Μετάνοια και πίστη

Πολύ παλιά, και με διαχρονική παρουσία, η διαπίστωση ότι για μας τους ανθρώπους «κάτι δεν πάει καλά». Κοιτώντας προς τα πίσω, στη ροή της ιστορίας, διαπιστώνει κανείς ότι η παρουσία αυτής της αλήθειας βρίσκεται συνεχώς στη συνείδηση και στη σκέψη κάθε ανθρώπου. Σε κάθε εποχή, σε όλα τα περιβάλλοντα, η διαπίστωση είναι σχεδόν ταυτόσημη: «Κάπου ξεφύγαμε», ή «κάτι δεν πάει καλά», ή «κάπου χάσαμε τη μπάλα». Όπως και να το πει κανείς, η διαπίστωση είναι ταυτόσημη. Και κάθε άνθρωπος που σκέφτεται και βλέπει γύρω του είναι υποχρεωμένος να συμφωνήσει. Η αρχική υποψία έχει γίνει βεβαιότητα. Η υπόνοια είναι τώρα πια διάγνωση θεμελιωμένη.

Ξεφυλλίζοντας, βέβαια, την Αγία Γραφή, διαπιστώνουμε ότι η αλήθεια αυτή εμφανίζεται επανειλημμένα στις σελίδες της. «Πάντες ἡμεῖς ἐπλανήθημεν ὡς πρόβατα· ἐστράφημεν ἕκαστος εἰς τὴν ὁδὸν αὑτοῦ» γράφει ο Ησαΐας (νγ’ 6) για να προσθέσει αργότερα «πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν εἶναι ὡς ῥυπαρὸν ἱμάτιον» (Ησαΐας ξδ’ 6) και ο Απόστολος Παύλος, ακόμη πιο συγκεκριμένα θα τονίσει: «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμαίους γ’ 23). Αυτό το «πάντες» είναι και απόλυτο και κατηγορηματικό. Πάντες – δηλαδή όλοι, χωρίς εξαίρεση. Κανένας δεν μένει απέξω. Κανένας απολύτως.

Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος και η συναίσθηση των συνεπειών που αυτό συνεπάγεται, είναι που δημιουργεί μέσα στον άνθρωπο την ανάγκη να αναζητήσει διέξοδο. Πιο απλά και πιο σωστά, να αναζητήσει σωτηρία. Να κάνει κάτι, για να ξεφύγει από τη μοίρα του. Να πάρει κάποιες αποφάσεις, ή να προβεί σε κάποια διαβήματα που θα αλλάξουν τη μοίρα του. Συναίσθηση που κάθε άνθρωπος την έχει μέσα του, άλλοτε έντονη και άλλοτε ασαφή, αλλά πάντως και αυτή είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό και πανανθρώπινο. Όπως η διάγνωση, έτσι ακριβώς και η ενδεχόμενη θεραπεία, αν φυσικά υπάρχει κάπου κάποια τέτοια.

Στον προσεκτικό μελετητή της Καινής Διαθήκης κάνει εντύπωση το γεγονός ότι αυτό το αίτημα εμφανίζεται αμέσως, ως ανταπόκριση από μέρους των ακροατών του, στο πρώτο κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής. Το ερώτημα που θέτουν οι ακροατές είναι ξεκάθαρο: «Τί πρέπει νὰ κάμωμεν, ἄνδρες ἀδελφοί;» (Πράξεις β’ 37). Δηλαδή, νιώθουν εκείνοι οι άνθρωποι, ακούγοντας το κήρυγμα του Πέτρου, ότι πρέπει κάτι να κάνουν. Πρέπει σε κάποιες ενέργειες να προβούν. Πρέπει να κινητοποιηθούν, ώστε να γλυτώσουν από τη μοίρα τους που προβλέπεται δυσοίωνη.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους Φιλίππους με τον γνωστό δεσμοφύλακα που μόλις συμβαίνει ο σεισμός τη νύκτα, τρέχει μπροστά στον Απόστολο Παύλο και του θέτει το ερώτημα που καίει μέσα του: «τί πρέπει νὰ κάμω διὰ νὰ σωθῶ;» (Πράξεις ις’ 30). Η διατύπωση του ίδιου αιτήματος, με κάπως διαφορετική ορολογία, που όμως στην πραγματικότητα είναι ερώτημα, ή ίσως απορία, ή ίσως αναζήτηση απλώς κάθε ανθρώπου που ζει σ’ αυτό τον κόσμο και που, έστω και πότε – πότε, σκέφτεται όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του και προσπαθεί να τοποθετήσει, ανάμεσα σ’ αυτά, και τη μοίρα τη δική του.

Αν προσέξουμε όμως τις απαντήσεις που δίνουν οι δύο μεγάλοι Απόστολοι, ο Πέτρος και ο Παύλος, στο ερώτημα που τους έχει τεθεί, στον πρώτο της ημέρας της Πεντηκοστής και στον δεύτερο στους Φιλίππους, μας κάνει εντύπωση ότι τονίζουν δύο κυρίως στοιχεία που είναι πολύ απλά αλλά και πολύ σημαντικά. Ο Πέτρος λέει: «μετανοήσατε» και ο Παύλος λέει: «πίστευσον». Επομένως, η μετάνοια και η πίστη είναι τα δύο στοιχεία που προτείνονται από τους δύο κορυφαίους Αποστόλους σε κείνους τους ανθρώπους που αγωνιούν και διερωτώνται τι θα πρέπει άραγε να κάνουν για να σωθούν. Για να γλυτώσουν από την μοίρα τους που προβλέπεται σκοτεινή και δυσάρεστη. Για να αποφύγουν τις συνέπειες της εκτροπής τους, ίσως – αν θέλουμε να το πούμε πιο «θεολογικά» – να αποφύγουν τις συνέπειες της αμαρτίας τους.

Καθώς οι δύο αυτές προστακτικές, το «μετανοήσατε» του Αποστόλου Πέτρου και το «πίστευσον» του Αποστόλου Παύλου έρχονται στο προσκήνιο της σκέψης μας, είναι αδύνατο να μη θυμηθούμε ότι ουσιαστικά αυτές οι δυο εντολές αποτελούσαν και το κήρυγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, απ’ την πρώτη στιγμή της εμφανίσεώς του σ’ αυτό τον κόσμο. Είναι ξεκάθαρος και κατηγορηματικός στη διήγησή του ο Μάρκος όταν μας περιγράφει ότι: «ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύττων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ λέγων ὅτι ἐπληρώθη ὁ καιρὸς καὶ ἐπλησίασεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε εἰς τὸ εὐαγγέλιον…» (Μάρκος α’ 14-15). Το ίδιο πράγμα που λένε και οι δυο κορυφαίοι Απόστολοι. Μετάνοια το πρώτο βήμα, πίστη το δεύτερο βήμα. Και, όπως είναι φυσικό, η απάντηση αυτή δημιουργεί ένα ερώτημα στον οποιοδήποτε αποδέκτη της. Καλά η μετάνοια, καλά και η πίστη – αλλά και τα δύο αυτά είναι ενέργειες διανοητικές, συναισθηματικές, εσωτερικές. Το ερώτημα «τι να κάμω;» είναι πολύ πιο προσγειωμένο και πολύ πιο πρακτικό. Και όμως, τόσο η απάντηση των δύο Αποστόλων, όσο και το κήρυγμα του Ιησού Χριστού, δεν ζητάει, τουλάχιστον αρχικά, τίποτε πρακτικό. Τίποτε, δηλαδή, που πρέπει να κάνω, με δική μου προσπάθεια, με δικές μου ενέργειες, με δικές μου πρωτοβουλίες. Μου ζητάει, όμως, να «μετανοήσω» και να «πιστέψω». Πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα.

Η λέξη «μετάνοια» σημαίνει, βέβαια, την αλλαγή γνώμης ή απόφασης συνήθως. Έχει όμως και μια βαθύτερη έννοια, που δεν παραλείπουν να την τονίσουν τα λεξικά μας, δηλαδή την συναίσθηση σφάλματος και την ψυχική συντριβή που αυτή συνεπάγεται. Ειδικά στην Αγία Γραφή, η λέξη «μετάνοια» προχωράει ακόμη παραπέρα. Σημαίνει την αλλαγή της νοοτροπίας, σημαίνει την διαφοροποίηση των αντιλήψεων, που μπορεί μέχρι σήμερα να αποτελούσαν τον κανόνα της ζωής και της πορείας του ανθρώπου στον κόσμο, αλλά από εδώ κι εμπρός όλα αυτά ανατρέπονται, αλλάζουν, διαφοροποιούνται και εγκαθίσταται ένας καινούριος τρόπος σκέψης, τελείως διαφορετικός από τον προηγούμενο. Επομένως, μέσα στο Λόγο του Θεού, η μετάνοια δεν είναι απλά μια στιγμιαία και ασήμαντη αλλαγή, αλλά μια ριζική αναθεώρηση πεποιθήσεων, απόψεων και σκέψεων που ουσιαστικά ανατρέπει όλα τα προηγούμενα και εγκαθιστά ένα καινούριο καθεστώς.

Αυτή όμως η μετάνοια δεν είναι κάτι που μπορεί να το κάνει ο άνθρωπος μόνος του. Κι εδώ ακριβώς παρεμβαίνει ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος, που υποβοηθεί και οργανώνει το έργο της μετάνοιας μέσα στον άνθρωπο ώστε η αλλαγή να είναι ουσιαστική και πραγματική. Αυτό είναι, άλλωστε, εκείνο που λέγεται πολλές φορές, ότι δηλαδή τους ανθρώπους ξέρει να τους αλλάζει μόνο ο Χριστός.

Απ’ την άλλη μεριά, η πίστη είναι, σύμφωνα με τα λεξικά, η παραδοχή, η πεποίθηση, η εμπιστοσύνη που έχει ο άνθρωπος σε κάτι ή σε κάποιον. Η Αγία Γραφή όμως μας δίνει ένα μεγαλειώδη ορισμό της λέξης «πίστη», που έχει θαυμάσιο περιεχόμενο και αιώνιες συνέπειες. Τον βρίσκουμε στην επιστολή προς Εβραίους ια’ 1: «Εἶναι δὲ ἡ πίστις ἐλπιζομένων πεποίθησις, βεβαίωσις πραγμάτων μή βλεπομένων». Δηλαδή, πίστη δεν είναι απλώς η αποδοχή κάποιας πραγματικότητας που μας προσφέρεται αδιαμφισβήτητη και θεμελιωμένη, αλλά είναι η πεποίθηση για πράγματα που δεν μπορούν απολύτως να ελεγχθούν και η βεβαιότητα για κείνα που δεν μπαίνουν σε ανθρώπινο έλεγχο. Είναι, επομένως, η πίστη, που για κείνην μιλάει η Αγία Γραφή, ένα τεράστιο βήμα που μπορεί ο άνθρωπος να το πραγματοποιήσει μόνο αν στηριχθεί στη δύναμη και στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού.

Να λοιπόν ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα «πώς μπορώ να σωθώ;». Πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα. Δύο λέξεις μονάχα που εκφράζουν τα πάντα. Πρώτη, η μετάνοια και δεύτερη, η πίστη. Αλλά με την βαθύτερη έννοια των δυο αυτών λέξεων και με την κάλυψη και δραστηριοποίησή τους με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος του Θεού.

Βέβαια, το ερώτημα που απομένει είναι αν, τελικά, έχουμε να κάνουμε και κάτι πιο απλό, πιο συγκεκριμένο, πιο χειροπιαστό. Αν, δηλαδή, για να φτάσουμε στον τελικό στόχο της σωτηρίας, θα πρέπει να προβούμε και σε κάποιες πρακτικές ενέργειες απέναντι σ’ αυτούς που είναι γύρω μας ή και στις οποιεσδήποτε υποθέσεις μας αφορούν προσωπικά. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική, με την προϋπόθεση όμως ότι όλα αυτά δεν θα προηγηθούν αλλά θα επακολουθήσουν. Δηλαδή οι οποιεσδήποτε αλλαγές στη ζωή μας ή οποιαδήποτε δραστηριότητα που θα αναπτύξουμε από κει κι εμπρός, οι τυχόν αγαθοεργίες ή ενέργειες υψηλού περιεχομένου, που θα προχωρήσουμε σε κείνες, θα είναι αποτέλεσμα όχι πρωτοβουλίας δικής μας, αλλά εμπνεύσεις που υλοποιούνται κάτω από την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Ή, για να πούμε το ίδιο πράγμα ακόμη πιο απλά, όλα αυτά δεν αποτελούν προϋπόθεση για τη σωτηρία μας. Αντίθετα, αποτελούν απόδειξη της σωτηρίας μας. Είναι εκείνο που λέγεται πολύ συχνά, ότι δηλαδή τα «καλά έργα» δεν είναι προϋπόθεση για να σωθούμε, αλλά απόδειξη ότι σωθήκαμε. Γι’ αυτό και η εμφάνισή τους είναι μεταγενέστερη από τη σωτηρία. Δεν προηγούνται, αλλά επακολουθούν. Δεν αποτελούν το υπόστρωμα, αλλά το αποτέλεσμα. Πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα.

Ξαναγυρίζουμε στο αγωνιώδες ερώτημα που εμφανίζεται στη σκέψη και τη ζωή όλων σχεδόν των ανθρώπων. Στο «Τί πρέπει νὰ κάμωμεν, ἄνδρες ἀδελφοί;» των Ιουδαίων της Πεντηκοστής ή, στο «τί πρέπει νὰ κάμω διὰ νὰ σωθῶ;» του δεσμοφύλακα στους Φιλίππους. Όπως κι αν διατυπώσουμε το ερώτημα (και υπάρχουν φυσικά ποικίλοι τρόποι) λέμε στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα. Εκφράζουμε την αγωνία μας, διατυπώνουμε την αναζήτησή μας, παρουσιάζουμε την ελπίδα μας να βρούμε διέξοδο, να προσφύγουμε κάπου, να προχωρήσουμε σε κάποιες ενέργειες που θα μας εξασφαλίσουν αυτή την πολυπόθητη σωτηρία. Και βέβαια, ακόμα και στις μέρες τις δικές μας, η απάντηση είναι πάντοτε η ίδια και πάντοτε πολύ απλή. Δηλαδή, μετάνοια και πίστη. Τίποτε παραπάνω, αλλά και τίποτε λιγότερο. Πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα. Όπως ακριβώς το υπαινίσσεται ο Απόστολος Πέτρος, όπως το υποδεικνύει ο Απόστολος Παύλος, όπως το προσφέρει ο Ιησούς Χριστός. Και τότε και τώρα. Και πριν από πολλούς αιώνες, αλλά και σήμερα. Το ίδιο, όπως και τότε, έτσι και τώρα. Το ίδιο ακριβώς.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top