Η μελέτη των αποκαλυπτικών κειμένων

person writing on white paper

Εισαγωγή

Το κίνημα του αποκαλυπτισμού αναπτύχθηκε στον Ιουδαϊσμό για να απαντήσει στα δύσκολα ερωτήματα που γεννιούνται όταν ο λαός του Θεού περνάει στιγμές θλίψης. Το γεγονός της εκτεταμένης εξορίας του λαού Ισραήλ (από την εξορία της Βαβυλώνας έως και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία) δημιουργεί μια καινούρια πραγματικότητα που υποβάλλει τον Ισραήλ σε συνθήκες θλίψης. Οι νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες προωθούν αξίες ξένες προς τον Θεό, και η πορεία της ιστορίας φαίνεται να ευνοεί τους εχθρούς του Θεού. Ο πιστός του Θεού έρχεται αντιμέτωπος με τον πειρασμό του συμβιβασμού και της πλάνης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αναδύονται τα εξής ερωτήματα στον πιστό του Θεού: Έχει εγκαταλείψει ο Θεός τον λαό του; Έχει χάσει ο Θεός τον έλεγχο της ιστορίας; Ποιο είναι το σχέδιο του Θεού; Πώς εξηγείται η κατάσταση του παρόντος; Πότε θα έρθει η τελική απολύτρωση; Πώς καλείται να ζήσει ο πιστός κατά τη διάρκεια της εξορίας;

Η κατάσταση της θλίψης δημιουργεί την απατηλή αίσθηση της ήττας για τον πιστό του Θεού, επειδή η όρασή του περιορίζεται στα φαινόμενα που διαδραματίζονται γύρω του και δεν μπορεί να δει πέρα από αυτά. Ο αποκαλυπτισμός προτίθεται να επεκτείνει το οπτικό πεδίο του πιστού και να του δώσει μια διαφορετική κατανόηση του παρόντος μέσω μιας «αποκάλυψης» του μέλλοντος. Για να επικοινωνήσει αυτή την αποκάλυψη στον αναγνώστη, το κίνημα του αποκαλυπτισμού χρησιμοποίησε το λογοτεχνικό όχημα του αποκαλυπτικού λόγου. Φυσικά, ο αποκαλυπτικός λόγος χρησιμοποιήθηκε από τους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης (Ησαΐας 24-27, Ιεζεκιήλ 37-39, Ζαχαρίας και Δανιήλ), αλλά εμφανίστηκε ιδιαίτερα στην Ιουδαϊκή παράδοση μεταξύ του 200 π.Χ. και του 100 μ.Χ. με την συγγραφή αρκετών αποκαλυπτικών βιβλίων (Α’ Ενώχ, Β’ Ενώχ, Β’ Βαρούχ, Δ’ Έζδρας, Αποκάλυψη του Αβραάμ, κτλ.). Στην Καινή Διαθήκη, η Αποκάλυψη του Ιωάννη αποτελεί καλό παράδειγμα χρήσης του αποκαλυπτικού λόγου.  

Το λογοτεχνικό είδος του αποκαλυπτικού λόγου ορίζεται από τους περισσότερους βιβλικούς θεολόγους ως εξής: Η αφήγηση που εξιστορεί την παράδοση μιας σειράς αποκαλυπτικών οραμάτων, συνήθως από ένα ουράνιο ον σε έναν άνθρωπο-προφήτη, τα οποία οράματα υπερβαίνουν τον χρόνο, αποκαλύπτοντας κάτι για το μέλλον, αλλά και τον χώρο, φανερώνοντας τη διάσταση του ουρανού. Ο στόχος αυτής της υπερφυσικής αποκάλυψης είναι η ενθάρρυνση και καθοδήγηση του πιστού στο παρόν καθώς αυτός ζει μέσα στη θλίψη.

Χαρακτηριστικά του αποκαλυπτικού λόγου:

(1) Τα σύμβολα

Το πιο εμφανές χαρακτηριστικό του αποκαλυπτικού λόγου είναι η εκτενής χρήση συμβόλων. Εφόσον το κεντρικό θέμα της αφήγησης στον αποκαλυπτικό λόγο είναι το αποκαλυπτικό όραμα, ένα μεγάλο μέρος αυτής αποτελείται από εικόνες ή σύμβολα, κι αυτό δημιουργεί μια δυσκολία στην ερμηνεία και κατανόηση των οραμάτων. Πολλές φορές ο αναγνώστης δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει τη σημασία μιας εικόνας, ή πότε ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μεταφορική γλώσσα. Επίσης, τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας δεν δίνουν την αίσθηση του τυχαίου, αλλά φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους αποτελεσματικά για να επιτελέσουν μια ολοκληρωμένη επικοινωνία, όπως οι λέξεις συνδυάζονται σε μια γλώσσα για να σχηματίσουν νόημα. Ο συμβολισμός που χρησιμοποιείται στον αποκαλυπτικό λόγο μοιάζει με έναν απόκρυφο συμβολισμό, δηλαδή, φαίνεται να απευθύνεται σε όσους γνωρίζουν την αποκωδικοποίηση των συμβόλων. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει πως η γλώσσα των συμβόλων κατά ένα μεγάλο ποσοστό ήταν γνωστή τουλάχιστον σε κάποιους από τους αναγνώστες της εποχής εκείνης.

Η ερμηνεία των συμβόλων γίνεται πιο δύσκολη όταν το σύμβολο δεν απεικονίζει οικείες μορφές της ανθρώπινης εμπειρίας (π.χ. άλογα, λυχνίες, γυναίκα), αλλά αντλεί έμπνευση από τον χώρο της φαντασίας (π.χ. θηρίο με πολλαπλά κεφάλια, δράκος, αρνί με εφτά μάτια). Σε αυτή την περίπτωση, η αντιστοίχιση της εικόνας με τη σημασία της ταλαιπωρεί τον αναγνώστη που δεν έχει πρόσβαση στον πολιτισμό του πρώτου αιώνα και δεν είναι εξοικειωμένος με τα σύμβολα αυτά. Επειδή η αποκωδικοποίηση των συμβόλων αποτελεί βασικό συστατικό για την κατανόηση των αποκαλυπτικών κειμένων, θα εξετάσουμε το θέμα αυτό λίγο πιο αναλυτικά παρακάτω. Αρχικά, είναι χρήσιμο για τον σύγχρονο αναγνώστη να αναγνωρίσει την παρουσία των συμβόλων, και να προετοιμαστεί για μια προσέγγιση που περιλαμβάνει την προσεκτική μελέτη της μεταφορικής γλώσσας.

Μάλιστα, στο βιβλίο της Αποκάλυψης συγκεκριμένα, ο Ιωάννης ξεκινάει λέγοντας ότι ο Ιησούς έλαβε την αποκάλυψη από τον Θεό για να τη «δείξει» (δεξαι) στους δούλους του, και τη «σήμανε» (σήμανεν) μέσω αγγέλου στον δούλο του τον Ιωάννη (1:1). Ο συνδυασμός των ρημάτων δεξαι και σήμανεν προετοιμάζουν τον αναγνώστη γι’ αυτό που θα ακολουθήσει, δηλαδή, ότι η επικοινωνία της αποκάλυψης θα γίνει μέσα από «σημεία», δηλαδή, εικόνες ή σύμβολα. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι περιγραφές του βιβλίου είναι μεταφορικές, αλλά ότι ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου ενσυνείδητα μεταφέρεται στον αναγνώστη με σημεία.

(2) Η αριθμολογία

Ένα δεύτερο έντονο στοιχείο του αποκαλυπτικού λόγου είναι η χρήση συμβολικής αριθμολογίας. Σχεδόν σε όλα τα αποκαλυπτικά κείμενα, το τρία, το τέσσερα, το επτά, το δέκα, το δώδεκα, και τα πολλαπλάσιά τους εμφανίζονται επανειλημμένα με τη μορφή μυστικού κώδικα. Έτσι, στο βιβλίο της Αποκάλυψης, ο αριθμός επτά και τα πολλαπλάσιά του δεν έχει μόνο λογοτεχνική αξία, αλλά και συμβολική αξία, εκπροσωπώντας μάλλον την πληρότητα ή τη θεία τελειότητα. Επίσης, όλοι μας κατανοούμε τη συμβολική χρήση του αριθμού 666, ακόμα κι αν διαφωνούμε στην ερμηνεία του. Γενικά, οι αριθμοί διατηρούν με συνέπεια αυτό που εκπροσωπούν, οπότε η αποκωδικοποίησή τους συνήθως δεν μας ξαφνιάζει. Έτσι, ο αριθμός δύο χρησιμοποιείται ως ένδειξη έμπιστης μαρτυρίας (π.χ., οι δύο μάρτυρες στο Αποκ. 11, και τα δύο κέρατα του δεύτερου θηρίου στο Αποκ. 13). Ο αριθμός τρία συνήθως σχετίζεται με τη θεότητα, ενώ ο αριθμός τέσσερα με τη γη και τη δημιουργία (π.χ., τα τέσσερα ζώα στο Αποκ. 4, και οι τέσσερις άνεμοι στο Αποκ. 7). Επίσης, επειδή ο αριθμός επτά επικοινωνεί την τελειότητα, ο αριθμός έξι εκπροσωπεί την ατέλεια ή το ελλιπές. Το δέκα φανερώνει το σύνολο, το όλο, και το δώδεκα τον λαό του Θεού ή τη διακυβέρνηση του κόσμου (π.χ., οι δώδεκα πυλώνες και τα δώδεκα θεμέλια της Νέας Ιερουσαλήμ στο Αποκ. 21).

(3) Η κυκλική αφηγηματική δομή

Ένα τρίτο κοινό χαρακτηριστικό των αποκαλυπτικών κειμένων είναι η κυκλική αφηγηματική δομή ή ο προοδευτικός παραλληλισμός. Τις περισσότερες φορές, η διαδοχική παρουσίαση των οραμάτων δεν ακολουθεί χρονολογική σειρά, αλλά λειτουργεί κυκλικά, ώστε το κάθε όραμα αποτελεί επανάληψη ή παράλληλη επεξήγηση του προηγούμενου. Για παράδειγμα, το όνειρο του Ναβουχοδονόσωρ στο Δανιήλ 2 είναι παράλληλο με το όραμα των τεσσάρων θηρίων στο Δανιήλ 7. Δηλαδή, οι τέσσερις βασιλείες των θηρίων (Δανιήλ 7) δεν ακολουθούν χρονικά τις τέσσερες βασιλείες του αγάλματος (Δανιήλ 2), αλλά τα δύο οράματα είναι παράλληλα και οι τέσσερις βασιλείες είναι ίδιες και στις δύο περιπτώσεις. Επίσης, το όνειρο του Ναβουχοδονόσωρ στο Δανιήλ 4 σχετίζεται με την πρώτη βασιλεία, ενώ το όραμα με το κριάρι και τον τράγο στο Δανιήλ 8 εστιάζει στη δεύτερη και τρίτη βασιλεία των προηγούμενων οραμάτων. Το όραμα των κεφαλαίων 10-11 εστιάζει στη μετάβαση μεταξύ δύο θηρίων (δεύτερου και τρίτου), επαναλαμβάνοντας με περισσότερη λεπτομέρεια στοιχεία του κεφαλαίου 8. Τέλος, η αφήγηση στο Δανιήλ 9 σχετικά με την ερμηνεία των 70 χρόνων του προφήτη Ιερεμία επίσης σχετίζεται με την ίδια περίοδο των τεσσάρων βασιλείων, εφόσον η νέα κατανόηση των 70 χρόνων (70×7=490 χρόνια) καλύπτει το χρονικό διάστημα που εμφανίζονται οι τέσσερις βασιλείες.

Το βιβλίο του Δανιήλ αποτελεί καλό παράδειγμα κυκλικής αφηγηματικής δομής, αν και ο παράλληλος χαρακτήρας των οραμάτων φανερώνεται στον αναγνώστη επειδή η ίδια η αφήγηση προμηθεύει την ερμηνεία των ονείρων και των οραμάτων μέσω του Δανιήλ ή ενός αγγέλου. Στην περίπτωση της Αποκάλυψης, όμως, τα οράματα σπάνια ερμηνεύονται μέσα στην αφήγηση, οπότε ο προοδευτικός παραλληλισμός των οραμάτων δεν συστήνεται ευθέως στον αναγνώστη. Κι όμως, σχεδόν όλοι οι σχολιαστές αναγνωρίζουν τουλάχιστον τον παραλληλισμό μεταξύ των επτά σφραγίδων (Αποκ. 6), των επτά σαλπίγγων (Αποκ. 8-9) και των επτά φιαλών (Αποκ. 16). Έτσι, οι κρίσεις που περιγράφουν οι αυτές τρεις επτάδες δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική σειρά, αλλά παρουσιάζουν τα ίδια γεγονότα από άλλη οπτική γωνία με πιθανή προοδευτική κλιμάκωση. Το ίδιο μάλλον ισχύει και για την αφήγηση του οράματος με τον δράκο και τα δύο θηρία (Αποκ. 12-14), την κρίση και πτώση της Βαβυλώνας (Αποκ. 17-19), αλλά και τις επιστολές στις επτά εκκλησίες (Αποκ. 2-3). Τα οράματα σε αυτές τις ενότητες είναι πιθανό να λειτουργούν με κυκλική αφηγηματική δομή, περιγράφοντας τη θλίψη που λαμβάνει χώρα την ίδια χρονική περίοδο, επειδή αυτό είναι το διακριτό χαρακτηριστικό του αποκαλυπτικού λόγου.

Πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση, εάν τα οράματα στο βιβλίο της Αποκάλυψης έχουν χρονολογική σειρά (όχι κυκλική), πώς είναι δυνατό να επηρεάζεται το ένα τρίτο των αστέρων στο 8:12, όταν στο Αποκ. 6:13 όλοι οι αστέρες έχουν ήδη πέσει στη γη; Ή πώς δίνεται η εντολή να μην πειραχτεί το χορτάρι στο 9:4, όταν στο 8:7 όλο το χορτάρι έχει ήδη καεί; Πώς είναι δυνατό το θηρίο να πολεμάει τους δύο μάρτυρες στο 11:7, όταν ακόμα δεν έχει βγει από τη θάλασσα (13:1); Επίσης, η παρουσία πολλαπλών επαναλήψεων της ίδιας ιδέας ενισχύει την πιθανότητα μιας κυκλικής αφηγηματικής δομής. Για παράδειγμα, η Βαβυλώνα «πέφτει» (καταστρέφεται) τουλάχιστον τρεις φορές στο βιβλίο της Αποκάλυψης, σε διαφορετικά οράματα (14:8, 16:19, 18:1-24). Επίσης, εχθρικές δυνάμεις «μαζεύονται για πόλεμο» ενάντια στον Θεό τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε φορές, πάλι σε διαφορετικά οράματα (9:16-19, 16:14-16, 17:14, 19:19, 20:8). Το πιο ενδεικτικό χαρακτηριστικό, όμως, της ύπαρξης προοδευτικού παραλληλισμού μεταξύ των οραμάτων είναι η φράση που επαναλαμβάνεται στο τέλος των επτάδων κρίσεως, που δηλώνει ότι η έβδομη σφραγίδα, η έβδομη σάλπιγγα και η έβδομη φιάλη περιγράφουν το ίδιο γεγονός σχετικά με την τελική κρίση: βροντές, φωνές, αστραπές, και σεισμό (8:5, 11:19, 16:18). Αυτές οι επαναλήψεις (και πολλές άλλες) δείχνουν ότι οι ενότητες των οραμάτων στην Αποκάλυψη είναι μάλλον παράλληλες, δηλαδή, περιγράφουν γεγονότα της ίδιας χρονικής περιόδου, κάθε φορά με διαφορετική έμφαση ή με κλιμάκωση. Ο αναγνώστης καλείται να ευαισθητοποιηθεί στην πιθανή παρουσία κυκλικής αφήγησης.

(4) Η υπερβατική φύση του μηνύματος και η σχέση του με το παρόν

Άλλο ένα χαρακτηριστικό του αποκαλυπτικού λόγου αφορά την υπερβατική φύση αυτού που αποκαλύπτεται. Ο παραλήπτης του αποκαλυπτικού μηνύματος δεν έχει πρόσβαση στο μήνυμα που λαμβάνει παρά μόνο μέσω της αποκάλυψης που δίνει το υπερβατικό ον (π.χ., ο άγγελος ή ο Θεός). Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης δεν μπορεί να «δει» την πραγματικότητα της αποκάλυψης με τα φυσικά του μάτια, αλλά μόνο μέσα από την ερμηνεία των οραμάτων. Αυτό το στοιχείο δημιουργεί για τον αναγνώστη ταυτόχρονα ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα: από τη μια πλευρά, ο υπερβατικός χαρακτήρας του μηνύματος δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να «δει» πράγματα που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να δει, αλλά επίσης, ο υπερβατικός χαρακτήρας του μηνύματος δημιουργεί ένα ερμηνευτικό εμπόδιο στην πρόσβαση αυτής της όρασης.

Όπως αναφέραμε και στον ορισμό του αποκαλυπτικού λόγου παραπάνω, η υπερβατικότητα του μηνύματος αφορά κυρίως δύο άξονες: τον χρόνο και τον χώρο (ή διαφορετικά, το εσχατολογικό μέλλον και την ουράνια πραγματικότητα). Αυτοί οι δύο άξονες δεν λειτουργούν ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά συνδέονται μέσω της συσχέτισής τους με το γήινο παρόν. Και οι δύο άξονες απαντούν σε ερωτήματα που δημιουργεί η θλίψη του λαού του Θεού στη γη. Έτσι, ο άξονας του χρόνου απαντάει στο ερώτημα σχετικά με την έκταση της θλίψης και την τελική δικαίωση των αγίων (δες το ως πότε στο Αποκ. 6:10), ενώ ο άξονας του χώρου απαντάει στο ερώτημα σχετικά με τον κυριαρχικό έλεγχο της θλίψης, επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία του Θεού.

Πράγματι, η υπερβατική αποκάλυψη που δίνεται στο βιβλίο του Δανιήλ (σχετικά με τις τέσσερις βασιλείες) φανερώνει την έκταση της εξοριακής θλίψης για τον λαό του Θεού, όπως και την εσχατολογική αποκατάσταση (δες τον λίθο στο Δανιήλ 2, τον υιό του ανθρώπου στο Δανιήλ 7, και την ανάσταση των νεκρών στο Δανιήλ 12). Ταυτόχρονα, όμως, ο συγγραφέας δηλώνει ότι ο Θεός παραμένει κυρίαρχος και στο παρόν, εφόσον οι παρούσες πολιτικές εξελίξεις βρίσκονται κάτω από τον δικό του έλεγχο (π.χ., ο Θεός παραδίδει την Ιερουσαλήμ στον Ναβουχοδονόσορα στο Δαν. 1:2, αλλά και την Βαβυλώνα στους Μήδους και τους Πέρσες στο Δαν. 5:26-28). Το ίδιο συμβαίνει και στο βιβλίο της Αποκάλυψης: τα οράματα φανερώνουν την έκταση της θλίψης για τον λαό του Θεού μαζί με την περιγραφή της εσχατολογικής αποκατάστασης, αλλά επίσης δείχνουν ότι ο Θεός διατηρεί τον έλεγχο της θλίψης στο παρόν (π.χ. την εξοριακή θλίψη του Ιωάννη στο Αποκ. 1:9 ακολουθεί το όραμα του Χριστού που στέκεται ανάμεσα στις λυχνίες, και οι κρίσεις των επτά σφραγίδων πραγματοποιούνται μόνο έπειτα από εντολή που έρχεται από τον θρόνο του Θεού: ρχου, Αποκ. 6:1, 3, 5, 7).

Επομένως, η υπερβατική αποκάλυψη της ουράνιας πραγματικότητας και του μέλλοντος δίνεται στον αναγνώστη για να μπορέσει να κατανοήσει το παρόν. Ο επικοινωνιακός στόχος των οραμάτων είναι η ηθική παραίνεση του πιστού, δηλαδή, να παραμείνει πιστός και να μη συμβιβάσει τη λατρεία του ενόσω ζει κάτω από εχθρικά προς τον Θεό καθεστώτα. Αυτό τον στόχο έχουν οι δύο αφηγήσεις στο Δανιήλ που εξιστορούν την πιστότητα των τριών νέων και του Δανιήλ στα κεφάλαια 3 και 6. Αλλά και στο βιβλίο της Αποκάλυψης, ο συγγραφέας ξεκινάει και τελειώνει το βιβλίο ενθαρρύνοντας τον χριστιανό να «τηρήσει» τα λόγια της προφητείας για να είναι μακάριος (Αποκ. 1:3, 22:7). Προτροπές για πιστότητα επίσης συναντάμε στις επιστολές προς τις επτά εκκλησίες (2:5, 10, 16, 24-25, 3:3, 18-20), αλλά και ανάμεσα στα οράματα (13:9-10, 14:12-13, 16:15, 18:4).

Αυτή η αδρώς ορατή συσχέτιση του υπερβατικού οράματος με το παρόν δημιουργεί μια δυσκολία στην κατανόηση των οραμάτων όταν ο αναγνώστης απαιτεί μια μονόπλευρη απάντηση στο εξής ερώτημα: τελικά τα οράματα αφορούν το παρόν ή το μέλλον; Η καλύτερη απάντηση που μπορώ να δώσω σε αυτό το ερώτημα είναι η εξής: τα οράματα αφορούν το παρελθόν, το παρόν, και το μέλλον. Πράγματι, τα αποκαλυπτικά κείμενα έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό, ότι συσχετίζουν το υπερβατικό όραμα με το παρόν του αναγνώστη της εποχής που γράφεται το κείμενο. Έτσι, τα οράματα στο βιβλίο του Δανιήλ περιλαμβάνουν αποκάλυψη για το μέλλον (σχετικά με τη χρονική περίοδο του Δανιήλ), αλλά αφορούν άμεσα και το παρόν του Δανιήλ, εφόσον το πρώτο θηρίο στο Δανιήλ 7 εκπροσωπεί τη Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία στην οποία εκείνος έζησε. Η εκπλήρωση του αποκαλυπτικού οράματος ξεκινάει με το παρόν του συγγραφέα κι εξελίσσεται προς το μέλλον. Μια παρόμοια προσέγγιση είναι μάλλον πιθανή και για το βιβλίο της Αποκάλυψης, ιδιαίτερα αφού ο συγγραφέας σημειώνει ότι τα γεγονότα του βιβλίου θα ξεκινήσουν να εκπληρώνονται ν τάχει (1:1 και 22:6), δηλαδή, πολύ σύντομα.

(5) Η χρήση δυιστικής σκέψης και γλώσσας

Τέλος, κοινό χαρακτηριστικό του αποκαλυπτικού λόγου αποτελεί η χρήση δυιστικής γλώσσας. Ο διαχωρισμός του χρόνου σε δύο αιώνες, τον τωρινό και τον αιώνιο, δημιουργεί την κατηγοριοποίηση του κόσμου σε δύο στρατόπεδα: εκείνους που ανήκουν στον τωρινό αιώνα και εκείνους που ανήκουν στον αιώνιο. Η συνύπαρξη των δύο στρατοπέδων οδηγεί σε μια αναπόφευκτη μάχη, έναν πόλεμο, μεταξύ των δυνάμεων του φωτός και των δυνάμεων του σκότους. Ο δυισμός αυτός μεταφράζεται επίσης σε μια ηθική μάχη, μέσα από την οποία ο πιστός του Θεού καλείται να βρεθεί νικητής. Στο βιβλίο της Αποκάλυψης, όμως, ο δυισμός αυτός δεν είναι απόλυτος, και οι δύο αντίθετες πλευρές δεν είναι ίσες. Η μάχη έχει ήδη κριθεί στο παρελθόν, μέσα από τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού (Αποκ. 5:5-6, 12:11).

Ο αναγνώστης της Αποκάλυψης καλείται να προσδιορίσει τον πόλεμο και να εντοπίσει τις αντιμαχόμενες πλευρές, ώστε να πάρει θέση μαζί με τον Θεό και να βγει νικητής. Ο αποκαλυπτικός λόγος δεν αφήνει περιθώρια για γκρι ζώνες: είτε ανήκεις στο αρνί κι έχεις τη σφραγίδα του Θεού στο μέτωπό σου (Αποκ. 7:3), είτε ανήκεις στο θηρίο κι έχεις το χάραγμα του θηρίου στο μέτωπό σου (Αποκ. 13:16). Η θλίψη που ζει ο λαός του Θεού αποτελεί την ύστατη δοκιμασία της πίστης, τον έσχατο πειρασμό, τον οποίο ο πιστός του Θεού καλείται να υπερνικήσει.

Η ερμηνεία των συμβόλων στο βιβλίο της Αποκάλυψης

Στο υπόλοιπο του άρθρου αυτού, θα ήθελα πολύ σύντομα να παραθέσω μερικές χρήσιμες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ερμηνεία των συμβόλων, στα οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα. Πρωταρχικά, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι ένα σύμβολο λειτουργεί σε έναν μεγάλο βαθμό μεταφορικά, δηλαδή, ως μια ενσυνείδητη σύγκριση μεταξύ του κυριολεκτικού γεγονότος ή προσώπου στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται και του συμβόλου που χρησιμοποιεί. Το σύμβολο αντικαθιστά το κυριολεκτικό γεγονός ή πρόσωπο, όχι για να το εξαφανίσει, αλλά για να το ερμηνεύσει. Επομένως, το σύμβολο λειτουργεί ως φίλτρο, μέσα από το οποίο ο αναγνώστης καλείται να «δει» το κυριολεκτικό γεγονός.

Στο βιβλίο της Αποκάλυψης, η χρήση της μεταφορικής γλώσσας συνήθως παίρνει μια από τις τρεις παρακάτω μορφές: (1) παρομοίωση, η οποία εντοπίζεται εύκολα επειδή τα δύο συγκρινόμενα στοιχεία συνδέονται με ένα ς ή ένα μοιος (π.χ., 1:14-15), (2) μεταφορά, η οποία επίσης συνδέει τα δύο συγκρινόμενα στοιχεία με το ρήμα εμί (π.χ., 1:20), και (3) υποκατάσταση, στην οποία η σύγκριση υπονοείται και το κυριολεκτικό αντικείμενο δεν αναφέρεται ρητώς. Αρκετές φορές η παρουσία των δύο πρώτων μορφών μεταφορικού λόγου βοηθούν και στην αποσαφήνιση της υποκατάστασης. Όταν δηλαδή ο συγγραφέας έχει ήδη αντιστοιχήσει ένα σύμβολο ρητώς σε ένα σημείο του βιβλίου, αυτή η αντιστοίχιση ξεκλειδώνει τις υπόλοιπες χρήσεις του συμβόλου στο βιβλίο. Έτσι, εφόσον ο συγγραφέας συνδέει το σύμβολο της λυχνίας με την εκκλησία στο 1:20, κάθε αναφορά λυχνίας στο βιβλίο θα πρέπει να κατανοηθεί ως «εκκλησία» (π.χ., οι δύο μάρτυρες βλέπουμε ότι είναι δύο λυχνίες στο 11:4). Επίσης, εφόσον το σύμβολο του αστεριού συνδέεται με άγγελο στο 1:20, ο αναγνώστης καλείται να μείνει πιστός σε αυτή την αναλογία (π.χ. το καιόμενο αστέρι που πέφτει στην τρίτη σάλπιγγα μάλλον δηλώνει τη θεϊκή κρίση σε αγγελική δύναμη, 8:10-11). Άλλα παρόμοια ερμηνευτικά κλειδιά δίνονται στο 12:9 και 19:8.

Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας καθοδηγεί τον αναγνώστη στην ερμηνεία των συμβόλων αποτελεί η συσχέτιση που κάνει μεταξύ ακοής και όρασης. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο Ιωάννης ακούει μια φωνή με κάποιο συμβολικό περιεχόμενο, αλλά όταν στρέφει τα μάτια του να δει το «όραμα» που έχει μόλις ακούσει, βλέπει μια διαφορετική εικόνα. Η εικόνα που βλέπει ερμηνεύει το αρχικό όραμα που ο Ιωάννης άκουσε. Έτσι, στο 5:5-6, ο Ιωάννης ακούει μια φωνή που αναφέρει το λιοντάρι από τη φυλή του Ιούδα, αλλά όταν στρέφει να το δει, βλέπει ένα σφαγμένο αρνί. Στην περίπτωση αυτή, το λιοντάρι ταυτίζεται με το αρνί. Παρόμοια, στο 21:9-10, ένας άγγελος λέει στον Ιωάννη ότι θα του δείξει τη νύφη, τη γυναίκα του Αρνίου, αλλά όταν έρχεται η στιγμή για τον Ιωάννη να τη δει, βλέπει τη Νέα Ιερουσαλήμ να κατεβαίνει από τον ουρανό. Στην περίπτωση αυτή, η Νέα Ιερουσαλήμ ταυτίζεται με τη νύφη. Η ίδια ερμηνευτική αρχή έχει οδηγήσει πολλούς σύγχρονους σχολιαστές να ταυτίσουν τους 144.000 που έχουν σφραγιστεί με το αναρίθμητο πλήθος από κάθε έθνος, φυλή και γλώσσα. Ο Ιωάννης ακούει μια φωνή που περιγράφει τους 144.000 (7:4-8), αλλά όταν στρέφει να τους δει, βλέπει το αναρίθμητο πλήθος (7:9-10).   

Όμως, η σπουδαιότερη πηγή για την ερμηνεία των συμβόλων στο βιβλίο της Αποκάλυψης αποτελεί η Παλαιά Διαθήκη, επειδή πολλά από τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, τα έχει δανειστεί από την Παλαιά Διαθήκη (ιδιαίτερα από τα βιβλία του Δανιήλ, του Ιεζεκιήλ, και του Ζαχαρία). Για παράδειγμα, το σύμβολο του θηρίου (Αποκ. 13) αποτελεί αναμφισβήτητη αναφορά στα θηρία του Δανιήλ 7, ιδιαίτερα εφόσον φέρει τα χαρακτηριστικά των τεσσάρων θηρίων (Αποκ. 13:1-2). Κι εφόσον το σύμβολο του θηρίου συνδέεται με «βασιλείες» στο βιβλίο του Δανιήλ, το ίδιο μάλλον συμβαίνει και στο βιβλίο της Αποκάλυψης. Το σύμβολο του όρους επίσης συνδέεται με βασιλείες στην Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα η Βαβυλώνα παρουσιάζεται ως ένα όρος φλεγόμενο το οποίο ρίχνεται προς τα κάτω στο Ιερ. 51:15. Όταν λοιπόν στη δεύτερη σάλπιγγα διαβάζουμε για ένα φλεγόμενο όρος που ρίχνεται στη θάλασσα (Αποκ. 8:8), ο συγγραφέας μάλλον περιγράφει την καταστροφή της Βαβυλώνας (δες και το Αποκ. 18:18, 21).

Επίσης, ο Ζαχαρίας αναφέρεται σε τέσσερις άμαξες με κόκκινα, μαύρα, άσπρα και γκρι άλογα, τις οποίες χαρακτηρίζει ως τους τέσσερις ανέμους (Ζαχ. 6:1-5). Συνεπώς, μάλλον οι τέσσερις άνεμοι στο Αποκ. 7:1 είναι αναφορά στα τέσσερα άλογα των σφραγίδων, ιδιαίτερα αφού τα άλογα αυτά έχουν τα ίδια χρώματα με τα άλογα του Ζαχαρία (Αποκ. 6:1-8). Ένα άλλο παράδειγμα είναι η περίεργη περιγραφή των τεσσάρων ζώων που στέκονται γύρω από τον θρόνο του Θεού στο Αποκ. 4:6-9. Τα όντα αυτά αναφέρονται και στον Ιεζεκιήλ 1:4-25 και 10:1-22, με παρόμοιες περιγραφές, αλλά εκεί αποκαλούνται Χερουβείμ (δες και την περιγραφή των Σεραφείμ στον Ησαΐα 6:1-7).

Το βιβλίο της Αποκάλυψης είναι σχεδόν γεμάτο από αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη με χρήση συμβόλων, κι αν ο αναγνώστης της Αποκάλυψης δεν γνωρίζει τον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, αδυνατεί να διακρίνει την ερμηνεία των συμβόλων αυτών. Άλλες δύο πηγές δανεισμού συμβόλων αποτελεί η Ιουδαϊκή γραμματεία και ο Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός του πρώτου αιώνα μ.Χ. Σε αυτό το άρθρο δεν υπάρχει χώρος για να αναφερθώ σε παραδείγματα χρήσης συμβόλων από αυτούς τους χώρους (π.χ. ο συνδυασμός του μάννα με τη λευκή πέτρα στο Αποκ. 2:17 μπορεί να ερμηνευτεί με τη βοήθεια της Ιουδαϊκής παράδοσης).

Επίλογος

Το θέμα της μελέτης των αποκαλυπτικών κειμένων, και ιδιαίτερα του βιβλίου της Αποκάλυψης, μπορεί να καλύψει πολλές σελίδες. Το κάθε τμήμα του άρθρου αυτού θα μπορούσε εύκολα να επεκταθεί με περαιτέρω ανάλυση και παραδείγματα. Παρ’ όλα αυτά, ελπίζω η σύντομη ανασκόπηση που κάναμε να βοηθήσει τον αναγνώστη στην κατανόηση των κειμένων αυτών. Πιστεύω ότι η παρούσα κατάσταση της εκκλησίας χαρακτηρίζεται από μια θλίψη, παρόμοια με αυτή που έζησε ο πρώιμος χριστιανισμός. Τα οράματα της Αποκάλυψης έχουν τη δυνατότητα να διευρύνουν το οπτικό μας πεδίο. Εάν αντιληφθούμε την ουράνια πραγματικότητα και το εσχατολογικό μέλλον προς το οποίο βαδίζει η εκκλησία, θα αποκτήσουμε τον απαραίτητο ηθικό προσανατολισμό για να τοποθετηθούμε σωστά στην πνευματική μάχη.  

Βιβλιογραφία

Aune, David. Revelation. Word Books; 3 volumes. Nashville: Thomas Nelson, 1998.

Bauckham, Richard. The Theology of the Book of Revelation. Cambridge: Cambridge University Press, 1993.

Beale, G. K. The Book of Revelation. NIGNT. Grand Rapids: Eerdmans, 1999.

Collins, John J., ed. Apocalypse: The Morphology of a Genre. Semeia 14. Missoula: Scholars Press, 1979. 

Erickson, Richard J. A Beginner’s Guide to New Testament Exegesis. Downers Grove: InterVarsity Press, 2005.

Fee, Gordon D., and Douglas Stuart. How to Read the Bible for All Its Worth. Grand Rapids: Zondervan, 2003.

Osborne, Grant R. Revelation. BECNT. Grand Rapids: Baker Academic, 2002.

Osborne, Grant R. The Hermeneutical Spiral: A Comprehensive Introduction to Biblical Interpretation. Downers Grove: IVP Academic, 2006.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top