το περιεχόμενο που είχε ο όρος στην εποχή εκείνη και έχει πάρει σήμερα ένα τελείως διαφορετικό περιεχόμενο, που όμως δεν έχει καμία Βιβλική βάση. Πιο συγκεκριμένα, είναι γνωστό ότι για τον μέσο Έλληνα σήμερα, «άγιος» είναι κάποιος άνθρωπος ασυνήθιστος, που κατά κανόνα έχει φύγει πια απ’ αυτό τον κόσμο, αφήνοντας πίσω του μια μαρτυρία εξαιρετικά υψηλού επιπέδου για τον Ιησού Χριστό και που μπορεί σήμερα, στην μεταθανάτια κατάστασή του, να ενεργεί υπερφυσικά ανάμεσα στους ανθρώπους, προκαλώντας θαυματουργικές επεμβάσεις και ποικίλες άλλες δραστηριότητες. Στην Αγία Γραφή όμως τέτοιου είδους πληροφορίες δεν υπάρχουν πουθενά. Όλα αυτά είναι επινοήσεις μεταγενέστερες, που δεν στηρίχθηκαν στον Λόγο του Θεού αλλά παρουσιάστηκαν κατά καιρούς για ποικίλους λόγους, που άλλοτε ήταν «πολιτικοί», ή προέκυψαν από ανεύθυνες υπερβολές ανθρώπων, που δεν είχαν ούτε το δικαίωμα, αλλά ούτε και τις αντικειμενικές δυνατότητες, να πάρουν θέση πάνω σε θέματα τόσο σημαντικά.

Διαβάζοντας προσεκτικά την Καινή Διαθήκη, διαπιστώνουμε ότι ο τίτλος «άγιος» αποδίδεται σε όλους τους πιστούς του Ιησού Χριστού. Άγιοι αποκαλούνται στην Καινή Διαθήκη όλοι εκείνοι που ανήκουν στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού. Δηλαδή, όλοι όσοι είναι γνήσιοι και πραγματικοί Χριστιανοί, ενώ κάποτε δεν ήταν. Άνθρωποι, επομένως, που κάποια στιγμή στη ζωή τους συνάντησαν τον Ιησού Χριστό και ακούγοντας τη δική του πρόσκληση, αποφάσισαν να ανοίξουν την πόρτα της καρδιάς τους και να μπει μέσα ο Χριστός. Εφάρμοσαν δηλαδή εκείνο που αναφέρει ο ίδιος ο Κύριος στην Αποκάλυψη, όταν απευθυνόμενος προς την Εκκλησία της Λαοδικείας τονίζει:  «Ἰδού, ἵσταμαι εἰς τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐὰν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, θέλω εἰσέλθει πρὸς αὐτὸν καὶ θέλω δειπνήσει μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ.» (Αποκάλυψη γ’ 20).

Συνδυάζοντας όλες τις πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από την Καινή Διαθήκη για τον όρο «άγιος», μπορούμε να πούμε ότι «άγιος» είναι ο άνθρωπος που είναι πλυμένος και καθαρισμένος με το αίμα του Χριστού και, συγχρόνως, ο άνθρωπος που είναι ξεχωρισμένος για την υπηρεσία του Χριστού. Αυτός λοιπόν είναι ο απλούστερος και στοιχειωδέστερος ορισμός για το περιεχόμενο του όρου «άγιος» και, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που μπορεί να συγκεντρώσει κανείς διαβάζοντας προσεκτικά την Καινή Διαθήκη. Οι τυχόν μεταγενέστερες προσθήκες, που παραμόρφωσαν και ουσιαστικά αλλοίωσαν την έννοια του όρου είναι προφανώς λανθασμένες.

Με βάση όλα τα προηγούμενα, καταλαβαίνει κανείς πόσο δίκιο είχαν εκείνοι οι μεγάλοι μεταρρυθμιστές του δέκατου έκτου αιώνα, που τόνιζαν επανειλημμένα και ανένδοτα: «Μόνον η Βίβλος». Γιατί, απλούστατα, μόνο η Βίβλος μας παρέχει πληροφορίες για τις έννοιες αυτές, ενώ καταφεύγοντας σε τυχόν απόψεις, γνώμες ή προτάσεις εξωβιβλικών παραγόντων, οδηγούμαστε κατευθείαν στην πλάνη. Ένα φαινόμενο που έχει αλλοιώσει σημαντικότατα το μήνυμα της Αγίας Γραφής και που, δυστυχώς, πολλοί το αποδέχονται χωρίς να προσέξουν, χωρίς να εμβαθύνουν στο νόημα της Καινής Διαθήκης και χωρίς να σταθούν με σοβαρότητα μπροστά σε έννοιες που είναι εξαιρετικά σημαντικές, αλλά και εξαιρετικά ευάλωτες. Άλλωστε, οι δυνάμεις του σκότους και της πλάνης αυτό ακριβώς επιδιώκουν: να αλλοιωθεί το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής, να χαθεί το νόημα των λόγων του Χριστού και να παραμείνουν οι κατ’ όνομα και μόνον «Χριστιανοί» με απόψεις λαθεμένες που δεν βοηθούν τους ανθρώπους και δεν προάγουν κατά κανένα τρόπο την γνωριμία τους με τον Ιησού Χριστό.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top