Θρησκευτική ελευθερία και εκκλησιαστικός περιορισμός

woman in black long sleeve shirt and white hijab

«Οι υπεύθυνοι Χριστιανοί δεν χρειάζονται απαγορεύσεις» είναι ο τίτλος σχόλιου του Γερμανού καθολικού θεολόγου και δημοσιογράφου Daniel Deckers στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung της 22-12-2020. Στο σύντομο κείμενό του ο σχολιαστής – αναφερόμενος στα δεδομένα της Γερμανίας τον καιρό της πανδημίας – ισχυρίζεται ότι ούτε το κράτος ούτε οι εκκλησίες θα έπρεπε να απαγορεύσουν ρητά την τέλεση λατρευτικών συνάξεων ενόψει των Χριστουγέννων. Με δεδομένο ότι οι συντεταγμένες εκκλησίες στη Γερμανία έχουν ακολουθήσει σχολαστικά τους κανόνες προστασίας που θέσπισαν οι αρχές με αποτέλεσμα από το Μάιο του 2020 να μην έχει καταγραφεί κανένα περιστατικό όπου η καθολική, ευαγγελική ή ορθόδοξη λατρεία να έχει λειτουργήσει ως εστία υπερμετάδοσης, ο Deckers ισχυρίζεται ότι οποιοσδήποτε περαιτέρω περιορισμός του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία δεν θα ήταν σύννομος αλλά ούτε και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας. Καταλήγει λέγοντας ότι οι μεν τοπικές εκκλησίες διαθέτουν επαρκή πείρα για να αποφασίσουν τι ενδείκνυται και τι αντενδείκνυται σε καιρούς πανδημίας, οι δε πιστοί Χριστιανοί διαθέτουν αρκετή υπευθυνότητα για να αποφασίσουν οι ίδιοι πού θα συμμετέχουν και πού όχι. 

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μπορεί το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας στον καιρό της πανδημίας να τεθεί τόσο συνοπτικά – αν όχι απλοϊκά – και να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ούτε η πολιτεία ούτε η εκκλησία έχουν το δικαίωμα να θέσουν περιορισμούς στη δημόσια λατρεία; Ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι οι «υπεύθυνοι πιστοί Χριστιανοί» έχουν την ικανότητα διάκρισης για τη συμμετοχή τους στη λατρεία;

1. Η θρησκευτική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα

Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί ένα από τα πρώτα ατομικά δικαιώματα που αναγνωρίστηκαν στον δυτικό νομικό πολιτισμό ως απόρροια του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Διεκδικήθηκε ήδη από τον 16ο αιώνα και εδραιώθηκε στον 18ο έως 20ο αιώνα με μεμονωμένες διακηρύξεις, νόμους, συνταγματικές διατάξεις και διεθνείς συνθήκες. 

Στη χώρα μας η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται και προστατεύεται συνταγματικά. Το Σύνταγμα ορίζει εμφατικά στο άρθρο 13 ότι:

«1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.
2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. […]» 

Με παρόμοιο τρόπο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) θεσπίζει στο άρθρο 9 την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας: 

«1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.

2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.» 

Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προβλέπει στο άρθρο 18: 

«Καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται η ελευθερία για την αλλαγή θρησκείας ή πεποιθήσεων, όπως και η ελευθερία, μόνος ή μαζί με άλλους, δημόσια ή ιδιωτικά, για να εκδηλώσουν την θρησκεία του ή τη διδασκαλία, την άσκηση, τη λατρεία και την τέλεση θρησκευτικών τελετών.» 

Τέλος, η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού περιλαμβάνει στο άρθρο 14 το δικαίωμα των ανηλίκων στη θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνοντάς το ως εξής: 

«1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. 

2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα και το καθήκον των γονέων ή, κατά περίπτωση, των νόμιμων εκπροσώπων του παιδιού, να το καθοδηγούν στην άσκηση του παραπάνω δικαιώματος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του. 

3. Η ελευθερία της δήλωσης της θρησκείας του ή των πεποιθήσεών του μπορεί να υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που ορίζονται από το νόμο και που είναι αναγκαίοι για τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας και των δημοσίων ηθών, ή των ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των άλλων.»

Από τις παραπάνω διατάξεις γίνεται αντιληπτό ότι η θρησκευτική ελευθερία εκφράζεται τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Η θετική της έκφραση περιλαμβάνει την ελευθερία του ατόμου να ανήκει σε κάποια θρησκευτική κοινότητα, π.χ. με την προσχώρηση σε αυτήν ή ακόμη και με την ίδρυση θρησκευτικής κοινότητας, και να συμμετέχει σε λατρευτικές πράξεις, εορτές και στο εν γένει λατρευτικό τυπικό της θρησκείας ή δόγματος που επιλέγει. Η αρνητική έκφραση της θρησκευτικής ελευθερίας σημαίνει την ελευθερία του ατόμου να μην ανήκει σε κάποια θρησκευτική κοινότητα και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το δικαίωμα αποχώρησης από κάποιο δόγμα ή θρησκεία, την απαγόρευση υποχρεωτικής συμμετοχής σε λατρευτικές πράξεις, εορτές και στο εν γένει λατρευτικό τυπικό θρησκευτικής κοινότητας και το δικαίωμα στη μη αποκάλυψη των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. 

Στην ελληνική έννομη τάξη το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία διακρίνεται σε δύο επιμέρους ελευθερίες και συγκεκριμένα στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και στην ελευθερία της λατρείας. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης δεν εξαντλείται στην επιλογή θρησκείας ή δόγματος αλλά γίνεται ευρύτερα αντιληπτή ως ελευθερία στοχασμού για την ύπαρξη και τον κόσμο. Πρόκειται για το ενδιάθετο θρησκευτικό φρόνιμα (forum internum), το οποίο ο πολίτης ως φορέας του δικαιώματος απολαμβάνει απεριόριστα με ταυτόχρονη απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε παραβίασής του. Η ελευθερία της λατρείας συνίσταται στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων με τελετουργική μορφή και – σε αντίθεση με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης – δεν ασκείται απεριόριστα αλλά υπόκειται σε περιορισμούς που αφορούν άλλα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα όπως π.χ. τα συμφέροντα και τις πεποιθήσεις των διαφορετικών ομάδων, τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, τα χρηστά ήθη και γενικότερα το δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον όπως αυτό κάθε φορά εκφράζεται. Οι παραπάνω περιορισμοί δεν ισχύουν ανέλεγκτα αλλά υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία διέπει ως θεμελιώδης αρχή το σύνολο της έννομης τάξης. Με βάση την αρχή αυτή, κάθε περιορισμός που επιβάλλεται στην άσκηση κάποιου θεμελιώδους δικαιώματος πρέπει να εξυπηρετεί έναν θεμιτό σκοπό και ταυτόχρονα να είναι κατάλληλος (πρόσφορος), αναγκαίος και αναλογικός υπό στενή έννοια για την επίτευξη αυτού του θεμιτού σκοπού. Ο σκοπός θα πρέπει να αποβλέπει είτε στην προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων άλλων προσώπων στο πλαίσιο επίλυσης μιας σύγκρουσης δικαιωμάτων είτε άλλων έννομων αγαθών υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος.

2. Ο περιορισμός της ελευθερίας της λατρείας σε καιρό πανδημίας

Ενόψει των παραπάνω ερωτάται αν ο περιορισμός της ελευθερίας της λατρείας που έχει επιβληθεί στη χώρα μας από τον Μάρτιο του έτους 2020 είναι σύμφωνος με τις παραπάνω συνταγματικές προβλέψεις. 

Πιο συγκεκριμένα, στις 25-02-2020 εκδόθηκε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) με τίτλο «Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού», στην οποία προβλέφθηκε η δυνατότητα επιβολής μέτρων πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης, καθώς και περιορισμού της διάδοσης της νόσου Covid-19 προς τον σκοπό της αποφυγής κινδύνου εμφάνισης ή και διάδοσης κορωνοϊού που ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Μεταξύ των μέτρων που αποφασίστηκαν αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 (στ) η προσωρινή απαγόρευση χώρων θρησκευτικής λατρείας με απόφαση των συναρμόδιων Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού. Πράγματι, μετά την κύρωση της ΠΝΠ με νόμο κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος, εκδόθηκε σειρά Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων (ΚΥΑ) με τις οποίες, για επάλληλα, συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και ανάλογα με την πορεία της πανδημίας στο σύνολο της επικράτειας ή σε συγκεκριμένες  περιοχές, απαγορεύθηκε προσωρινά η τέλεση κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους θρησκευτικής λατρείας, επιτράπηκε η προσέλευση των πιστών μόνο για ατομική προσευχή και βραχεία παραμονή στον χώρο, προβλέφθηκε η τέλεση ιεροπραξιών μόνον κεκλεισμένων των θυρών χωρίς την παρουσία πιστών πλην του θρησκευτικού λειτουργού και του βοηθητικού προσωπικού, δόθηκε η δυνατότητα ταυτόχρονης μετάδοσης της λατρευτικής σύναξης από ραδιοτηλεοπτικό ή διαδικτυακό μέσο, ενώ αργότερα, μετά την άρση του πρώτου απαγορευτικού κυκλοφορίας, ορίστηκε μέγιστος αριθμός παρευρισκόμενου εκκλησιάσματος ανάλογα με το εμβαδόν του χώρου, επιβλήθηκαν περιορισμοί σχετικοί με συγκεκριμένα έθιμα κάποιων θρησκειών (π.χ. περιορισμοί στον εορτασμό του ραμαζανιού, απαγόρευση λιτανείας και θρησκευτικών πομπών εκτός των χώρων λατρείας εν γένει, απαγόρευση ομαδικής ψαλμωδίας ή απαγγελίας), κατέστη υποχρεωτική η χρήση μάσκας κ.ο.κ. Καθώς η διάδοση του κορωνοϊού συνεχίζεται, οι ΚΥΑ εξακολουθούν να εκδίδονται με εναλλασσόμενο περιεχόμενο ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα και τις θρησκευτικές εορτές (π.χ. Πάσχα, Δεκαπενταύγουστος, Χριστούγεννα), πάντοτε όμως με βραχύ χρονικό διάστημα ισχύος και συγκεκριμένο περιεχόμενο ως προς τους τιθέμενους περιορισμούς. 

Ασφαλώς, η θέσπιση των παραπάνω πρωτόγνωρων για τον σύγχρονο πολίτη περιορισμών, αποτέλεσε εξ αρχής θέμα συζητήσεων και έντονων αντιπαραθέσεων, αμφισβητήθηκε από πολλούς και τέθηκε αρκετές φορές στην κρίση των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων. Τα Διοικητικά Δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας που κλήθηκαν να αποφασίσουν επί προσφυγών κατά διαφόρων ΚΥΑ αποφάνθηκαν ότι τα επιβληθέντα μέτρα ήταν σύννομα και πληρούσαν όλες τις συνταγματικές προϋποθέσεις σχετικά με τον περιορισμό του ατομικού δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία. Κρίθηκε, λοιπόν, νομολογιακά ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν δεν αποτελούν ατομικές κυρώσεις ή περιορισμούς αλλά αφορούν τη συλλογική άσκηση ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος με σκοπό την άμεση προστασία της υγείας του κοινωνικού συνόλου. Επιπλέον, τα δικαστήρια μνημονεύουν τον προσωρινό και προληπτικό χαρακτήρα των μέτρων επισημαίνοντας το εύλογο της λήψης τους ιδίως ενόψει της έλλειψης δυνατότητας να ληφθούν αμέσως άλλα μέτρα για την αποτελεσματική προφύλαξη της δημόσιας υγείας. Ο προσωρινός περιορισμός στην τέλεση θρησκευτικών τελετών κρίθηκε σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας προκειμένου να προστατευθεί το υπέρτερο αγαθό της δημόσιας υγείας. Συγχρόνως έγινε ρητή αναφορά στην υποχρέωση της Διοίκησης να τεκμηριώνει την αναγκαιότητα των μέτρων που περιορίζουν την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων χωρίς ωστόσο να διαπιστωθεί παράλειψη ή παραβίαση της παραπάνω υποχρέωσης. Κρίθηκε, τέλος, με αφορμή την απαγόρευση λιτανειών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ότι, ενόψει του προσωρινού χαρακτήρα των μέτρων, δεν υφίσταται παρέμβαση του κράτους στα εσωτερικά ζητήματα των εκκλησιών κατά παράβαση του νόμου, ιδίως διότι οι λατρευτικές πράξεις δεν καταργούνται στο διηνεκές, αλλά μόνον αναστέλλονται προσωρινά προς θεραπεία του υπέρτατου αγαθού της δημόσιας υγείας.  

3. Κριτική θεώρηση

Η θεωρία του δικαίου και η νομολογία ανέκαθεν συμφωνούν στη συνταγματική υποχρέωση του κράτους να σέβεται και να διευκολύνει την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων από τους φορείς τους. Ένα από αυτά τα δικαιώματα είναι η θρησκευτική ελευθερία, η οποία ισχύει για οποιαδήποτε γνωστή θρησκεία και οποιοδήποτε δόγμα. Η εθνική έννομη τάξη, ωστόσο, προβλέπει πληθώρα ατομικών δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην εργασία κ.ο.κ., τα οποία ομοίως θεσπίζονται από τον συνταγματικό νομοθέτη ως θεμελιώδη δικαιώματα.  Έτσι, στο άρθρο 5 του Συντάγματος ορίζεται στην παρ. 2 ότι «όλοι όσοι βρίσκονται στην Eλληνική Eπικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής» και στην παρ. 5 ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας».  Σύμφωνα δε με το άρθρο 21 παρ. 3 «το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών». Η παραπάνω διατύπωση ερμηνεύεται όχι μόνο ως κατοχύρωση των αντίστοιχων δικαιωμάτων αλλά και ως ταυτόχρονη ρητή συνταγματική επιταγή προς το κράτος να μεριμνά για τα θεμελιώδη δικαιώματα της ζωής και της υγείας. 

Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον της υποχρέωσης του κράτους να διασφαλίσει και να προστατεύσει δύο – αντικρουόμενα εν προκειμένω – θεμελιώδη δικαιώματα, τη θρησκευτική ελευθερία αφενός και τη δημόσια υγεία και κατ’ επέκταση τη ζωή αφετέρου. Η σύγκρουση δικαιωμάτων είναι συνήθης στο συνταγματικό δίκαιο και επιλύεται κατά περίπτωση με στάθμιση των αντικρουόμενων αγαθών λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων συνθηκών που οδηγούν στη σύγκρουση. Παρόλο που δεν υπάρχει σαφής a priori ιεράρχηση των ατομικών ελευθεριών, υπέρτεροι κανόνες δικαίου τοποθετούν, σε περίπτωση σύγκρουσης, την αξία της ανθρώπινης ζωής και της υγείας σε ανώτερη θέση από άλλα θεμελιώδη δικαιώματα καθιστώντας τις υπέρτερα αγαθά. Ενόψει της προστασίας της υγείας και της ζωής τα λοιπά προστατευόμενα αγαθά υποχωρούν. Αυτό είναι εύλογο καθώς χωρίς την ύπαρξη του θεμελιώδους δικαιώματος στη ζωή καθίσταται ανέφικτη η άσκηση των λοιπών συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Επιπλέον, κρίνοντας τα μέτρα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας που αναφέρθηκε παραπάνω, εύκολα διαπιστώνεται ότι αυτά είναι αναλογικά καθώς και συγκεκριμένο, νόμιμο σκοπό εξυπηρετούν (προστασία της δημόσιας υγείας και της ζωής) και πρόσφορα και αναγκαία προς την επίτευξη του σκοπού είναι (αντιμετώπιση ιδιαίτερα μεταδοτικής και θανατηφόρου ασθένειας, ανυπαρξία άλλων λιγότερο δραστικών αλλά εξίσου ή περισσότερο αποτελεσματικών μέτρων, προσωρινός χαρακτήρας των περιορισμών ή των απαγορεύσεων, λήψη των μέτρων επί τη βάσει συγκεκριμένων επιδημιολογικών δεδομένων και επιστημονικών εισηγήσεων, εφαρμογή σε όλες τις θρησκείες και όλα τα δόγματα, άρση των μέτρων όταν δεν θα συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι). Ενόψει όλων των παραπάνω συλλογισμών, οι περιορισμοί που ισχύουν τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας για τις λατρευτικές συναθροίσεις είναι αδιαμφισβήτητα σύννομοι και συνταγματικοί. 

4. Συμπέρασμα

Επανερχόμενοι στο αρχικό μας ερώτημα, η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Το ζήτημα του προσωρινού περιορισμού των θρησκευτικών ελευθεριών δεν κρίνεται συνοπτικά και επιφανειακά. Δεν είναι επίσης αρμοδιότητα του καθενός να αποφανθεί σχετικά, ακόμη κι αν νομίζει ότι μπορεί να διαθέτει ελεύθερα τη δική του υγεία συμμετέχοντας σε λατρευτικές συνάξεις, στις οποίες όμως τίθεται σε κίνδυνο η υγεία και η ζωή άλλων ανθρώπων. Ούτε είναι επιχειρήματα οι συνθηματικές εκφάνσεις και τα πομπώδη ερωτήματα που διατυπώνονται ιδιωτικά ή στον δημόσιο διάλογο. Η θρησκευτική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα αποτελεί επίτευγμα του νομικού μας πολιτισμού, κεκτημένο για όλους τους φορείς δικαιωμάτων στις ευνομούμενες κοινωνίες. Η έννομη τάξη που τώρα κρίνει απαραίτητο τον προσωρινό περιορισμό του δικαιώματος είναι η ίδια που έχει καταστήσει δυνατή τη συνταγματική κατοχύρωση και την άσκησή του εδώ και δεκαετίες. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις δεν είναι αυθαίρετες ούτε στερούνται ερείσματος. Αν αυτό συνέβαινε, δεν θα είχαν αντέξει στη βάσανο του δικαστικού ελέγχου. Απεναντίας βασίζονται σε στοχασμό και επιστημονική έρευνα αιώνων, στην προσπάθεια αμέτρητων ανθρώπων για την καθιέρωση του σύγχρονου κράτους δικαίου. Είναι η ίδια έννομη τάξη που έχει θεσπίσει πληθώρα ατομικών δικαιωμάτων μαζί με την υποχρέωση του κράτους να εγγυάται την τήρησή τους, να τα διαφυλάσσει συνολικά, να παρεμβαίνει προληπτικά, να κρίνει βάσει των συνολικών παραδοχών της νομικής επιστήμης για το σύννομο και τη συνταγματικότητα των μέτρων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο. Μάλιστα, η δυνατότητα του Συντάγματος της χώρας μας να ανταποκριθεί εγκαίρως και αποτελεσματικά σε μια κατάσταση πρωτόγνωρη και απρόβλεπτη παρέχοντας το απαραίτητο τυπικό και διαδικαστικό πλαίσιο αποτέλεσε αντικείμενο πρόσφατης μελέτης στον ευρωπαϊκό επιστημονικό τύπο, στην οποία πανηγυρικά διαπιστώθηκε ότι «το μέχρι πρότινος μαύρο πρόβατο της Ευρωζώνης αποτελεί πλέον πανευρωπαϊκό παράδειγμα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της πρόσφατης πανδημίας χωρίς αποκλίσεις από τη συνταγματική τάξη και προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων»

  1. https://www.faz.net/aktuell/politik/inland/gottesdienste-muendige-christen-brauchen-keine-verbote-17113707.html
  2. Γ. Κτιστάκις, Έχει όρια η θρησκευτική ελευθερία; https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/ehi-oria-i-thriskeftiki-eleftheria/
  3.  Κ. Χρυσόγονος / Σπ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδ. 2017, σελ. 323.
  4.  Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α΄ 42/25-02-2020) «Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού», κυρωθείσα με τον Ν. 4682/2020 (ΦΕΚ Α΄ 76/03-02-2020)
  5.  Στο άρθρο 1 παρ. 5 της ΠΝΠ προβλέπεται ότι «Κάθε πρόσωπο που θίγεται από τα μέτρα του παρόντος άρθρου έχει δικαίωμα να υποβάλει ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου λαμβάνεται το μέτρο, αντιρρήσεις κατά του μέτρου. […]. Ο Πρόεδρος αποφαίνεται αμετάκλητα. […]».
  6.  Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών 342/2020, 1083/2020, Διοικητικό Πρωτοδικείο Λάρισας 17/2020, Συμβούλιο της Επικρατείας (Επιτροπή Αναστολών) 49/2020, 60/2020.
  7.  P. Doudonis, Greece is no longer Europe’s black sheep: coronavirus, Greek government’s response and the Constitution’, U.K. Const. L. Blog (8th April 2020) (available at https://ukconstitutionallaw.org/).

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top