Κανόνες ερμηνείας: Η Γραφή ερμηνεύει τη Γραφή

white book page on white table

Εισαγωγή

Μία από τις βασικές αρχές ερμηνείας των Γραφών είναι πως η Γραφή ερμηνεύει την Γραφή. Αυτή η αρχή δεν αποτελεί, απλώς, μια χρήσιμη οδηγία για τα δυσνόητα ή “δύσπεπτα” τμήματα της Αγίας Γραφής, όπου χρειαζόμαστε βοήθεια από άλλες παράλληλες ή σχετικές περικοπές, αλλά ένας κανόνας για την ερμηνεία οποιουδήποτε χωρίου της. Κάθε τμήμα της Αγίας Γραφής πρέπει να ερμηνευτεί στο φως ολόκληρου του Λόγου του Θεού. Οφείλω να ερμηνεύω κάθε χωρίο υπό το φως της υπόλοιπης Γραφής.

Επίσης, αυτή η αρχή αποτελεί μια βαθιά θεολογική δήλωση σχετικά με τη θεοπνευστία των Γραφών και την πρόσληψή τους, ως Λόγο του Θεού. Πιστεύουμε πως η Γραφή ερμηνεύει τη Γραφή, επειδή μόνο αυτή είναι σε ικανή θέση να προσφέρει μια σωστή ερμηνεία του Λόγου του Θεού, διότι ο θεόπνευστος Λόγος του Θεού χρειάζεται θεόπνευστη προσέγγιση για την ανάλυση του. Αυτή η δήλωση προσφέρει ήδη πρακτική συμβουλή για τον ερμηνευτή των Γραφών: δεν ξεκινώ με τη δική μου προσέγγιση και προσπάθεια ερμηνείας και αν χρειαστεί εξετάζω άλλες σχετικές περικοπές με το χωρίο το οποίο μελετώ, αλλά ξεκινώ ρωτώντας “τι λέει η υπόλοιπη Γραφή σχετικά με όσα διαβάζω”; Αυτή η ερμηνευτική ματιά της Γραφής στο χωρίο που μελετώ θα πρέπει να είναι αρκετή, προτού συμβουλευτώ οποιαδήποτε άλλη “ματιά”.

Φυσικά, στη βάση αυτής της αρχής βρίσκεται μια θεμελιώδης προϋπόθεση, πως υπάρχει ένα τέτοιο ενιαίο σύνολο κειμένων που ονομάζουμε Γραφή και πως τα ίδια αυτά θεόπνευστα κείμενα μαρτυρούν την ύπαρξη ενός κλειστού “Κανόνα” — αναφέρομαι στον κανόνα τα 39 βιβλίων της ΠΔ και των 27 της ΚΔ — ενώ παράλληλα μας προσφέρουν οδηγίες για το πώς να τις προσεγγίσουμε. Χρειάζεται να εξετάσουμε δηλαδή εάν η Γραφή έχει μια τέτοια εικόνα για τον ίδιο της τον “εαυτό”.1

Έτσι, στο υπόλοιπο αυτής της σύντομης μελέτης, θα εξετάσουμε εάν οι Γραφές μαρτυρούν για ένα τέτοιο ενιαίο σύνολο με αυτό τον “εσωτερικό” κανόνα: η Γραφή ερμηνεύει τη Γραφή και τέλος θα δούμε μια σημαντική πρακτική διάσταση αυτής της αρχής μέσα από ένα παράδειγμα.

Οι Γραφές μιλούν για τις Γραφές

Οι Γραφές μιλούν για τις ίδιες τις Γραφές. Αυτό είναι το ζητούμενο και την ίδια στιγμή το επιχείρημα στη μελέτη μας. Αν οι Γραφές μιλούν για τις ίδιες τις Γραφές έχουμε και τον κανόνα και την επιβεβαίωση του κανόνα.

Ξεκινώντας από τις σελίδες της ΠΔ, συναντούμε μια αυτο-συνείδηση και αυτο-αναγνώριση των κειμένων ως θεόπνευστων, “μία αναγνώριση πως ό,τι είναι γραμμένο είναι δοσμένο από τον Θεό για την καθοδήγηση του λαού Του”2(Δτ. 5:22, 32, 29:9, 30:9-10, 31:24-29, Ιησ. 1:7-8, 8:34). Αυτή η κοινή αντίληψη για τα κείμενα της ΠΔ επιβεβαιώνεται στις σελίδες της ΚΔ, όπου τη συναντούμε ως δεδομένη στο μυαλό των ανθρώπων της εποχής. Οι στερεότυπες φράσεις όπως “ἐστι γεγραμμένον”, “ο Θεός είπεν”, “τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις”, κάνουν επίκληση αυτής της κοινής παραδοχής και αναγνώρισης αυτών των κειμένων ως θεόπνευστων.

Στη συνέχεια του επιχειρήματος, έχουμε τη χρήση εδαφίων από την ΠΔ στις σελίδες της ΚΔ, που αποτελεί την πιο απλή και βασική επιβεβαίωση του κανόνα: Η Γραφή ερμηνεύει τη Γραφή. Οι συγγραφείς της ΚΔ χρησιμοποίησαν τα εδάφια της ΠΔ για να στηρίξουν τα λεγόμενά τους, να ερμηνεύσουν τα γεγονότα της ζωής του Ιησού και τη διδασκαλία Του, καθώς και να εξηγήσουν τη νέα περίοδο, αυτή της εκκλησίας. Το επιχείρημα ενισχύεται όταν περικοπές της ΠΔ ερμηνεύονται στα κείμενα της ΚΔ. Ο κανόνας επιβεβαιώνεται: η Γραφή ερμηνεύει τη Γραφή.

Επίσης, οι συγγραφείς της ΚΔ παραλληλίζουν τα γραπτά τους και τα θεωρούν ως ισοδύναμα με αυτά των συγγραφέων της ΠΔ (Εφ. 3:2-6, Εβρ.1:1, 2:2-3, Α΄Θεσ. 2:13, Α΄Κορ. 2:11-13, 14:37). Επιβεβαιώνεται ξανά η συνείδηση ενός σώματος κειμένων που αποτελούν τον “κανόνα”, που διέπονται από ένα κοινό πνεύμα και έχουν μία κοινή θεόπνευστη πηγή. Ως συνέπεια, το κάθε μέρος αυτών των κειμένων επιβεβαιώνεται και ερμηνεύεται από τα υπόλοιπα κείμενα αυτού του “κλειστού κανόνα”. Οι συγγραφείς της ΚΔ προσπαθούν να δείξουν στους αναγνώστες τους τη συνέχεια και την ενότητα των γραπτών τους με αυτά των συγγραφέων της ΠΔ.

Τέλος, συναντούμε τους συγγραφείς της ΚΔ να σχολιάζουν και να αναγνωρίζουν τα γραπτά άλλων αποστόλων και συγγραφέων της ΚΔ. Φαίνεται σαν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη ενός σώματος κειμένων που αποτελούν τον κανόνα για την εκκλησία, κάτι που επίσης αποτελεί κοινό τόπο για τους πρώτους Χριστιανούς. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Απ. Πέτρου για τα κείμενα του Απ. Παύλου:

15…όπως σας έγραψε κι ο αγαπητός μας αδερφός ο Παύλος, με τη σοφία που του έδωσε ο Θεός. 16 Το λέει άλλωστε και σ’ όλες του τις επιστολές, όταν αναφέρεται σ’ αυτό το θέμα. Υπάρχουν σ’ αυτές μερικά δυσνόητα σημεία, τα οποία οι αμαθείς και ταλαντευόμενοι τα διαστρεβλώνουν.” (Α΄ Πετ. 3:16).

Ο Απ. Πέτρος γνωρίζει για τις επιστολές του Απ. Παύλου και ενώ μιλά για αυτές σαν κάτι άγνωστο προς τους αναγνώστες του, δε διστάζει να τις εξισώσει με την υπόλοιπη γραφή.

Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν πως οι πρώτοι Χριστιανοί αναγνώριζαν ένα σώμα κειμένων, τα οποία — παρά τις χαρακτηριστικές διαφορές τους (λ.χ. λεξιλόγιο, θεματολογία, έννοιες) — είχαν μια συνοχή και αλληλεξάρτηση. Τα κείμενα αυτά επικυρώνουν το ένα το άλλο και επιβεβαιώνουν την αρχή πως οι Γραφές, ως ο κοινός Λόγος του Θεού, ερμηνεύονται από τις Γραφές.

Εφαρμογή αντί Επιλόγου

Πίσω από την αρχή ή τον κανόνα που εξετάζουμε είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως το ζητούμενο δεν είναι απλώς μια τεχνική για μια σωστή ερμηνευτική. Ο κανόνας πως οι Γραφές ερμηνεύουν τις Γραφές είναι μια προτροπή και υπενθύμιση να δούμε τη Γραφή ως μια ενιαία αφήγηση του ευαγγελίου του Χριστού. Στη βάση της Χριστοκεντρικής ανάγνωσης της Γραφής και διακήρυξης του Λόγου του Θεού, βρίσκεται αυτός ο κανόνας. Αν έχουμε αυτόν τον κανόνα στο μυαλό μας, δε θα αστοχούμε στο να είμαστε Χριστοκεντρικοί και να έχουμε το ευαγγέλιο στο επίκεντρο της διακήρυξής μας.

Ένα απλό παράδειγμα εφαρμογής: Συχνά οι πιστοί υπενθυμίζουν με έμφαση σε άλλους πιστούς, πως ο Θεός δεν είναι μόνο χάρη και έλεος αλλά πως είναι και “φωτιά που κατακαίει” (Εβρ.12:9). Φυσικά και ο Θεός είναι φωτιά που κατακαίει. Η ρήση είναι βιβλική. Το να αντιπαραβάλλω όμως τη χάρη με την οργή του Θεού σαν δύο διαφορετικά, ξεχωριστά στοιχεία του Θεού, δίχως να υπενθυμίζω το ευαγγέλιο και τον Σταυρό του Χριστού είναι σαν να ακυρώνω ή να αδυνατώ να εφαρμόσω τον κανόνα πως η Γραφή ερμηνεύει τη Γραφή. Το να μιλήσω για τον Άγιο Θεό που είναι φωτιά και κατακαίει δίχως ο νους μου να πάει στον σταυρό του Χριστού και να δω αυτή την οργή να εξευμενίζεται, είναι σαν να μην αναγνωρίζω αυτή την κοινή αφήγηση του ευαγγελίου του Χριστού.

[1] Harvie Conn, Inerrancy and Hermeneutics, Grand Rapids, Michigan, Baker Book House, σελ. 49
[2] Conn, Inerrancy and Hermeneutics, σελ.50

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top