Θέματα Ορθόδοξης θεολογίας μέσα από τη ματιά ενός ευαγγελικού (μέρος 1ο)

silhouette photography of person

Η Θέωση – διάλογος και αντίλογος 1

“Αν κάποιος ρωτήσει ‘πώς μπορώ να γίνω θεός;’ η απάντηση είναι πολύ απλή….”!2 Η ερώτηση αυτή, απολύτως φυσιολογική για τον επιφανή ορθόδοξο θεολόγο κι επίσκοπο Διοκλείας Κάλλιστο Ware, κάνει κάθε Ευαγγελικό να αισθάνεται πολύ παράξενα! Όπως, όμως, σημειώνει ο Ware, “ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει το ανθρώπινο πρόσωπο ως ένα δημιούργημα που έλαβε την εντολή να γίνει θεός”. Και συνεχίζει σχολιάζοντας, “αυτός, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι ο τελικός στόχος στον οποίο θα πρέπει να σκοπεύει ο κάθε χριστιανός: το να γίνει θεός, το να επιτύχει τη θέωση. Για την Ορθοδοξία σωτηρία και λύτρωση σημαίνει θέωση3. Τι άραγε όμως εννοούμε μιλώντας για θέωση;

Παρουσίαση

Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα για τη συζητήση κι εξέταση του θέματος μας είναι ο  -όσο το δυνατόν πιο ακριβής- ορισμός της έννοιας της θέωσης. Στο κλασσικό έργο του σχετικά με την θέωση4, ο Norman Russell επιχειρεί μια βασική αποτύπωση και τυπολογία των διαφόρων τρόπων με τους οποίους ο όρος αυτός έχει χρησιμοποιηθεί. Παραθέτουμε περιληπτικά αυτές που κατά τη γνώμη μας είναι οι βασικές κατηγορίες.

Έτσι, για κάποιους η θέωση γίνεται αντιληπτή ως ηθική τελείωση. Μέσα από τον ηθικό εξαγνισμό και την άσκηση στην αρετή ο πιστός μοιάζει όλο και περισσότερο με τον Θεό και έτσι “θεώνεται”. Η έννοια κλειδί σε αυτήν την περίπτωση είναι η μίμηση. Ο δρόμος προς την θέωση αλλά και το βασικό περιεχόμενό της είναι η μίμηση του Θεού. 

Ένας άλλος τρόπος αντιλαμβάνεται τη θέωση ως οντολογική αλλαγή. Μέσω της ενσάρκωσης του Χριστού η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με τη θεία. Μέσα από αυτήν την ένωση η ανθρώπινη φύση “θεώνεται”. Υπόκειται σε μία “οντολογική αλλοίωση”. Σύμφωνα με μία δημοφιλή διατύπωση του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, στην εμπειρία της θέωσης “το κτιστό υπάρχει με τον τρόπο του ακτίστου”. Το κλειδί για αυτήν την εμπειρία είναι η μετοχή ή με μεγαλύτερη ακρίβεια, ο ρεαλισμός της μετοχής του ανθρώπου στον Θεό. Καθώς ο άνθρωπος μετέχει πραγματικά στον Χριστό και ενώνεται με Αυτόν αποκτά την οντολογική βάση για την ένωση του κτιστού με το άκτιστο, για τη θέωση. Η ένωση αυτή γίνεται μέσω των μυστηρίων της εκκλησίας και κυρίως μέσα από τη Βάπτιση και την Θεία Ευχαριστία. 

Τέλος, υπάρχει και μία ακόμη προσέγγιση την οποία θα ονομάζαμε ησυχαστική. Αυτή περιγράφει μία μυστική εμπειρία κατά την οποία ο πιστός μετά από μία περίοδο “ησυχίας” και προσευχής ατενίζει τον Θεό ως άκτιστο φως και μέσα από τη λήψη αυτής της άκτισης και θείας ενέργειας, η ύπαρξή του θεώνεται, ώστε να μην υπόκειται στους περιορισμούς της φύσης καθώς πια μετέχει στον Θεό. Όλα αυτά φυσικά συνδέονται άμεσα με την ασκητική παράδοση και εμπειρία. Όπως παρατηρεί ο Russell είναι η τελευταία αυτή προσέγγιση που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής και στην Ελλάδα αλλά γενικότερα κυρίως μέσα από το έργο επιφανών θεολόγων που έδρασαν στο μέσο του εικοστού αιώνα, όπως ο Βλαδίμηρος Λόσκι και ο Ιωάννης Μάγιεντορφ.

Η παραπάνω κατηγοριοποίηση γενικεύει και υπεραπλουστεύει τη συζήτηση αλλά ελπίζoυμε ότι μας βοηθά να καταλάβουμε πως όταν μιλούμε για θέωση είναι αναγκαίο να εξηγούμε σε τι ακριβώς αναφερόμαστε. Καλό είναι στο σημείο αυτό να γίνει και μία ακόμη παρατήρηση. Τονίζεται από διάφορους ορθόδοξους θεολόγους προς μη Ορθόδοξους που προσπαθούν να ενσωματώσουν τη θέωση στη θεολογία τους ότι αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο θεολογικό-δογματικό-εκκλησιολογικό πλέγμα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να μελετάται αποκομμένη από αυτό. Η θέωση έχει νόημα, όπως υποστηρίζει ο Andrew Louth μέσα σε ένα θεολογικό “μωσαϊκό”5. Το ίδιο και ο Paul Gavrilyuk διακρίνει τη χρήση του όρου “θέωση” ως γενικού θέματος από αυτήν που την αντιμετωπίζει ως ανεπτυγμένο δόγμα6. Για τον Gavrilyuk για να μιλούμε για τη θέωση ως δόγμα πρέπει να την προσεγγίζουμε μέσα στη θεολογική της συνάφεια, η οποία περιλαμβάνει, κατά την άποψή του, μία συνεργιστική ανθρωπολογία, έναν σακραμενταλιστικό ρεαλισμό και τη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Με τα θέματα αυτά θα ασχοληθούμε παρακάτω. Στο σημείο αυτό αρκεί να κρατήσουμε στον νου την παρατήρηση ότι το δόγμα της θέωσης, στη διατύπωσή του στο πλαίσιο της ορθόδοξης θεολογίας, εντάσσεται μέσα σε ένα πλέγμα θεολογικών προϋποθέσεων.

Διάλογος

Η θέωση με άλλα λόγια

Αξίζει να αναρωτηθούμε εάν μιλώντας για θέωση αναφερόμαστε σε μία πραγματικότητα που είναι απολύτως ξένη για την ευαγγελική θεολογία ή εάν αναφερόμαστε σε κάτι που απλά εμείς το ονομάζουμε διαφορετικά. Μήπως δηλαδή τελικά μιλούμε για το ίδιο πράγμα αλλά με άλλα λόγια.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ορίζοντας τη θέωση ως ηθική τελείωση -ή όπως ο Παναγιώτης Νέλλας την περιέγραψε, ως “το εν Χριστώ ζήν”7– ουσιαστικά μιλούμε για αυτό που εμείς θα ονομάζαμε “αγιασμό”. Στην προς Φιλιππησίους 2:13 διαβάζουμε “θεὸς γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας”. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Θεός μέσω της “ενέργειάς” Του εργάζεται μέσα μας μέσω του δικού μας “θέλειν” και “ενεργείν”. Μία από τις σημαντικές θεολογικές προϋποθέσεις της διδασκαλίας περί θέωσης είναι η διάκριση μεταξύ της “ουσίας” και των “ενεργειών” του Θεού. Η άκτιστη ουσία του Θεού είναι απρόσιτη. Πέρα όμως από τον κτιστό κόσμο και την κτιστή δημιουργία υπάρχουν οι άκτιστες ενέργειες του Θεού. Όπως οι ακτίνες του ήλιου είναι ήλιος χωρίς όμως να είναι ο ήλιος, έτσι και οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες, δηλαδή η εφαρμογή τους δηλώνει την πραγματική, ρεαλιστική παρουσία του Θεού. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι σύμφωνα με την Φιλιππησίους είναι οι άκτιστες ενέργειες του Θεού που μας μεταμορφώνουν ηθικά, ώστε να μοιάζουμε στον χαρακτήρα του Χριστού. Προχωρώντας παραπέρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για να αποφύγουμε τον κίνδυνο να μιλούμε για τις ενέργειες του Θεού ως μία απρόσωπη οντότητα ή ως μία διάκριση εντός του Θεού, θα μας ήταν πιο εύκολο και ίσως πιο συνεπές με τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης να μιλούμε για το Άγιο Πνεύμα που ως πρόσωπο ενεργεί στη ζωή της εκκλησίας και του πιστού.

Επίσης, ορίζοντας τη θέωση με αναφορά στον ρεαλισμό της μετοχής του πιστού μέσω του Χριστού στη ζωή του Τριαδικού Θεού είναι κάτι που αρκετοί Ευαγγελικοί θα το δέχονταν μέσα στο πλαίσιο της εμπειρίας της “ένωσής μας με τον Χριστό”. Αυτή η εμπειρία ήταν κομβικής σημασίας για τον Καλβίνο8 και τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό παρούσα και στην προσέγγιση του Λουθήρου9. Μένοντας στην προς Φιλιππησίους διαβάζουμε στο κεφ. 3:8-10:

“ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως  Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ κυρίου μου, διʼ ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα, ἵνα Χριστὸν κερδήσω καὶ εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ, μὴ ἔχων ἐμὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ νόμου ἀλλὰ τὴν διὰ πίστεως Χριστοῦ, τὴν ἐκ θεοῦ δικαιοσύνην ἐπὶ τῇ πίστει, τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ [τὴν] κοινωνίαν [τῶν] παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφιζόμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ”. 

Εδώ ο απ. Παύλος μιλά για μία πραγματική ένωση με τον Χριστό. Για μία μετοχή όχι μόνο του Χριστού μέσα μας αλλά και δική μας μέσα σε Αυτόν. Το ερώτημα στο οποίο θα επιστρέψουμε αργότερα είναι το πώς αυτή γίνεται και τι ακριβώς σημαίνει — και εκεί πραγματικά υπάρχουν διαφορές που πρέπει να αναδειχθούν. Όμως, αν μιλώντας για θέωση αναφερόμαστε σε μία πραγματική μετοχή μέσα στον Χριστό δεν νομίζω ότι έχουμε κάποιο πρόβλημα να συμφωνήσουμε.10

Τέλος, αναφερόμενοι στη θέωση ως οντολογική αλλαγή,11 θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό ουσιαστικά είναι η εμπειρία της ένδοξης κατάστασης για την οποία μιλά ο απ. Παύλος στην Ρωμαίους 8:30 όταν γράφει, “οὓς δὲ ἐδικαίωσεν, τούτους καὶ ἐδόξασεν”. Βέβαια δεν μπορούμε να περιγράψουμε με ακρίβεια αυτήν την κατάσταση του δοξασμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα λέγαμε ότι σε αυτήν ο άνθρωπος δεν γίνεται “κάτι περισσότερο από άνθρωπος αλλά γίνεται περισσότερο άνθρωπος”12 ή όπως αποδίδεται να λέει ο Μπονχέφερ “ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος, άνθρωπος”. Μία σειρά από περικοπές (όπως Ρωμαίους 8:18-25, Α΄ Κορινθίους 13:12, 15:25, Β΄ Κορινθίους 3:18, Α΄ Ιωάννου 3:2) αλλά και εικόνες-συμβάντα (η μεταμόρφωση του Κυρίου, Ματθαίος 17:2, η λάμψη στο πρόσωπο του Μωυσή, Έξοδος 34:29, η εμπειρία του Στέφανου, Πράξεις 7:55-56) μας μιλούν για μία εμπειρία μεταμόρφωσης της φθαρτής ανθρωπότητάς μας. Μιας και ήδη έχουμε αναφερθεί στην επιστολή προς Φιλιππησίους θα αναφέρουμε μία ακόμη περικοπή από εκεί: “ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὃς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι αὐτὸν καὶ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα” (3:20-21). Κι εδώ βλέπουμε την υπόσχεση πως η ενέργεια του Θεού θα μετασχηματίσει το σώμα μας σύμφωνα με το πρότυπο του ένδοξου σώματος του Αναστημένου Κυρίου μας. Αν και μελλοντική εμπειρία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η δόξα μπορεί ήδη να φανερώνεται στη ζωή μας. Θυμάμαι πριν καιρό έναν Ιρανό ποιμένα που επισκεπτόταν έναν καταυλισμό με πρόσφυγες. Μου έλεγε λοιπόν το πώς εκεί έβρισκε πιστούς και τους μαθήτευε. Όταν τον ρώτησα πώς τους έβρισκε μέσα σε ένα πλήθος από αγνώστους και καταλάβαινε ότι ήταν πιστοί μου απάντησε: “από το πρόσωπό τους”!

Η ησυχαστική εκδοχή της εμπειρίας της θέωσης, μάλιστα σε αναφορά με την εμπειρία της θέασης του άκτιστου φωτός, είναι αυτή που θα αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό οι περισσότεροι Ευαγγελικοί κι αυτό για πολλούς λόγους.13 Ένας βασικός λόγος είναι ότι δεν έχει καθαρό βιβλικό έρεισμα.14 Ένας άλλος είναι ότι γεννά μία διαίρεση μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα μεταξύ των λίγων θεωμένων και των υπολοίπων.15 Επίσης, συνδέει την εμπειρία της συνάντησης με τον Θεό με μία τεχνική, όπως την επανάληψη της προσευχής του Ιησού σε συνδυασμό με ένα σύστημα αναπνοών, που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αυτήν. Γνωρίζουμε ότι μέσω παρόμοιων τεχνικών έχει διαπιστωθεί η εκδήλωση παρόμοιων εμπειριών και σε άλλες θρησκευτικές παραδόσεις.16

Η σημασία της ενσάρκωσης

Επιχειρώντας μια γόνιμη αποτίμηση της έννοιας της θέωσης σημειώνουμε ότι προσδίδει θεολογική φόρτιση στο γεγονός της ενσάρκωσης. Η γνωστή φράση “ο Θεός ενηνθρώπησεν ίνα ο άνθρωπος θεοποιηθή” στις διάφορες εκδοχές της στον Ειρηναίο, στον Μέγα Αθανάσιο αλλά και στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και Νύσσης συνδέει τη θέωση με την ενανθρώπηση.17 Σχολιάζει ο Λόσκι “ούτω, το απολυτρωτικόν έργον του Χριστού — ή γενικώτερον, η Ενσάρκωσις του Λόγου, φαίνεται να τίθεται εν αμέσω σχέσει προς το προοριζόμενον δια τα πλάσματα ύστατον τέλος, δηλαδή την μετά του Θεού ένωσιν”.18 Αυτή η έμφαση στην θεολογική και σωτηριολογική αξία της ενσάρκωσης είναι κάτι που πιστεύω ότι ως Ευαγγελικοί αξίζει να στοχαστούμε.

Η θέωση και ο σκοπός της σωτηρίας

Επίσης, είναι αλήθεια ότι συχνά ως Ευαγγελικοί ανακτώντας και τονίζοντας -ορθά- την έννοια της δικαίωσης χάνουμε κάτι σημαντικό. Η δικαίωση είναι το μέσο κι όχι ο σκοπός. Η δικαίωση είναι ο αναγκαίος όρος για να μπορέσουμε να βιώσουμε ξανά αυτό που η αμαρτία μάς εμποδίζει να χαρούμε, δηλαδή την ένωσή μας με τον Χριστό19 και δια Αυτού τη μετοχή μας στη χαρά της ζωής της Αγίας Τριάδας. Άρα, θα μπορούσαμε να πούμε υπεραπλουστευτικά κι εντελώς σχηματικά ότι οι Ορθόδοξοι πρέπει να ανακαλύψουν την “αρχή” της σωτηρίας, δηλαδή τη δικαίωση δια της πίστεως και οι Ευαγγελικοί, το “τέλος” της σωτηρίας, δηλαδή την ένωσή μας με τον Χριστό ή υπό αυτήν την έννοια την “θέωσή” μας. 

Η θέωση και ο σκοπός της ύπαρξης

Η θέωση όμως δεν έχει να κάνει μόνο με τον σκοπό της σωτηρίας μας αλλά ευρύτερα με τον σκοπός της ύπαρξής μας. Σε μία διάλεξή του με τίτλο “Γιατί η Ορθόδοξη διδασκαλία για τη θέωση γοητεύει τους δυτικούς χριστιανούς;”20 ο Russell ξεκίνησε με μία ιστορία:

“Έχω μία εξαδέλφη που την λένε Ζωή. Όταν η Ζωή ήταν τεσσάρων χρονών η γιαγιά της πέθανε. Για την μικρή αυτό το γεγονός ήταν η πρώτη οδυνηρή εμπειρία του θανάτου. Η μητέρα της, της μίλησε με ευαισθησία για την πραγματικότητα του βιολογικού κύκλου. ‘Ώστε όλοι πεθαίνουμε’ είπε η μικρή Ζωή. Συλλογίστηκε για μια στιγμή και συνέχισε, ‘Γιατί λοιπόν γεννηθήκαμε;’”

Για τον Russell, η έννοια της “θέωσης” δεν απαντά σε αυτό το ερώτημα! Δηλαδή δεν απαντά απλά στο ερώτημα τι είναι σωτηρία αλλά στο ευρύτερο ερώτημα γιατί γεννηθήκαμε, ή γιατί δημιουργηθήκαμε. Όπως εξηγεί ο Andrew Louth, “το δόγμα της θέωσης διατηρεί την αίσθηση ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο για να τον ενώσει με τον εαυτό Του… έτσι το όραμά της αφορά μία πλήρη ανακαίνιση, μια μεταμόρφωση των ανθρώπων. Αυτά είναι μεγάλα λόγια, αλλά αυτό που με βεβαιότητα δηλώνουν είναι μία πραγματική αλλαγή: μια αλλαγή που είναι το αποτέλεσμα της αποκατάστασης όλων των στρεβλώσεων και φθορών που έχουμε φέρει εμείς πάνω στην ανθρωπότητά μας από την κατάχρηση των ανθρωπίνων ικανοτήτων και ζώντας τις ζωές μας σύμφωνα με αξίες και αρχές που απέχουν από αυτές που είναι εγγενείς στη δημιoυργία όπως ο Θεός την θέλησε”.21

Το περιεχόμενο λοιπόν της έννοιας της θέωσης μάς καλεί να δούμε πέρα από την ατομική μας σωτηρία στα σχέδια του Θεού για όλη την κτίση του, για την ανακεφαλαίωση των πάντων εν τω Χριστώ!

Επίλογος22

Όπως είπαμε και στην αρχή, το άρθρο μας αυτό είναι το πρώτο μέρος της μελέτης της έννοιας της θέωσης. Σε αυτό επιχειρήσαμε να δούμε το εάν και με ποιον τρόπο αυτή είναι συμβατή με τα δεδομένα της Ευαγγελικής θεολογίας. Επίσης, εντοπίσαμε διάφορες εμφάσεις σχετιζόμενες με την θέωση που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν την Διαμαρτυρόμενη προσέγγιση. Στην πραγματικότητα αρκετές από αυτές υπάρχουν ήδη στην παράδοσή μας και απλά πρέπει να τις ανακτήσουμε. Κλείνουμε έτσι με μία περικοπή από τους Θεσμούς του Ιωάννη Καλβίνου η οποία βρίσκεται το τμήμα στο οποίο ξεδιπλώνει την θεολογία της δικαίωσης δια της πίστεως. Αναφερόμενος στην ιστορία του Ιακώβ που “ντύνεται” με τα ενδύματα, τα χαρακτηριστικά και την οσμή του Ησαΰ και παίρνει έτσι την ευλογία του πατέρα, βρίσκει μία αναλογία με την εμπειρία της δικαιώσεώς μας ενώπιον του Θεού εν Χριστώ και γράφει:

“Και αυτό πραγματικά είναι το αληθινό γεγονός, γιατί για να εμφανισθούμε ενώπιον του προσώπου του Θεού ‘προς σωτηρίαν’ είναι αναγκαίο για μας να αρωματισθούμε με τη δική Του ευωδία, και όλες μας οι παραμορφώσεις να σκεπασθούν και να απορροφηθούν από την τελειότητά Του”. 23

  1.  Η μελέτη μας για το θέμα της θέωσης θα γίνει σε δύο μέρη. Στο πρώτο, που περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό, θα επιχειρήσουμε έναν γόνιμο διάλογο αναζητώντας σημεία επαφής και σύνθεσης. Στο δεύτερο, που θα βρει ο ανάγνωστης στο επόμενο τεύχος του Αστέρα, θα υπάρχει μία κριτική αποτίμηση του θέματος.
  2.  Κάλλιστος Ware, H Oρθόδοξη Εκκλησία (Νέα Σμύρνη: Ακρίτας, τέταρτη έκδοση 2007), 366.
  3.  Ως άνω.
  4.  Norman Russell, The Doctrine of Deification in the Greek Patristic Tradition (Oxford: Oxford University, 2004) αλλά και στο πιο απλό και συνοπτικό βιβλίο του ιδίου, Fellow Workers with God: Orthodox Thinking on Theosis (Yonkers: Saint Vladimir’s Seminary, 2009).
  5.  Andrew Louth, “The Place of Theosis in Orthodox Theology” στο Partakers of the Divine Nature, επιμ. Michael J. Christensen και Jeffrey A. Wittung (Grand Rapids, Michigan: Baker Academic, 2008).
  6.  Paul L. Gavrilyuk, “The Retrieval of Deification: How a Once-Despised Archaism Became an Ecumenical Desideratum” Modern Theology 25:4 (2009), 647 – 659.
  7.  Παναγιώτης Νέλλας, Ζώον Θεούμενον (Αθήνα: Αρμός, τέταρτη έκδοση 2000), 41.
  8.  Robert Letham, Union with Christ: In Scripture, History and Theology (Phillipsburg: P&R, 2011).
  9.  Σχετικά με τον Λούθηρο υπάρχει μία αρκετά εκτεταμένη συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό. Για την άποψη ότι ο Λούθηρος είχε μία ανεπτυγμένη θεολογία θέωσης βλ. το έργο των Carl E. Braaten και Robert W. Jenson, Union with Christ: the New Finnish Interpretation of Luther (Grand Rapids: Eerdmans, 1998). Για μία διαφορετική άποψη δες Carl R. Trueman, The Wages of Spin (Fearn: Christian Focus, 2004), 129-148.
  10. Για μία εκτεταμένη ανάλυση αυτού του θέματος δες Robert Letham, Union with Christ (Phillipsburg: P&R, 2011). Ιδιαίτερα σελ. 85-128.
  11.  Χρησιμοποιούμε τον όρο που αναφέρει ο Russell αν και μπορεί να δώσει λάθος εντυπώσεις. Όπως τονίζει ο Ware “η μυστική ένωση μεταξύ Θεού και ανθρώπων είναι μια αληθινή ένωση, παρόλο που σ’ αυτή την ένωση Δημιουργός και δημιούργημα δεν συντήκονται σε μία ύπαρξη” (Η Ορθόδοξη Εκκλησία, 367). Ταυτόχρονα όμως πρέπει να πούμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η διευκρίνηση δεν είναι αρκετά καθαρή. Ο κλασσικός ορισμός της θέωσης δοσμένος από την γραφίδα του Διονύσιου Αεροπαγίτη είναι, “η δε θέωσις εστιν η προς Θεόν, ως εφικτόν, αφομοίωσις τε και ένωσις” (Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, 3:12-14). Ο όρος “αφομοίωση” εδώ προφανώς χρειάζεται να εξηγηθεί!
  12.  Michael Horton, The Christian Faith: A Systematic Theology for Pilgrims on the Way (Grand Rapids: Zondervan, 2011), 692.
  13.  Για μία οξεία Ορθόδοξη κριτική αυτού του φαινομένου δες το άρθρο του Σάββα Αγουρίδη, “Η εμπειρία του θείου φωτός στους Ορθόδοξους Ησυχαστές και ο φωτισμός στο Βουδισμό Ζεν” στο Οράματα και Πράγματα (Αθήνα: Άρτος Ζωής, 1991), 28-39.
  14.  Η εμπειρία του απ. Παύλου αν και χρησιμοποιείται συχνά ως παράδειγμα έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Είναι μία εμπειρία μεταστροφής την οποία ο Παύλος δεν επεδίωκε. Δεν ήταν το επιστέγασμα μια διαδικασίας κάθαρσης και προσευχής. Ήταν τραυματική και όχι θεραπευτική. Η τύφλωση ήταν οδυνηρή και όχι παρηγορητική. Τέλος, συνοδευόταν από “λόγο”, ο Θεός μίλησε στον Παύλο.
  15.  Ιωάννη Σ. Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, επιμ. Μοναχός Δαμασκηνός Αγιορείτης (Θεσσαλονίκη: Παρακαταθήκη, 2004), ενδεικτικά βλ. σελ. 49.
  16.  Mirchea Eliade, To Εσωτερικό Φως, Σειρά Μούσες, μετ. Κυριακή Λέκκα Μαραγκουδάκη (Αθήνα: Αρμός, 2003)
  17.  Για τις ανάλογες παραπομπες βλ. Βλαδίμηρου Λόσκι, “Λύτρωσις και Θέωσις”, Κατ’ Εικόνα και Καθ’ Ομοίωσιν Θεού, μετ. Μ.Γ. Μιχαηλίδη (Θεσσαλονίκη: Βασ. Ρηγόπουλου, 1974), 89.
  18.  Ως άνω.
  19.  Βέβαια υπάρχουν αρκετές μελέτες που επιχειρούν να διορθώσουν αυτήν την παρανόηση. Δες χαρακτηριστικά Richard B. Gaffin Jr, By Faith not by Sight, (New Jersey: Presbyterian and Reformed Publishing, δεύτερη έκδοση 2013), 49 και εξής.
  20.  Την ομιλία μπορεί να την παρακαλουθήσει κανείς στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση http://old.imd.gr/articles/left/video/504 . Το κείμενο μεταφρασμένο στα αγγλικά υπάρχει στο περιοδικό Sobornost 34:1, 2012, σελ. 5-15.
  21.  Andrew Louth, “The Place of Theosis in Orthodox Theology” στο Partakers of the Divine Nature, επιμ. Michael J. Christensen και Jeffrey A. Wittung (Grand Rapids: Baker Academics, 2008).
  22. Στο επόμενο τεύχος, πρώτα ο Θεός, θα εστιάσουμε στα σημεία που πιστεύουμε ότι υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της Ορθόδοξης θεώρησης και της κλασσικής Διαμαρτυρόμενης. 
  23.  Ιωάννη Καλβίνου, Θεσμοί Χριστιανικής Θρησκείας, μετ. Αντωνίου Κουλούρη (Αθήνα: Έκδοσις της Γενικής Συνόδου της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, 1983), 3.11.23, σελ. 294.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top