Η θεολογία της εικόνας μέσα από τη ματιά ενός ευαγγελικού

gold candle holder with candles

Μόλις μπει ένας ορθόδοξος στην εκκλησία μας, σχεδόν πάντα ρωτά «γιατί δεν έχετε εικόνες;». Στο τέλος του άρθρου θα σας πω τι απαντώ. Η μελέτη αυτή δεν φιλοδοξεί να παρουσιάσει μια πλήρη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Με άλλα λόγια, δεν έχει στόχο αμυντικό ή απολογητικό. Αυτό που θα επιχειρήσω να κάνω είναι να μπω σε έναν διάλογο με την ορθόδοξη θεολογία της εικόνας. Τα περιθώρια αυτού του άρθρου είναι μικρά και, έτσι,  εκ των πραγμάτων,  η διαπραγμάτευση του θέματος θα γίνει αποσπασματικά, επιλεκτικά και ελλειπτικά. Ως εκ τούτου, το άρθρο κυρίως έχει ως στόχο την οριοθέτηση του ζητήματος και τον εντοπισμό των παραμέτρων του, και όχι την πλήρη ανάλυση και συζήτησή τους. Στόχος μου είναι η κατανόηση πέρα από στερεότυπα, η κριτική ανάλυση και, τέλος,  η εξεύρεση εδάφους για γόνιμο διάλογο. 

Είναι η εικόνα είδωλο; 

Αξίζει να ξεκινήσουμε από μία δύο αναγκαίες διευκρινήσεις που ως ευαγγελικοί οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας. Η πρώτη είναι ότι η ορθόδοξη εικονογραφία απαγορεύει την απεικόνιση του Θεού. Όπως τονίζει ο Ουσπένσκυ, «η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος μιλά για απουσία απεικονίσεως του Θεού Πατρός, μη σαρκωθέντος, αοράτου και κατά συνέπειαν μη αναπαραστάσιμου» (Ουσπένσκυ 179). Όπως όμως εξηγεί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, από τη στιγμή που ο Θεός ενσαρκώθηκε «μπορώ να απεικονίζω ό,τι μου είναι ορατό από τον Θεό» (Αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού, Λόγος Πρώτος Απολογητικός, PG 94:1236C). Βέβαια, θα σπεύσει να διευκρινίσει, «δεν λατρεύω την ύλη, λατρεύω ωστόσο τον Δημιουργό της ύλης, ο οποίος έγινε ύλη για χάρη μου και καταδέχτηκε να προσλάβει υλική ύπαρξη, και μέσω της ύλης πραγματοποίησε τη σωτηρία μου» (ως άνω). Εδώ αξίζει να κάνουμε δύο ακόμη διευκρινήσεις. Η πρώτη είναι ότι στην ορθόδοξη θεολογία γίνεται μια διάκριση ανάμεσα στην εικόνα και το αρχέτυπό της, δηλαδή η εικόνα δεν ταυτίζεται με αυτό που εικονίζει. Γράφει χαρακτηριστικά ο Λεόντιος Νεαπόλεως λίγο πριν το ξέσπασμα της εικονομαχίας για την προσκύνηση του Σταυρού:
«Δεν υποκλινόμαστε στην φύση του ξύλου, αλλ’ υποκλινόμαστε και σεβόμαστε Αυτόν που ανέβηκε στον Σταυρό… Όταν οι δύο κεραίες του Σταυρού ενώνονται, τότε τιμώ το σχήμα, εξαιτίας του Χριστού που σταυρώθηκε στον Σταυρό, ενώ αν οι κεραίες αποσυνδεθούν και χάσουν το σχήμα τους, τις πετάω τότε και τις καίω» (PG 94:13834D, μετάφραση στο Ware, σελ. 59).

Η δεύτερη, που προκύπτει από την προηγούμενη, είναι πως στην εικόνα αποδίδεται «προσκύνηση» και όχι «λατρεία». Όπως γράφει ο Κάλλιστος Ware, «οι εικόνες είναι μόνον σύμβολα» και για αυτό «οι Ορθόδοξοι δεν τις λατρεύουν αλλά τις τιμούν και τους αποδίδουν σεβασμό» (Ware, 59).  Μάλιστα, ο Μάγιεντορφ υποστηρίζει ότι η διαδεδομένη στη Δύση εντύπωση ότι οι ορθόδοξοι «λατρεύουν» τις εικόνες προέκυψε από ένα μεταφραστικό λάθος, καθώς η λέξη «προσκύνησις» αποδόθηκε στα λατινικά με τον όρο adoratio που σημαίνει λατρεία (Μάγιεντορφ, 112 – 113). Διευκρινίζει όμως κι αυτός ότι η τιμή και το σέβας διαφέρει από τη λατρεία. 

Πιστεύω λοιπόν ότι είναι καλό, ως ευαγγελικοί, να σεβαστούμε αυτές τις εξηγήσεις και διευκρινήσεις που δίνονται και να αποφεύγουμε να εξαπολύουμε εύκολα και γρήγορα την κατηγορία της ειδωλολατρίας. 

Είναι ο Χριστός περιγραπτός; 

Ένα από τα κεντρικά ζητήματα της συζήτησης γύρω από την εικόνα είναι το κατά πόσον ο ενσαρκωμένος Χριστός είναι περιγραπτός ή όχι. Σε αυτό το ερώτημα πιστεύω ότι οι περισσότεροι (όχι όλοι) ευαγγελικοί θα απαντούσαν καταφατικά. Ένα από τα πιο διαδεδομένα έργα στον σύγχρονο ευαγγελικό κόσμο παγκοσμίως είναι η ταινία «Ιησούς». Η ευρεία αποδοχή και χρήση της ταινίας στηρίζεται πάνω στην κοινά αποδεκτή αρχή ότι, από τη στιγμή που ο Θεός ενσαρκώθηκε, μπορούμε να αναπαραστήσουμε τον Χριστό. Εδώ όμως αξίζει να κάνουμε μια διάκριση. Η χρήση της ταινίας ή όποιας άλλης αναπαράστασης για του ευαγγελικούς δεν είναι λατρευτική. Δηλαδή δεν πιστεύει κανείς από μας ότι βλέποντας στην ταινία τον Ιησού συναντούμε την οντότητα της πραγματικής υπόστασης του ενσαρκωμένου Χριστού. Είναι η αφήγηση των Ευαγγελίων ντυμένη με εικόνες που με τη δική τους δύναμη δημιουργούν μέσα μας μια ισχυρή συγκίνηση και βαθιά εντύπωση. Εδώ όμως αρχίζουν και οι διαφορές μας. Για την ορθόδοξη θεώρηση μια εικόνα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή «εικονογράφηση της Βίβλου». Όπως τονίζει ο Ουσπένσκυ, η «εικόνα συνδέεται με το πρωτότυπο που αναπαριστά, όχι γιατί ταυτίζεται μ’ αυτό, κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα παράλογο, αλλά γιατί αναπαριστά το πρόσωπο του πρωτοτύπου της και φέρει το όνομά του». Κατά συνέπεια, και εδώ βρίσκεται η ουσία, «γίνεται δυνατή η κοινωνία δια μέσου της εικόνας με το πρόσωπο που εικονίζεται, γίνεται δυνατή η γνώση αυτού του προσώπου» (Ουσπένσκυ, 144). Έτσι, με έναν πραγματικό τρόπο, η τιμή που αποδίδουμε στην εικόνα «διαβαίνει», όπως λένε οι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, στο πρωτότυπό της. 

Αυτό λοιπόν μας φέρνει πίσω στην ερώτηση του κατά πόσον ο Χριστός είναι περιγραπτός. Αν μιλούμε για μια εικόνα που απλώς δηλώνει το γεγονός της ενσάρκωσης,  χωρίς να φιλοδοξεί να πει ότι εμπεριέχει την ολότητα του μυστηρίου της ενανθρώπησης, τα πράγματα νομίζω είναι απλά. Αν όμως λέμε ότι η εικόνα θα μας φέρει σε μια πραγματική ένωση και κοινωνία με τον Θεό, τότε πρέπει να γίνουμε πιο σαφείς για το τι ακριβώς εικονίζεται σε αυτήν. Εδώ λοιπόν ξεκινούν τα ζητήματα, τα οποία, αν και παλιά και διατυπωμένα ήδη από την εποχή της εικονομαχίας, έχουν βαρύτητα ακόμη και σήμερα. Αν λοιπόν αυτό που εικονίζεται είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού, τότε κινδυνεύουμε να υποπέσουμε στο λάθος του Νεστοριανισμού. Δηλαδή, στο να χωρίσουμε την ανθρώπινη φύση από τη θεϊκή. Αν, από την άλλη, πούμε ότι αυτό που εικονίζεται είναι ο «θεάνθρωπος», τότε αυτό τείνει προς τη σύγχυση των δύο φύσεων και κατά συνέπεια οδηγεί στην άλλη αίρεση, αυτή του μονοφυσιτισμού. Τι λοιπόν εικονίζεται; Εδώ ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, με έργο σημαντικό για την αντίκρουση των εικονομάχων, στη δεύτερη περίοδο της έριδας, πρόσφερε μια λύση. Αυτό που εικονίζεται δεν είναι η μία ή η άλλη φύση, αλλά το πρόσωπο, η «υπόσταση του Χριστού» (PG 99, 405B). Μια υπόσταση που ενώνει ασυγχύτως και αδιαιρέτως τις δύο φύσεις του Χριστού. 

Ίσως να είναι η αδυναμία ενός περιορισμένου προτεσταντικού μυαλού, όμως ομολογώ ότι από το σημείο αυτό και μετά δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω αυτή την ανάλυση.

Πώς ακριβώς μπορείς να ζωγραφίσεις την «υπόσταση» κάποιου; Πού την έχεις δει, πού σου έχει αποκαλυφθεί; Έχει μία μορφή ή διάφορες; Γιατί να υπάρχουν διαφορετικές εικονογραφήσεις της ίδιας υπόστασης; Πώς την αναγνωρίζεις όταν τη δεις; Μήπως, τελικά, όλα αυτά είναι λόγια που ακούγονται ωραία αλλά τελικά αφήνουν μία ασάφεια μες στην οποία απλώς χανόμαστε; 

Εδώ αξίζει να κάνουμε μία άσκηση. Θα παραθέσω δύο προτάσεις. 

Η πρώτη: «η ορθόδοξη εικόνα δεν έχει τίποτα να κάνει με τον μονοφυσιτισμό, γιατί δεν αναπαριστά ούτε τη Θεότητα, ούτε τον εμποτισμένο απ’ αυτήν άνθρωπο». 

Η δεύτερη: «Η εικόνα αναπαριστά ολόκληρο τον άνθρωπο κατά τη γήινη φύση του, φύση εξαγνισμένη από την αμαρτία και ενωμένη στη θεία ζωή». 

Η πρώτη πρόταση μας λέει ότι στην απεικόνιση του Χριστού σε μια εικόνα δεν έχουμε τον εμποτισμένο από τη θεότητα άνθρωπο. Η δεύτερη μας λέει ότι αυτό που έχουμε είναι μια αναπαράσταση του ανθρώπου «ενωμένου στη θεία ζωή». Εμένα αυτές οι δύο προτάσεις μου φαίνονται ίδιες.  Για τον Ουσπένσκυ (σελ. 195) όμως βρίσκονται σε αντιδιαστολή, καθώς η πρώτη περιγράφει τι δεν είναι η εικόνα και η δεύτερη τι είναι. Αυτή η ασάφεια θα μπορούσε να είναι απλώς  θέμα πολιτιστικής διαφοράς ή ψυχοσύνθεσης. Όμως γίνεται πιο πολύπλοκο όταν συνοδεύεται από τη θέση ότι «η άρνηση της εικόνας του Χριστού ισοδυναμεί με την άρνηση της σάρκωσής Του, την άρνηση ολόκληρης της οικονομίας της σωτηρίας μας» (Ουσπένσκυ, 136). Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν μπορώ να πιστεύω με όλη μου την καρδιά τη χαλκηδόνια Χριστολογία, αλλά να μην δέχομαι την εικόνα ως το σημείο στο οποίο εικονίζεται με έναν πραγματικό τρόπο η υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού; Μπορώ να τεκμηριώσω τη χαλκηδόνια Χριστολογία σε άλλη βάση εκτός από την εικόνα; Προσωπικά πιστεύω ότι η απόσταση από την εικονομαχική έριδα πρέπει να μας βοηθήσει να ξαναδούμε το θέμα με μεγαλύτερη νηφαλιότητα. 

Η εικόνα και ο Λόγος του Θεού.

Υποστηρίξαμε ήδη ότι, στην όλη συζήτηση για το τι ακριβώς εικονίζεται στην εικόνα, υπάρχει μια ασάφεια. Ο λόγος που υπάρχει αυτή η ασάφεια σχετίζεται με ένα άλλο θέμα,  που πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν είναι δυνατόν να τα «πεις» με τη γλώσσα μιας εικόνας. Γράφει ο Ουσπένσκυ ότι ο Κανόνας 82 της Πενθέκτης Συνόδου, για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω, αναφέρει ότι η εικόνα πρέπει,  πέρα από μία απλή αναπαράσταση ενός ιστορικού γεγονότος, να σημειώνει τη δόξα του Χριστού. Πιο συγκεκριμένα,  πρέπει να μας δείχνει ότι αυτός που εικονίζεται είναι «ο Αμνός που αίρει τας αμαρτίας του κόσμου, ο Χριστός και Θεός ημών» (Ουσπένσκυ, 102). Εδώ όμως είναι ακριβώς τα όρια της εικόνας. Δηλαδή, η εικόνα του Εσταυρωμένου μπορεί να μου πει ότι ο Χριστός πέθανε, αλλά δεν μπορεί να πει ότι πέθανε στη θέση μου ή ότι Αυτός που πεθαίνει είναι ο αμνός του Θεού που σηκώνει τις δικές μου αμαρτίες και όλου του κόσμου. Το ίδιο ισχύει και με το θέμα της έννοιας και της σημασίας της ενσάρκωσης, όπως και με πολλά άλλα θέματα. Η εικόνα πρέπει να ερμηνευτεί από την Αγία Γραφή,  κάτι που σε άλλο σημείο παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος ο Ουσπένσκυ, όταν γράφει ότι «η εικόνα πρέπει να αντιστοιχεί στα ιερά κείμενα που είναι απολύτως σαφή…» (Ουσπένσκυ 205). Για αυτόν τον λόγο πιστεύουμε ότι είναι προβληματικό να εξισώνουμε την εικόνα με τον Λόγο του Θεού. Για την Ζ’ Οικουμενική σύνοδο η Αγία Γραφή και οι εικόνες είναι «αλλήλων δηλωτικά, και τας αλλήλων έχουσιν εμφάσεις». Αυτό σημαίνει ότι η μαρτυρία και η ιερή και ζώσα παράδοση της εκκλησίας μεταδίδεται με δύο διαφορετικούς τρόπους: τη Γραφή και την εικόνα. Έτσι η εικόνα καθίσταται ισότιμη με τη Γραφή (Ουσπένσκυ 158 – 159). Μία τέτοια θεώρηση είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη δημοφιλή αντίληψη ότι η εικόνα είναι απλώς το βιβλίο του αγράμματου. Η εικόνα γίνεται κάτι πολύ περισσότερο, καθίσταται ισότιμο μέσο αποκάλυψης. Θα γράψει ο Στουδίτης, «ό,τι σημειώνεται πάνω σε χαρτί με μελάνι, το ίδιο σημειώνεται στην εικόνα με διάφορα χρώματα» (PG, 99, 340D). Άρα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι χωρίς τις εικόνες χάνουμε τμήμα της αποκάλυψης του Θεού. Εδώ, φυσικά, στο πλαίσιο της Διαμαρτυρόμενης θεώρησης, ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση που ουσιαστικά έχει να κάνει με το sola scriptura (Μόνον η Βίβλος) αλλά και γενικότερα με τη φύση της αποκάλυψης. 

Η εικόνα ως σκεύος χάρης.

Είδαμε ήδη ότι η εικόνα θεωρείται ως μέσο δια του οποίου η τιμή «διαβαίνει» προς το πρωτότυπο, προς τον εικονιζόμενο. Η κίνηση όμως για την ορθόδοξη θεολογία είναι αμφίδρομη. «Η χάρη, που δίδεται από το πρωτότυπο, βρίσκεται παρούσα μέσα σ’ αυτήν» (Ουσπένσκυ, 191). Μάλιστα το ίδιο Άγιο Πνεύμα που ανέδειξε την αγιότητα του εικονιζόμενου, επίσης αναδεικνύει την αγιότητα και της εικόνας του. Αγιάζεται από τον Θεό και από τους φίλους του Θεού, δηλαδή τους αγίους, όπως εξηγεί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (PG 92,1,1300). Σύμφωνα με τους Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, «οι εικόνες είναι γεμάτες από χάρη και αγιότητα, αφού ονομάζονται ιερά σκεύη ‘άγιες εικόνες’ και αφού η Χάρη κατοικεί σ’ αυτά» (Ουσπένσκυ 147). Η εικόνα του Χριστού (αλλά και αυτές των αγίων) δεν αναπαριστούν την ανθρώπινη φύση αλλά την θεωμένη ανθρωπότητα του Χριστού (και των αγίων). Κατά συνέπεια, είναι «προσκυνητή», επειδή μεταδίδει τη θεϊκή κατάσταση του πρωτοτύπου της  του οποίου φέρει το όνομα, έτσι η χάρη που δίδεται από το πρωτότυπο, βρίσκεται παρούσα μέσα σε αυτήν» (Ουσπένσκυ 191). Η εικόνα, έτσι, γίνεται το μέσο, ο ενδιάμεσος κρίκος, ο οποίος, καθώς μετέχει στην αγιότητα του πρωτοτύπου της, μας οδηγεί και εμάς να μετέχουμε σε αυτήν καθώς προσευχόμαστε με αυτήν ή την προσκυνούμε. 

Αυτό φυσικά είναι ένα άλλο ζήτημα, που για έναν ευαγγελικό δημιουργεί πολλά προβλήματα. Πρώτα από όλα, σχετίζεται με μία κατανόηση της χάρης ως «ενέργειας», που ως ένα είδος «μάζας» υπάρχει κάπου όπου μπορούμε να πάμε και να την λάβουμε. Για έναν ευαγγελικό, η χάρη είναι ιδίωμα του Θεού και απορρέει από τον ίδιο μέσα από την άμεση, αδιαμεσολάβητη σχέση μαζί Του. 

Εδώ βέβαια πρέπει να αναφέρουμε μία άλλη διάσταση αυτής της συζήτησης που αφορά στο ευρύτερο θέμα του καθαγιασμού της ύλης. Για τον Κάλλιστο Ware, η θεολογία της εικόνας αποτελεί μια κατάφαση της ύλης, καθώς η θρησκεία την περιλαμβάνει και την εξαγιάζει. Ο Θεός μέσω της ενσάρκωσης «θέωσε» την ύλη καθιστώντας την «πνευματοφόρο». Κατά ανάλογο τρόπο, μπορεί το ξύλο και το χρώμα να γίνει φορέας του Πνεύματος (Κάλλιστος Ware, 62 – 63). Για τον Ware αυτό είναι ένα επίτευγμα της ορθόδοξης θεολογίας που την απομακρύνει από κάθε είδους Πλατωνικής δυαρχίας. Στην πραγματικότητα όμως είναι ακριβώς αυτή η πλατωνική θεώρηση, που υπάρχει σε μεγάλο μέρος της ασκητικής ορθοδοξίας, που γεννά την αναγκαιότητα για καθαγιασμό της ύλης. Για την ευαγγελική θεολογία και ιδιαίτερα για την Καλβινιστική έκφρασή της, η υλική δημιουργία είναι καλή γιατί είναι δημιουργημένη από τον Θεό. Δε χρειάζεται δηλαδή να θεωθεί, δηλαδή να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, σαν η υλικότητά της να είναι κάτι εξ αρχής προβληματικό. Για τον ευαγγελικό, «οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού και το στερέωμα αναγγέλλει το έργο των χειρών Αυτού»! Όλη η φύση μιλά ήδη για τον Θεό! 

Έχει θέση η εικόνα; 

Ήδη αναφέρθηκα στην Πενθέκτη Σύνοδο και στον 82ο Κανόνα της. Η σύνοδος αυτή έγινε λίγο πριν ξεσπάσει η εικονομαχία. Εκεί πιστεύω ότι μπορεί να βρεθεί μια βάση, στην οποία ορθόδοξοι και ευαγγελικοί μπορούμε να συναντηθούμε, αναφορικά με το νόημα και τη λειτουργία της εικόνας.

Το κεντρικό μέλημα του κανόνα αυτού είναι η παύση της απεικόνισης του Χριστού ως «Αμνού». Αυτό αφορούσε την Παλαιά Διαθήκη, ήταν σκιά, αλλά τώρα έχουμε την εκπλήρωση.

Έτσι, «…προτιμάμε την χάρη και την αλήθεια που υποδεχτήκαμε ως εκπλήρωση του Νόμου. Για να παρουσιάζεται λοιπόν το τέλειο στα μάτια όλων ακόμη και με χρώματα και στις εικόνες ο Χριστός ο αληθινός Θεός μας κατά τον ανθρώπινο χαρακτήρα του που είναι ο πραγματικός αμνός που σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου. Μέσω Αυτού, κατανοούμε το ύψος της ταπείνωσης του Θείου Λόγου και καθοδηγούμαστε προς την ανάμνηση της ζωής Του μες στη σάρκα, του πάθους Του, του θανάτου Του για τη σωτηρία και της απολύτρωσης που έγινε εκεί για τον κόσμο» (Μάγιεντορφ, 109).

 Την ίδια περίοδο (λίγο πριν ξεσπάσει η εικονομαχία) και σαφώς επηρεασμένος από τον 82ο Κανόνα γράφει και ο Γερμανός Α’, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: 

«Έχουμε παραλάβει (τη συνήθεια) να παρουσιάζουμε με εικόνες τον Κύριο μας Ιησού Χριστό κατά τον ανθρώπινο χαρακτήρα Του, δηλαδή κατά την ορατή θεοφάνειά Του, προς διαρκή  μνήμη της ένσαρκης ζωής Του και του Πάθους Του και του σωστικού θανάτου Του και της απολυτρώσεως του κόσμου που έγινε εξαιτίας του θανάτου Του. Και βλέποντας τον ανθρώπινο χαρακτήρα Του, να κατανοούμε το ύψος της ταπεινώσεως του Θεού Λόγου» (Μάγιεντορφ, 110).

Τα δύο αυτά κείμενα πιστεύω ότι μπορούν να αποτελέσουν μια αποδεκτή βάση για μια θεώρηση της αξίας και της χρήσης της εικόνας για μας τους ευαγγελικούς και ένα γόνιμο έδαφος για διάλογο με τους ορθοδόξους, καθώς δίνουν μια θέση στην εικόνα συμβατή με τις αρχές της Διαμαρτυρόμενης θεολογίας. Είναι ενδιαφέρον ότι και τα δύο έρχονται από την περίοδο πριν τις έριδες, που συχνά πολώνουν και εντείνουν θέσεις και αντιλήψεις. Χαρακτηρίζονται έτσι από μια μετριοπάθεια που ενδεχομένως να μπορεί να δώσει μια νέα βάση συζήτησης και διαλόγου. 

Όπως είπα στην αρχή, κάθε ορθόδοξος που επισκέπτεται την εκκλησία μας ρωτά «γιατί δεν έχετε εικόνες;» Η απάντησή μου είναι ότι η εκκλησία μας είναι γεμάτη με εικόνες, μόνο που είναι φορητές και μισοτελειωμένες. Σε κάθε λατρεία μας, ως ζωντανές εικόνες οι πιστοί μαζευόμαστε και «όλοι εμείς χωρίς κάλυμμα στο πρόσωπο, κοιτάζουμε σαν σε καθρέφτη τη λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν τη λαμπρή εικόνα Του· με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα, βαδίζουμε από δόξα σε δόξα» (Β’ Κορινθίους 3:18).

Βασική βιβλιογραφία των έργων στα οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο.

  1. PG – Αναφέρεται στην Ελληνική Πατρολογία (Patrologia Graeca) στην ελληνική τους έκδοση από το Κέντρο Πατερικών Εκδόσεων (ΚΕ.Π.Ε.)
  2. Μάγιεντορφ Ιωάννου (2010), Βυζαντινή Θεολογία, Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος
  3. Ουσπένσκυ, Λεωνίδας (1993), Η Θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Μετάφραση: Σπύρος Μαρίνης, Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός
  4. Ware, Κάλλιστος (2007), Η Ορθόδοξη Εκκλησία, Μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδης, Αθήνα: Εκδόσεις Ακρίτας

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top