Νόμος και ευαγγέλιο στο φως της προς Γαλάτας επιστολής

The Letter of Paul to the Galatians texts

1. Εισαγωγικές σκέψεις

Η Καινή Διαθήκη, και ειδικά η προς Γαλάτας Επιστολή του Παύλου, περιγράφουν εκτενώς πώς η πρώτη εκκλησία πάλευε να αποκτήσει σαφή κατανόηση της σχέσης μεταξύ του (Μωσαϊκού) Νόμου και του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Ποια έπρεπε να είναι η σωστή θεώρηση του νόμου και ποια η σωστή τοποθέτηση των νέων πιστών απέναντι σ’ αυτόν;

Το θέμα για μας σήμερα είναι τριπλής σημασίας, επειδή η σωστή τοποθέτησή μας απέναντι σ’ αυτό επιδρά στην αντίληψή μας περί της σπουδαιότητας της δικαίωσης του αμαρτωλού και του λυτρωτικού έργου του Θεού. Η μελέτη της σχέσης αυτής αποκαλύπτει επίσης, γιατί η υποκρισία – κύριο θέμα αντιπαράθεσης του Ιησού με τους θρησκευόμενους της εποχής Tου – είναι καταστροφική για την προσωπική και την κοινωνική ζωή των χριστιανών. Και, τελικά, η μελέτη του θέματος αυτού μπορεί να αποβεί αποτελεσματική για την ενότητα της εκκλησίας με βάση την αλήθεια και την αγάπη.

Το άρθρο στοχεύει να ρίξει φως στη σημερινή συζήτηση περί νομικισμού καθώς και να εντοπίσει τις ρίζες της υποκρισίας που επηρεάζουν χριστιανούς και εκκλησίες σήμερα.

2. Ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία της επιστολής του Παύλου στους Γαλάτας

Θεολόγοι και βιβλικοί ερευνητές όπως ο D. A. Carson και Douglas J. Moo και άλλοι1 κάνουν εκτεταμένη ιστορική ανάλυση των στοιχείων γύρω από την εκκλησία της Γαλατίας, σχετικά με το αν οι χριστιανοί στους οποίους απευθύνεται ο Παύλος στην επιστολή του πρέπει να θεωρηθούν ως «εθνοτικοί Γαλάτες στο βόρειο τμήμα της επαρχίας ή διάφορες φυλές στον νότο ο οποίος συμπεριλαμβανόταν στη Ρωμαϊκή επαρχία» την εποχή εκείνη με το όνομα αυτό. Παραδοσιακά, ο όρος «Γαλατία» εννοεί τη βόρεια περιοχή. Χρησιμοποίησε ο Παύλος τον προσδιορισμό αυτό; Εκείνος είχε επισκεφτεί το νότιο τμήμα της επαρχίας στο πρώτο ιεραποστολικό του ταξίδι (Πράξεις 13-14), αλλά ποτέ δεν αναφέρεται ρητά ότι επισκέφθηκε τη βόρεια περιοχή, αν και πολλοί πιστεύουν ότι αυτός ήταν ο στόχος του στο δεύτερο του ταξίδι (Πράξεις 16: 6 και 18: 23). Οι Carson και Moo απαριθμούν δέκα εύλογους λόγους για τη θεωρία της Νότιας Γαλατίας και οκτώ εξίσου εύλογους λόγους για τη θεωρία της Βόρειας Γαλατίας. Παρά την έλλειψη απόλυτης απόδειξης για την αλήθεια της μιας έναντι της άλλης θεωρίας, συμφωνούν ότι ο Παύλος στην επιστολή του απευθύνεται στις εκκλησίες της Ρωμαϊκής επαρχίας της Γαλατίας (στα νότια μέρη). Συνδέεται με τα επιχειρήματα αυτά και το θέμα της ημερομηνίας προέλευσης της επιστολής. Για παράδειγμα, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στην επιστολή η απόφαση του Συμβουλίου της Ιερουσαλήμ (Πράξεις 15), το οποίο θα ήταν πολύ κατάλληλο για τα επιχειρήματα που αναπτύσσει. Η αναχώρηση του Πέτρου από το τραπέζι με τους εθνικούς στην Αντιόχεια (Γαλ. 2: 12) πιθανώς να είχε λάβει χώρα πριν από το Συμβούλιο τις μέρες εκείνες. Επιπλέον, γνωρίζουμε, πως ο Παύλος επισκέφτηκε τις εκκλησίες της Γαλατίας στον βορρά δύο φορές κατά τη διάρκεια του πρώτου ιεραποστολικού του ταξιδιού (Πράξεις 14: 21). «Συνολικά», καταλήγουν οι Carson και Moo, «φαίνεται να συνδέεται το ταξίδι που περιγράφει στο Γαλάτας 2: 1-10 καλύτερα με την περιγραφή των Πράξεων 11: 25-30 παρά με αυτή των Πράξεων 15 και αυτό φυσικά σημαίνει ότι η επιστολή του προς τους Γαλάτας πιθανότατα να γράφτηκε πριν από το Συμβούλιο της Ιερουσαλήμ (Πράξεις 15). Καθότι, εάν η ημερομηνία του Συμβουλίου είναι το 48 μ.Χ., τότε αυτή πρέπει να είναι και η ημερομηνία σύνταξης της επιστολής του προς τους Γαλάτας»2.

Η ερμηνεία της επιστολής, ωστόσο, δεν εξαρτάται από μια συγκεκριμένη άποψη, ούτως ή άλλως, καθώς οι «Ιουδαῒζοντες» προσπάθησαν να τραβήξουν τους εθνικούς πιστούς στην εκκλησία προς την πλευρά του μωσαϊκού νόμου, αρνούμενοι την εξουσία της αντίθετης προς αυτούς διδασκαλίας του Παύλου.

 Το σχήμα 1 απεικονίζει τα τέσσερα στάδια του λυτρωτικού σχεδίου του Θεού με την ανθρωπότητα καθώς αυτό εκτυλίσσεται σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία. Η εξέλιξη του σχεδίου αυτού προσθέτει, σε κάθε στάδιο, μια νέα αποκαλυπτική διάσταση. Η πίστη στον Θεό είναι το κοινό στοιχείο όλων των ορθών συμμετεχόντων που προορίζονται για ζωή μαζί Tου.

Σχήμα 1: Το θείο «Σχέδιο Λύτρωσης» καθώς εξελίσσεται στην ανθρώπινη ιστορία

Στη συνεισφορά του στο βιβλίο «Πέντε απόψεις περί Νόμου και Ευαγγελίου», ο Douglas J. Moo, γράφει: «Ο διαχωρισμός της ιστορίας της λύτρωσης σε στάδια ‘πριν τον Χριστό’ και ‘μετά τον Χριστό’… δεν αρνείται τη συνέχειά της η οποία είναι ριζωμένη σε έναν Θεό, που εκτελεί ένα σχέδιο, με έναν λαό. Αλλά πρέπει να επιμείνουμε ότι αυτό το συνεχές και αιώνιο σχέδιο ξεδιπλώνεται σε διαδοχικά και ξεχωριστά στάδια. … Ο μωσαϊκός νόμος περιορίζεται ουσιαστικά στην παλιά εποχή και έχει βρει την εκπλήρωσή του στον Χριστό.»3

3. Η αντιπαράθεση Νόμου-Ευαγγελίου στην πρώτη εκκλησία

Τις πρώτες μέρες της εκκλησίας, το ζήτημα περί νόμου δεν φαίνεται να ήταν πρόβλημα. Δεδομένου ότι οι χριστιανοί ήταν ως επί το πλείστον Εβραίοι, εξακολουθούσαν να σέβονται το νόμο. Συναθροίζονταν στον ναό όπως είχε κάνει και ο Ιησούς. Αντιμετώπιζαν βέβαια ισχυρή εβραϊκή αντιπολίτευση, που όμως δεν αφορούσε την αντίθεσή τους στον νόμο. Η κύρια ανησυχία των Εβραίων ήταν οι μεσσιανικοί ισχυρισμοί των μαθητών, ιδιαίτερα αυτοί περί Ιησού και Ανάστασης (Πράξεις 4: 1-2). Μετά τα γεγονότα γύρω από τον μαρτυρικό θάνατο του Στέφανου, η χριστιανική προσέγγιση στον νόμο δημιούργησε πρόβλημα. Οι Εβραίοι έφεραν ψευδείς μάρτυρες για να δηλώσουν ότι μιλούσε συνεχώς «ενάντια σε αυτόν τον ιερό τόπο και ενάντια στο νόμο» (6: 13). Υπήρχε επίσης ο ισχυρισμός για βλασφημία εναντίον του Μωυσή και του Θεού (6: 11). Στην ομιλία του ο Στέφανος κατέληξε: «Εσείς οι ίδιοι που λάβατε τον νόμο του Θεού μέσω αγγέλων … δεν τον τηρήσατε» (7: 53).

Η εκκλησία της Ιερουσαλήμ συζητώντας την περίπτωση του Κορνήλιου και της οικίας του, δέχτηκε τα αποδεικτικά στοιχεία του Πέτρου με το επιχείρημα ότι το Πνεύμα επήλθε στους εθνικούς καταδεικνύοντας ότι ο Θεός τους έδωσε τη δυνατότητα να «μετανοήσουν και να κερδίσουν την αληθινή ζωή» (Πράξεις 11: 18). Αυτό θεωρήθηκε ως επαρκής απόδειξη ότι η χριστιανική πίστη ήταν ένα σημαντικό βήμα, αλλά απαιτούσε ακόμη πλήρη συζήτηση για το πρόβλημα της «περιτομής» προτού γενικά συμφωνηθεί το ζήτημα του «νόμου». Το πρόβλημα του ίδιου του Πέτρου ήταν αρχικά κοινωνικό (10: 28). Χρειάστηκε ένα θεϊκό όραμα για να τον πείσει ότι αυτό που ήταν παράνομο γι’ αυτόν ως Εβραίο δεν ήταν παράνομο γι’ αυτόν ως χριστιανό. Το περιστατικό δείχνει την ένταση που αντιμετώπισαν οι πρώτοι χριστιανοί. Το ζήτημα της περιτομής βρίσκει την πιο έντονη εστίασή του στις Πράξεις 15 και στην επιστολή του Παύλου προς τους Γαλάτας.4

Το Συμβούλιο της Ιερουσαλήμ

Η ταχεία ανάπτυξη της πρώτης εκκλησίας οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον αυξανόμενο αριθμό εθνικών χριστιανών. Στις πρώτες φάσεις της εκκλησίας και των διδασκαλιών της, δεν ήταν ακόμη σαφές πόση εβραϊκή θρησκευτική κουλτούρα ήταν απαραίτητη για την άσκηση της χριστιανικής τους πεποίθησης. Οι απόστολοι δίσταζαν να αντιμετωπίσουν τους εθνικούς ως πλήρεις κληρονόμους της υπόσχεσης του Θεού (π.χ. Πέτρος στην περίπτωση του Κορνήλιου). Υπήρξε μια διαμάχη ακόμη και ανάμεσα στους αποστόλους, όπως μεταξύ του Παύλου και του Πέτρου, σχετικά με τη σωστή προσέγγιση απέναντι στους Ιουδαϊστές (Γαλ. 2: 11-21). Τα ζητήματα που οδήγησαν στο Συμβούλιο της Ιερουσαλήμ αφορούσαν στην ανάγκη για περιτομή των εθνικών πιστών σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση και την τήρηση του νόμου του Μωυσή. Ο Πέτρος, στην ομιλία του στο Συμβούλιο, αναφέρθηκε στην εμπειρία του στην Ιόππη, ότι δηλαδή ο Θεός δεν αναγνωρίζει την εξωτερική καθαρότητα (σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο), αλλά την αγνότητα της καρδιάς μέσω της πίστης (Πράξεις 15: 9). Μίλησε για τον νόμο ως «βάρος που ούτε οι πρόγονοί μας ούτε εμείς μπορέσαμε να σηκώσουμε» (εδ. 10· δες αναφορά στη σωτηρία στο εδ. 11). Η ετυμηγορία, που συνοψίστηκε από τον Ιάκωβο, ήταν ότι οι μη εθνικοί πιστοί δεν πρέπει να επιβαρύνονται με εβραϊκές θρησκευτικές/πολιτιστικές τελετές, αλλά πρέπει να καλούνται να απέχουν από την κατανάλωση κρέατος που είχε προσφερθεί στα είδωλα, από τη σεξουαλική ανηθικότητα και από την κατανάλωση κρέατος που περιέχει αίμα. Έγραψαν έπειτα μια επιστολή για να ενημερώσουν όλες τις εκκλησίες για αυτήν την απόφαση.

Ο Παύλος, ο Πέτρος και οι Ιουδαϊστές

Στα σχόλιά του στην επιστολή προς Γαλάτας, ο Τζον Στοτ γράφει, «Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά των ψευτο-διδασκάλων είναι ότι ενοχλούσαν την εκκλησία και τροποποιούσαν το ευαγγέλιο. Τα δύο αυτά πάνε μαζί. Το να παίζει κανείς με το Ευαγγέλιο σημαίνει να παρενοχλεί την εκκλησία»5. Ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι ψευτο-διδάσκαλοι προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την εξουσία του Παύλου ήταν να δηλώνουν ότι το ευαγγέλιό του ήταν διαφορετικό από αυτό του Πέτρου και από τις απόψεις όλων των άλλων αποστόλων στην Ιερουσαλήμ. Δεν ήταν οι ίδιοι εκπρόσωποι των αποστόλων, αλλά είχαν εισχωρήσει υπόγεια στην εκκλησία για να υπονομεύσουν το Ευαγγέλιο, να προωθήσουν τον μωσαϊκό νόμο και να ανταγωνίζονται τον Παύλο (και τον Πέτρο) στην Ιερουσαλήμ, την Αντιόχεια και τις εκκλησίες της Γαλατίας. Ο Λουκάς τους αποκαλεί «χριστιανούς της περιτομής» (Πράξεις 11:2) και αυτούς της «παράταξης των Φαρισαίων» (Πράξεις 15:5).

Στην επιστολή του, ο Παύλος κατηγορεί τους Γαλάτες για την απλοϊκή εγκατάλειψη του ευαγγελίου που είχαν ακούσει από αυτόν. Το θέμα είναι σοβαρό και φοβάται ότι έτσι διακυβεύεται το ίδιο το ευαγγέλιο. «Προσθέτετε ανθρώπινη προσπάθεια στο απόκτημα του Χριστού και ανθρώπινα έργα στο έργο του Χριστού; Θεέ μου! Το έργο του Χριστού είναι ένα τελειωμένο έργο και το ευαγγέλιο του Χριστού είναι ένα ευαγγέλιο ελεύθερης χάρης»6. Χρησιμοποιεί δραστική γλώσσα αποκαλώντας τους Ιουδαϊστές, «ανάθεμα» (κατάρα από τον Θεό – 1: 8), και «ψεύτικους αδελφούς» (2: 4) γι΄ αυτό που ισχυρίζονται ότι είναι ή κάνουν. Και καταλήγει στο συμπέρασμα, «οποιοσδήποτε απορρίπτει το αποστολικό ευαγγέλιο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι, πρέπει ο ίδιος να απορρίπτεται».7

Δεδομένου ότι οι Ιουδαϊστές τον κατηγορούσαν ότι δεν ήταν αληθινός απόστολος, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, αυτοδιορισμένος, υπερασπίζεται τον εαυτό του παρέχοντας το ιστορικό της μετατροπής του και τη θεία κλήση να γίνει απόστολος. Το ευαγγέλιο που οι Ιουδαϊστές αμφισβητούν και οι Γαλάτες εγκαταλείπουν, δεν είναι ούτε εφεύρεση, ούτε παράδοση, αλλά αποκάλυψη (1: 11-12). Η προσωπική του ιστορία είναι η απόδειξη. Στα πρώτα εδάφια του δεύτερου κεφαλαίου επισημαίνει ότι το δικό του ευαγγέλιο είναι ακριβώς ίδιο με αυτό των άλλων αποστόλων. Μετά από συνεννόηση με τους άλλους αποστόλους, ούτε ο σύντροφός του Τίτος αναγκάστηκε να περιτμηθεί (2: 3-5) ούτε το ευαγγέλιο «των εθνικών» αμφισβητήθηκε ή τροποποιήθηκε. Αντιθέτως, ο Τίτος έγινε δεκτός, και το ευαγγέλιο του Παύλου έγινε επίσης από όλους αποδεκτό.

Στο προς Γαλάτας 2: 11-16 ο Παύλος περιγράφει την αντίστασή του απέναντι στον απόστολο Πέτρο. Η κατηγορία που του προσδίδει («υποκρισία») είναι σοβαρή και αληθής. Ο Πέτρος και οι συνεργάτες του είχαν συμπεριφερθεί ανέντιμα, κινούμενοι όχι από ειλικρινή πεποίθηση. Η αποχώρησή τους από το γεύμα με τους εθνικούς πιστούς όταν εμφανίστηκαν οι Ιουδαϊστές στην Αντιόχεια δεν προκλήθηκε από θεολογικά μοτίβα, αλλά από φόβο απέναντι σε μια μικρή ομάδα πίεσης στην εκκλησία. Ο Στοτ σχολιάζει: «Αν ο Παύλος δεν είχε λάβει θέση εκείνη την ημέρα, το χριστιανικό κίνημα είτε θα είχε οδηγηθεί ολότελα σε ιουδαϊκό παράδρομο και αδιέξοδο, είτε σε μόνιμη ρήξη μεταξύ μιας εθνικής και μιας ιουδαϊκής χριστιανοσύνης» με έναν Κύριο, αλλά δύο τράπεζες του Κυρίου. «Το θάρρος του Παύλου … διατήρησε τόσο την αλήθεια του ευαγγελίου όσο και τη διεθνικότητα της αδελφοσύνης της εκκλησίας.»8

Το Ευαγγέλιο: Νέο σύμφωνο του Θεού

Ο Douglas J. Moo ισχυρίζεται ότι ο Λούθηρος είχε δίκιο στο ότι ο μωσαϊκός νόμος ποτέ δεν μπορεί να είναι παράγοντας απελευθέρωσης από την αμαρτία, γιατί η φύση του είναι να απαιτεί έργα που δεν μπορούν ποτέ να είναι επαρκή για τη δικαίωση ενός αμαρτωλού απέναντι στον άγιο Θεό. Η επιμονή του Λουθήρου σε άκαμπτη διάκριση μεταξύ Νόμου και Ευαγγελίου βασίζεται στο γεγονός ότι ο Νόμος υπονοεί «έργα» και το Ευαγγέλιο «πίστη».

Υπάρχουν τρεις δείκτες στη διδασκαλία του Ιησού που πρέπει να θεωρηθούν πρόδρομοι για το τέλος της εποχής του Νόμου και την αρχή της νέας εποχής του Ευαγγελίου.

Πρώτον, με ένα χαρακτηριστικό ρητό ο Ιησούς σηματοδοτεί τη «μετάβαση» από τη Μωσαϊκή Διαθήκη στη Νέα Διαθήκη: «Σας βεβαιώνω πως μάνα δεν γέννησε ως τώρα άνθρωπο πιο μεγάλο από τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Ο πιο μικρός όμως στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερός του» (Ματθ. 11: 11). Παρά το γεγονός ότι η ζωή του είναι μέρος της Καινής Διαθήκης, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής παραμένει μια μορφή της Μωσαϊκής Διαθήκης, προετοιμάζοντας τον δρόμο για τον Μεσσία.

Δεύτερον, η μετάβαση εισάγεται επίσημα στο Όρος της Μεταμόρφωσης από τη φωνή που προέρχεται από το σύννεφο και δοξάζει τον Ιησού μεταξύ των δύο μορφών της Μωσαϊκής Διαθήκης, του Μωυσή και του Ηλία, που εμφανίζονται μαζί του: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, ο εκλεκτός μου. αυτόν να ακούτε» (Ματθ. 17: 5). Εδώ, ο Θεός εισάγει ξεκάθαρα το νέο σύμφωνο, το Σύμφωνο του Ευαγγελίου. Ούτε ο Μωυσής, ούτε ο Ηλίας δεν έχουν πια εξουσία, μόνο ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού που είναι η τελευταία λέξη του Θεού προς την ανθρωπότητα, το αποκορύφωμα της Ιστορίας της Λύτρωσης (Εβρ. 1: 1-2).

Τρίτον, στο Ιωάν. 13: 34-35 (μετά το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών) ο Ιησούς λέει: «Εντολήν καινήν σας δίδω, να αγαπάτε αλλήλους. καθώς εγώ σας ηγάπησα κι εσείς να αγαπάτε αλλήλους.  Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθητές μου εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους». Αυτή η εντολή επαναλαμβάνεται από τον Ιωάννη στην πρώτη του επιστολή (Α’ Ιωάν. 3: 23): «Αυτή είναι η εντολή του: Να πιστέψουμε στο όνομα τού Ιησού Χριστού, του Υιού Tου και να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε ο Χριστός». Πέρα από την εντολή που δόθηκε στους Εβραίους στον Μωσαϊκό Νόμο, ο Ιησούς εισάγει μια νέα εντολή: Προτρέπει τους μαθητές Του να μιμηθούν την αγάπη του Κυρίου τους στην αδελφική αγάπη μεταξύ τους. Το παράδειγμα του Χριστού ήταν να δώσει τα πάντα – ακόμα και την ίδια του ζωή – για τους αδελφούς Του. Αυτό διαφέρει από το είδος αγάπης «του πλησίον ως σεαυτόν». Ο Ιησούς ζητάει η αγάπη προς τον αδελφό να ξεπερνάει την αγάπη για τον εαυτό. Αυτή η αρχή, της υπέρμετρης αγάπης του Χριστού προς τον αδελφό, θα είναι πλέον το διακριτικό σημάδι της Νέας Διαθήκης, η αγάπη μεταξύ Χριστού και Εκκλησίας.

Μετά την ανάστασή του, ο Ιησούς προτρέπει τους μαθητές Του να διδάξουν όλα όσα Εκείνος τους διέταξε (Ματθ. 28: 19-20). Πρόκειται λοιπόν για οριστική μετατόπιση της εστίασης από τον (Μωσαϊκό) νόμο στον ίδιο τον Ιησού και τις εντολές Του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο νόμος δεν θα λειτουργεί πλέον ως το απόλυτο και άμεσο πρότυπο συμπεριφοράς για τους ανθρώπους του Θεού, αλλά πρέπει να θεωρείται υπό τον φακό της διακονίας και της διδασκαλίας του ίδιου του Χριστού. Δύο βασικά κείμενα στα οποία ο Παύλος εφαρμόζει τη γλώσσα εκπλήρωσης του Μωσαϊκού νόμου βρίσκονται στα χωρία Γαλ. 5: 14 και Ρωμ. 13: 8-10. Και στα δύο, η αγάπη για τον συνάνθρωπο παρουσιάζεται ως η «εκπλήρωση» του νόμου.

4. Ποιες οι επιπτώσεις σήμερα;

Ο D. Moo γράφει: «Νομίζω ότι ο Θεός ακολουθεί ένα πρόγραμμα καθ’ όλη την Ιστορία της Λύτρωσης. Η εκκλησία είναι σήμερα ο υποδοχέας όχι μόνο των ευλογιών, αλλά και της αληθινής εκπλήρωσης τόσο της Αβρααμικής διαθήκης όσο και της Μωσαϊκής διαθήκης. Κατά συνέπεια, ενώ ο νόμος του Μωυσή μπορεί να μην έχει πλέον άμεση εξουσία στους χριστιανούς, η διδασκαλία του παραμένει έμμεσα επιτακτική λόγω της «εκπλήρωσης» αυτού του νόμου στον Χριστό και τον δικό Tου νόμο»9. Στο Α’ Κορ. 9: 21 ο Παύλος διασαφηνίζει την έννοια του «νόμου του Χριστού» σε σχέση με τον νόμο του Μωυσή: «Εις τους ανόμους ως άνομος (μη ων άνομος εις τον Θεόν [δηλ. ως προς τον Μωσαϊκό νόμο], αλλ’ έννομος εις τον Χριστόν) δια να κερδίσω ανόμους». Με λόγια σαν αυτά ο Παύλος υποστηρίζει πως οι χριστιανοί που ζουν κάτω από τη νέα διαθήκη του Χριστού, είναι απελευθερωμένοι από τον Μωσαϊκό νόμο που σημαίνει ότι τώρα βρίσκονται υπό τον νόμο του Χριστού. Και καταλήγει στο συμπέρασμα: Η νέα αυτή μορφή διαθήκης (του νόμου του Θεού), δεν είναι κώδικας ή σειρά εντολών και απαγορεύσεων, αλλά αποτελείται από το σώμα της διδασκαλίας του Χριστού και των αποστόλων και βρίσκεται πλέον κάτω από την κατευθυντήρια επιρροή του Αγίου Πνεύματος. Η αγάπη έχει κεντρικό ρόλο στον νόμο αυτό, όπως και υπάρχει έντονη συνέχεια με διατάγματα του Μωσαϊκού νόμου που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον «νόμο του Χριστού».

Στην επιστολή του στους Γαλάτες, ο Παύλος δεν περιορίζει την κριτική του νόμου στο ζήτημα της αιτιολόγησης, γράφοντας: «Εάν σας καθοδηγεί το Πνεύμα, δεν είστε υπό τον νόμο» (Γαλ. 5:18), αλλά στο πλαίσιο του χωρίου 5: 13 – 6: 10, τονίζει ότι οι χριστιανοί, αν και «ελεύθεροι» στον Χριστό (5:1, 13), δεσμευόμαστε από ορισμένες ηθικές επιταγές – όπως το να αγαπάμε ο ένας τον άλλο (5: 13 – 15) και το να εκδηλώνουμε τον καρπό του Πνεύματος (5:22-26). Ακολουθώντας αυτές, εκπληρώνουμε τον «νόμο του Χριστού» (6:2).

Είδαμε ότι ο Μωσαϊκός νόμος δεν αποτελεί πλέον άμεση πηγή καθοδήγησης για τους πιστούς της νέας διαθήκης. Πώς λοιπόν πρέπει οι χριστιανοί να διαβάζουν τον νόμο του Μωυσή; Πρώτον, ο Μωσαϊκός νόμος έχει ρόλο επεξηγητικό, «συμπληρώνει» και εξηγεί βασικές έννοιες και δεύτερον, ο (Μωσαϊκός) νόμος είναι μάρτυρας της εκπλήρωσης του σχεδίου του Θεού στον Χριστό.

Τρία μαθήματα για τους χριστιανούς και την εκκλησία σήμερα προκύπτουν από αυτά που αναλύσαμε:

Μάθημα 1ο: Υπάρχει ανάγκη θαρραλέας ηγεσίας για την υπεράσπιση της αλήθειας

Η εκκλησία σήμερα, όπως και στις πρώτες μέρες της, χρειάζεται θαρραλέους ηγέτες για να σταθεί όρθια απέναντι στο ψέμα (π.χ. στην εποχή της μετά-αλήθειας, τις «ψεύτικες» ειδήσεις, κλπ.) και στην αδικία. Για να μπορέσει να το κάνει αυτό, οι ηγέτες της πρέπει να είναι ακέραιοι, με αφοσίωση στον Θεό. Μπορεί να μην έχουμε πλέον τον αυθεντικό λόγο των αποστόλων, όπως τον είχε η πρώτη εκκλησία, αλλά έχουμε τον Λόγο του Θεού, έχουμε στοχαστές, απολογητές και θεολόγους. Έχουμε συμβούλια σοφών. Πρέπει απλώς να τα διατηρήσουμε, να κρατήσουμε τον Λόγο και τις απόψεις του αιχμηρές, προσευχόμενοι ο Θεός να καθοδηγεί τη σημερινή πνευματική ηγεσία προς τους δικούς του σκοπούς.

Η εκκλησία χρειάζεται επίσης μέλη που είναι άγρυπνα και σε εγρήγορση, ικανά να μιλούν «την αλήθεια με αγάπη», αντισταθμίζοντας έτσι ευγενικά και αποτελεσματικά κακές έννοιες και ιδέες μέσα στα κοινωνικά μέσα, στην τηλεόραση και άλλα μέσα ενημέρωσης. Χρειαζόμαστε οι χριστιανοί να μιλήσουν, να γράψουν τις απόψεις τους σε ιστολόγια, άρθρα, σελίδες και σχόλια.

Μάθημα 2ο: Υπάρχει ανάγκη βαθιάς κατανόησης της καταστροφικής φύσης της υποκρισίας

Υποκρισία είναι η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια κάποιου να μην εμφανίσει τον πραγματικό εαυτό του και να παρουσιάσει μια ψεύτικη εικόνα για τις ιδέες, τα αισθήματα και τις προθέσεις του10. Ο νομικισμός οδηγεί στην υποκρισία. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις επιταγές του νόμου, η φυσική τους αντίδραση είναι να προσποιούνται ότι το πράττουν. Αυτό οδήγησε τους Φαρισαίους στο να είναι υποκριτές, κάτι που ο Ιησούς επέκρινε σθεναρά (βλ. Ματθ. 23). Χριστιανοί μπορούν να πέσουν στην παγίδα της υποκρισίας όταν προσπαθούν να εκπληρώσουν τον νόμο του Χριστού με τις δικές τους προσπάθειες (νομικισμός).

Η υποκρισία είναι επικίνδυνη, πρώτον επειδή τρέφεται με ένα αυτοκαταστροφικό ψέμα περί των ιδίων ικανοτήτων (αυταπάτη). Δεύτερον, είναι επικίνδυνη για άλλους που γίνονται θύματα των υποκριτών. Τα θύματα περιφρονούνται εάν δεν μπορούν να συγκριθούν με τις ικανότητες του υποκριτή που θέτει υψηλούς στόχους για τους άλλους (ως «τυφλός οδηγός») χωρίς ο ίδιος να μπορεί να τους επιτύχει (ασυνέπεια). Τρίτον, ο Ιησούς επέκρινε τους υποκριτές επειδή εκπαίδευαν άλλους να γίνουν ακόμη χειρότεροι υποκριτές (πολλαπλασιαστές του κακού). Τέταρτον, οι υποκριτές εφαρμόζουν λανθασμένα μέτρα (μπερδεμένες απόψεις για το τι είναι ουσιώδες και σημαντικό). Πέμπτον, οι υποκριτές είναι διπλής όψης (καθαροί απ΄ έξω, αλλά «γεμάτοι νεκρά οστά» στο εσωτερικό). Έκτον, οι υποκριτές είναι ψεύτικοι (διπλοπρόσωποι), όχι πραγματικοί. Ποια θα ήταν μια τυπικά υποκριτική έκφραση σήμερα;

Στην Αμερική για παράδειγμα, μερικοί θεωρούν υποκριτές τους χριστιανούς που δηλώνουν ότι είναι υπέρ της ζωής, δηλ. κατά των εκτρώσεων, αλλά ταυτόχρονα είναι υποστηρικτές της θανατικής ποινής ή μιας φιλελεύθερης νομοθεσίας παροχής όπλων!

Μάθημα 3ο: Ζώντας αυθεντικά συμβάλλει στη διατήρηση της ενότητας της Εκκλησίας

Είναι εύκολο για τους Χριστιανούς να διαχωρίζονται όταν προκύψουν συγκρούσεις ή όταν δεν μπορούν να συμφωνήσουν για ορισμένα θέματα. Αλλά αυτό είναι απλώς σύμπτωμα μιας υποκείμενης αδυναμίας, δηλαδή αδυναμίας σεβασμού του άλλου με αγάπη και μιας αδυναμίας να λέμε την αλήθεια με ειλικρίνεια και συμπόνια.

Ο ίδιος ο Παύλος είναι παράδειγμα γι’ αυτό. Η διαμάχη του με κάποια μέλη της εκκλησίας της Κορίνθου και ο διαπληκτισμός του με τον Βαρνάβα, τον μέντορα και συνοδοιπόρο του, δείχνει την ευπάθειά του για μη αποφυγή συγκρούσεων καθώς επιμένει στη δική του άποψη. Όμως, η αναζήτηση συμφιλίωσης αργότερα δείχνει ότι ήταν σε θέση να εκτείνει το συντροφικό του χέρι σ’ εκείνους που ο ίδιος κάποτε επέκρινε.

5. Συμπέρασμα

Κοιτάζοντας ξανά την αρχή αυτού του άρθρου, μπορεί να πει κανείς ότι η πρώτη εκκλησία μεγάλωσε με την απόκτηση μιας πληρέστερης κατανόησης του Νόμου που βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια στην Ιστορία της Λύτρωσης. Με την πληρότητα της αποκάλυψης του Θεού στον Ιησού Χριστό, οι πιστοί κατάλαβαν ότι «ο δίκαιος θα ζήσει δια της πίστης», με τη δύναμη του Πνεύματος.

Μέσω της δικαιοσύνης δια της πίστης και της υιοθεσίας στην οικογένεια του Θεού ανοίγονται νέες δυνατότητες προς μια ζωή που τη χαρακτηρίζουν πλέον η ελευθερία και η αγάπη.

Οι χριστιανοί ηγέτες σήμερα πρέπει να μάθουν από τα μαθήματα που έδωσε η πρώτη εκκλησία και οι ηγέτες της, όπως ο Παύλος, για να είναι θαρραλέοι και σταθεροί όταν απαιτείται να υπερασπιστούν το ευαγγέλιο και την αλήθεια του Θεού.

Είναι σημαντικό για μας ως χριστιανούς να διακρίνουμε και να ξεσκεπάζουμε την αμαρτία της υποκρισίας σήμερα. Η υποκρισία είναι βλαβερή, συνδέεται με ψέμα προς τον ίδιο μας τον εαυτό, τους συνανθρώπους μας και τον Θεό. Είναι η αμαρτία που, όπως καμία άλλη, προκάλεσε την αυστηρή αντίσταση του Ιησού καθ’ όλη τη γήινη διακονία Του. Προκειμένου να αποφύγουμε την παγίδα της υποκρισίας, πρέπει ως χριστιανοί να είμαστε προσκολλημένοι στην αλήθεια και την αγάπη.

Όπως και στην εποχή της πρώτης εκκλησίας, η αλήθεια και η αγάπη είναι τα βασικά συστατικά για την ενότητα και τη ‘φυσιολογική’ ανάπτυξη της εκκλησίας και σήμερα.

__________________________________________________________

  1. D. A. Carson και Douglas J. Moo, An Introduction to the New Testament, Grand Rapids: Zondervan, 2005, σ. 458-461. Frédéric Godet, Introduction to the New Testament, μεταφρ. William Affleck, Edinburgh: T.&T. Clark, 1894, σ. 181-188.
  2. Carson και Moo, ομ., σ. 463-464.
  3. Douglas J. Moo, “The Law of Christ as the Fulfilment of the Law of Moses: A Modified Lutheran View”, στο Wayne G. Strickler κ.ά., Five Views on Law and Gospel, Counterpoints Series: Bible and Theology, Grand Rapids, Michigan: Zondervan, 1999, σ. 321-322.
  4. Donald Guthrie, New Testament Theology, Downers Grove: Inter-Varsity Press, 1981, σ. 685-686.
  5. John R. W. Stott, The Message of Galatians, Leicester: Inter-Varsity Press, 1968, σ. 25.
  6. Ομ.,σ. 22.
  7. Ομ., σ. 52
  8. Ibid, 27.
  9. D. J. Moo, ομ., σ. 316.
  10. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 1998.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top