Εξιλέωση: απευθύνεται προς τον Θεό ή προς τους ανθρώπους;

black cross on red textile

«τον οποίον (Ιησούν Χριστόν) ο Θεός προέθετο
μέσον εξιλεώσεως δια της πίστεως, εν τω αίματι
Αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης Αυτού,
δια την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων, δια της μακροθυμίας του Θεού»

Ρωμ. γ΄ 25

Το ερώτημα ποιος προμήθευσε την εξιλέωση είναι εύκολο να απαντηθεί. Δεν είναι όμως από ό,τι φαίνεται, τουλάχιστον για μερικούς χριστιανούς, το ίδιο εύκολο να απαντηθεί το ερώτημα σε ποιον απευθύνεται αυτή η θυσία του Χριστού. Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα, το σαράκι της αντιδικίας από όσο γνωρίζω, ποτέ δεν είχε κάποια επιτυχία στο έργο του. Οι χριστιανοί πάντα συμφωνούσαν ότι η έμπνευση της εξιλέωσης χρονολογείται στα βάθη της αιωνιότητας και στη σκέψη του Θεού. Το ανωτέρω άλλωστε εδάφιο, που είναι ένα από τα χρήσιμα εργαλεία για την κατανόηση αυτού του θέματος, το κάνει σαφές ότι ο Θεός ήταν Εκείνος που διέθεσε τον Ιησού Χριστό ως μέσον εξιλεώσεως. Η προσοχή του αναγνώστη εύκολα σύρεται προς τον Θεό σαν τον πρωταρχικό παράγοντα της όλης διαδικασίας της εξιλέωσης. Είναι εύκολο λοιπόν να εντοπίσουμε τον αποστολέα της εξιλέωσης. Ποιος όμως είναι ο παραλήπτης της;

Φυσικά το παίρνουμε σαν δεδομένο ότι η εξιλέωση απευθύνεται σε κάποιον· έχει σχέση με κάποιον ή με κάτι· δεν είναι κάτι το εντελώς μετέωρο που δεν σχετίζεται με τίποτα και κανέναν. Είναι ένα ιστορικό γεγονός, μεστό δογματικού περιεχομένου και νοήματος και έχει σχέση με κάποιον (ή κάποιους) προς τον οποίον (ή προς τους οποίους) απευθύνεται. Προς ποιον απευθύνεται αυτό το έργο; Ποιον έχει σκοπό να επηρεάσει; Αυτό είναι το σημείο στο οποίο η γνώμη λίγων (ευτυχώς) χριστιανών αποκλίνει της αλήθειας.

Υπάρχουν τρεις επιλογές, από τις οποίες μία ή περισσότερες διεκδικούν για τον εαυτό τους την αλήθεια σαν απάντηση του ερωτήματός μας –ο άνθρωπος, η αμαρτία, ο Θεός. Υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το έργο της εξιλέωσης απευθύνεται προς τον άνθρωπο. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία η θυσία του Χριστού έγινε για να επηρεάσει τον άνθρωπο, να του δώσει ένα μήνυμα, να του μιλήσει, να τον συγκινήσει. Εδώ η εξιλέωση θεωρείται σαν ένα μήνυμα που ο παραλήπτης του είναι ο άνθρωπος. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή (γνωστή ως θεωρία της ηθικής επιρροής), ο σταυρός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διάθεση του Θεού να υποφέρει μαζί με τους αμαρτωλούς ανθρώπους και να γευθεί τις οδύνες και θλίψεις των αμαρτωλών πλασμάτων Του. Ο Θεός εδώ δεν απαιτεί κάποια τιμωρία για την αμαρτία αλλά προσφέρει τον Χριστόν στο σταυρό για να μαλακώσει την ανθρώπινη καρδιά. Ο σκοπός αυτής της επιλογής του Χριστού να υποφέρει μαζί με τους ανθρώπους είναι υποτίθεται να οδηγήσει τους ανθρώπους στη μετάνοια. Θεωρείται ότι η θυσία του σταυρού ήταν ένα δραματοποιημένο κήρυγμα στο οποίο ο Θεός έλεγε στον αμαρτωλό άνθρωπο, «Κοιτάξτε τι είμαι διατεθειμένος να κάνω για σας· βλέποντας εσείς πόσο πολύ υπέφερα για εσάς έχετε ακόμα την καρδιά και τη διάθεση να εξακολουθήσετε να ζείτε μια ζωή αμαρτίας; Δεν σας συγκινεί η θυσία μου; Σε εσάς απευθύνεται η θυσία μου. Το πόσο πολύ υπέφερα δεν σας δημιουργεί την διάθεση να μετανοήσετε;» Αυτή η άποψη όμως πρέπει να αποκλεισθεί. Συνήθως γίνεται δεκτή από συναισθηματικούς ανθρώπους αλλά δεν έχει καμία υποστήριξη στο ανωτέρω εδάφιο αλλά ούτε και σε κάποιο άλλο. Η φράση και μόνο «προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης Αυτού» δείχνει ότι κάπου αλλού πρέπει να αναζητηθεί ο στόχος της εξιλέωσης.

Η δεύτερη από τις τρεις πιθανές επιλογές που διεκδικούν ίσως την ορθότητα ως απάντηση του αρχικού ερωτήματός μας είναι η αμαρτία. Η φωνή λοιπόν της πρώτης επιλογής που απορρίψαμε πρέπει να σιγήσει και να ακουστεί η φωνή της δεύτερης. Απευθύνεται η εξιλέωση στην αμαρτία; Η αμαρτία δεν είναι πρόσωπο προς το οποίο να απευθύνεται η εξιλέωση αλλά ένα απρόσωπο αντικείμενο. Δεν μπορεί συνεπώς η εξιλέωση να «απευθύνεται» προς την αμαρτία, μπορεί να έχει όμως μία στενότατη σχέση με την αμαρτία. Στο κείμενο το χωρίο Ρωμ. γ΄ 25 που αναφέραμε λέει ότι τον Ιησούν ο Θεός Τον προέθετο «ιλαστήριον». Αυτό ήταν το κάλυμμα επάνω στην κιβωτό της διαθήκης στο οποίο ραντιζόταν το αίμα του θανατωθέντος ζώου την ημέρα της εξιλέωσης. Αυτό μας κάνει να καταλάβουμε ότι το νόημα του θανάτου του Χριστού πρέπει να αναζητηθεί σε σχέση με την τελετουργική θυσία των ζώων στην Παλαιά Οικονομία. Οι λέξεις που χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης για να περιγράψουν τον θάνατό Του ήταν «ιλάσκομαι», «ιλασμός» (Εβρ. β΄17, Α΄ Ιωά. β΄ 2, δ΄ 10). Σε όλες αυτές τις παραπομπές η εξιλέωση, όπως το λέμε εμείς στην νεοελληνική, γίνεται για την αμαρτία. Αυτές οι λέξεις που χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ήταν ουσιαστικά ίδιες με την λέξη που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία μετάφραση στα Ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης, των εβδομήκοντα, δηλαδή με τη λέξη «εξιλάσκομαι». Γίνεται πασιφανές ότι το έργο του Χριστού πρέπει να ερμηνευθεί ως θυσία σε αντιστοιχία με τις θυσίες της Παλαιάς Οικονομίας. Την εποχή εκείνη ο Θεός ήταν Εκείνος που όρισε την προσφορά τέτοιων θυσιών. Ήταν μία αναγκαιότητα που προέκυπτε από την ύπαρξη της αμαρτίας και της ενοχής. Οι Ισραηλίτες επιφορτίστηκαν την υποχρέωση προσφοράς θυσιών εξ αιτίας της αμαρτίας και της μειονεκτικής θέσης στην οποία τους τοποθετούσε η παρουσία της αμαρτίας και της ενοχής. Το ότι οι θυσίες στην Παλαιά Οικονομία είχαν κάποια σχέση με την αμαρτία είναι η πρωταρχική σκέψη την οποία πρέπει να κατανοήσουμε σε σχέση με εκείνες τις θυσίες. Αλλά και το έργο του Χριστού πρέπει να κατανοηθεί σαν θυσία με αυτήν ακριβώς την έννοια. Και πρέπει να ερμηνεύσουμε την θυσία του Χριστού με βάση τις Λευιτικές διατάξεις διότι και αυτές θεσμοθετήθηκαν σαν αντίγραφα της θυσίας του Χριστού. Η θυσία του Χριστού ήταν το πρότυπο. Οι Μωσαϊκές τελετές ήταν το αντίγραφο. Στην προς Εβραίους επιστολή κεφάλαιο θ΄ αντιπαραβάλλονται το αίμα του Χριστού και το αίμα των θυσιών· το δεύτερο παρουσιάζεται σαν αντίγραφο του πρώτου. Διαβάζουμε: «Και σχεδόν με αίμα καθαρίζονται πάντα κατά τον νόμο, και χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις. Ανάγκη λοιπόν ήτο οι μεν τύποι των επουρανίων να καθαρίζονται δια τούτων· αυτά όμως τα επουράνια με θυσίας ανωτέρας παρά ταύτας». Για να καταλάβουμε λοιπόν το νόημα της θυσίας του Χριστού πρέπει ταυτόχρονα να καταλάβουμε και το νόημα των Λευιτικών θυσιών που προσφέρονταν σε σχέση με την αμαρτία. Επιστρέφουμε λοιπόν πάλι στο θέμα αμαρτία. Σε σχέση με την αμαρτία διαβάζουμε: «θέλει φέρει προς τον Κύριον προσφοράν περί της παραβάσεως αυτού, δια την αμαρτίαν αυτού την οποίαν ημάρτησε, θηλυκόν αρνίον εκ προβάτων, ή τράγων εξ αιγών, εις προσφοράν περί αμαρτίας· και θέλει κάμει εξιλέωσιν ο ιερεύς υπέρ αυτού περί της αμαρτίας αυτού». Το βιβλίο του Λευιτικού βρίθει από τέτοια χωρία. Το «θέλει κάμει εξιλέωση» μεταφράζει την αντίστοιχη λέξη στα Εβραϊκά που η βασική της έννοια είναι «καλύπτω». Παρουσιάζεται η ανάγκη της κάλυψης της αμαρτίας. Η αμαρτία ενέχει ευθύνη. Αυτή η ευθύνη προκύπτει από την αγιότητα του Θεού από την μία και από την σοβαρότητα της αμαρτίας σαν γεγονότος που αντιστρατεύεται αυτή την αγιότητα από την άλλη. Το γεγονός και μόνο ότι ο Θεός όρισε κάποια διαδικασία που έπρεπε να επακολουθήσει μετά την διάπραξη της αμαρτίας καταδείκνυε καθαρότατα ότι ο Θεός θεωρούσε ότι προέκυψε ένα ρήγμα στη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η ρήξη στις σχέσεις αυτών των δύο μερών έχρηζε επανόρθωσης· οι διαταραγμένες σχέσεις μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου είχαν ανάγκη αποκατάστασης. Η αμαρτία αποτελεί προσβολή του Θεού και συνιστά προκλητική ανταρσία που στρέφει την αιχμή του δόρατος εναντίον του Θεού. Από αυτό προκύπτει η κατανοητή ανάγκη η αμαρτία να καλυφθεί και η ενοχή να παραμερισθεί. Η ρύθμιση της εξιλέωσης έρχεται να ικανοποιήσει αυτήν την ανάγκη. Η θυσία ήταν η εκ του Θεού ορισμένη προμήθεια δια της οποίας η αμαρτία καλυπτόταν και η ενοχή ενώπιον της Θείας οργής παραμεριζόταν. Ο λατρευτής στην Παλαιά Διαθήκη, όταν έφερνε την προσφορά του στο θυσιαστήριο, αντικαθιστούσε ένα ζώο-θύμα στη θέση του. Με την επίθεση των χειρών του στο ζώο μεταφέρονταν συμβολικά οι αμαρτίες του σ’ αυτό. Τελικά ήταν το ζώο που υφίστατο την τιμωρία του θανάτου. Ήταν μία αντικαταστατική επιβολή και αποδοχή της τιμωρίας που οφειλόταν στην αμαρτία.

Αυτά που αναφέρθηκαν στην άνω παράγραφο σχετίζονται με την δεύτερη από τις τρεις επιλογές που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτής της μελέτης σαν πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα σε ποιον απευθύνεται η εξιλέωση. Είπαμε ότι, στην αντικειμενική της έννοια, δεν είναι δυνατόν να απευθύνεται προς τον άνθρωπο (αν και ο άνθρωπος την έχει ανάγκη). Όλα όσα όμως ανωτέρω αναφέρθηκαν σχετικά με την ανωμαλία που δημιουργεί η αμαρτία φανερώνουν ότι η εξιλέωση έχει σχέση με την αμαρτία –δεν θα ήταν ανάγκη να πραγματοποιηθεί καμία εξιλέωση εάν η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία δεν ήταν η πραγματικότητα. Η αμαρτία όμως δεν είναι πρόσωπο και συνεπώς δεν μπορούμε να πούμε ότι η εξιλέωση «απευθύνεται» προς την αμαρτία. Ασφαλώς έχει στενότατη σχέση με την αμαρτία και αυτά που αναφέρθηκαν για την σχέση αυτή αποτελούν την μία πλευρά της εξιλέωσης – την ανάγκη δηλαδή ο Θεός να αντιμετωπίσει την αμαρτία, να ασχοληθεί με το πρόβλημα της αμαρτίας και να την παραμερίσει αποτελεσματικά. Το ερώτημα τελικά σε ποιον απευθύνεται η εξιλέωση, προς ποιον στρέφεται, γίνεται τώρα σαφές ότι θα βρει την απάντησή του στην τρίτη επιλογή που είναι ο ίδιος ο Θεός. Η εξιλέωση έχει σχέση μεν με την τακτοποίηση της αμαρτίας, στρέφεται όμως προς τον Θεό.

Ο Χριστός πρόσφερε τη θυσία Του στον Θεό, όχι στον άνθρωπο (και ακόμα χειρότερη είναι η θεωρία του Ωριγένη ότι η θυσία του Χριστού προσφέρθηκε στον Διάβολο!), και αυτό είναι εκείνο που τώρα περαιτέρω θα αναπτύξουμε.

Η λέξη «ιλάσκομαι» (εξιλεώνω) σημαίνει εξευμενίζω, καταπραΰνω την οργή, κάνω κάποιον να διάκειται ευνοϊκά απέναντί μου και στην αρχαιότητα χρησιμοποιείτο κυρίως για τους θεούς και λιγότερο για τους ανθρώπους. Βασικά δηλαδή βλέπουμε ότι η κύρια ιδέα είναι αυτή της αποτροπής της οργής. Ο Θεός δεν είναι δυνατόν να παραμένει απαθής απέναντι στην αμαρτία από όπου και αν αυτή προέρχεται. Κατά την Βίβλο όταν εκδηλώνεται μία τέτοια ανταρσία τότε ταυτόχρονα εξάπτεται η φλόγα της οργής Του. Μία τέτοια αντίδραση εκ μέρους του Θεού δεν σημαίνει ότι ο Θεός αισθάνεται να απειλείται η ύπαρξή Του ή ότι κινδυνεύει η άσκηση της κυριαρχίας Του. Η οργή όμως του Θεού κατά της αμαρτίας πηγάζει από την ίδια τη φύση του Θεού η οποία χαρακτηρίζεται από μία άπειρη αγιότητα. Η διατήρηση της αγιότητας του Θεού χωρίς κανέναν απολύτως ανταγωνισμό και η ύπαρξη της αμαρτίας χωρίς καμία αντίδραση απέναντί της είναι δύο πράγματα τελείως ασυμβίβαστα. Μόνο το ένα από τα δύο πρέπει να καθίσει στο θρόνο του σύμπαντος το δε άλλο να εξοριστεί. Μέση οδός δεν υπάρχει· κάποιος συμβιβασμός δεν μπορεί να εξευρεθεί. Η αγιότητα του Θεού πρέπει να τιμηθεί και η αμαρτία να αντιμετωπίσει την οργή Του. Το πρώτο είναι στοιχείο της καθαρότητας της φύσης Του, το δεύτερο είναι αυτό που αντιστρατεύεται αυτήν την καθαρότητα και προσπαθεί να την μολύνει. Με την οργή Του εναντίον της αμαρτίας ο Θεός θέλει να μάθουμε ποιον από τους δύο αυτούς μονομάχους ευνοεί.

Θα μπορούσαμε άραγε να πούμε ότι η έννοια της «οργής» είναι ανάξια της φύσης και της τέλειας ύπαρξης του Θεού; Υπάρχουν εκείνοι που έχουν εκφράσει μία τέτοια ιδέα. Θεωρούν ανάξιο του Θεού και υποτιμητικό για ένα τέτοιο ύψιστο Όν να μιλάμε για οργή. Αυτοί που έχουν παρασυρθεί από μία τέτοια θεωρία κατανοούν το δόγμα της εξιλέωσης σαν κάτι που ασχολείται με την αμαρτία και τον τρόπο καθαρισμού της, κάτι που ασφαλώς είναι αλήθεια, αλλά δεν βλέπουν την εξιλέωση σαν κάτι που επίσης στοχεύει να ικανοποιήσει τις δίκαιες απαιτήσεις της Θείας δικαιοσύνης και συνεπώς στρέφεται προς τον Θεό. Αυτή η επιβολή της τιμωρίας για την αμαρτία είναι μία απαίτηση της Θείας δικαιοσύνης. Η εξιλέωση που εκπλήρωσε ο Χριστός ως αντικαταστάτης μας αναλαμβάνοντας την ποινική ευθύνη για τις παραβάσεις του Θείου νόμου ικανοποίησε πλήρως και εις το ακέραιο τις απαιτήσεις της Θείας δικαιοσύνης. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτή η πλευρά της εξιλέωσης, αυτή που προσφέρεται προς τον Θεό και έχει σκοπό την ικανοποίηση των ποινικών απαιτήσεων της Θείας δικαιοσύνης, είναι η ουσιώδης πτυχή της εξιλέωσης και αυτή που με μοναδικό τρόπο εκθέτει την εξοχότητα του Θείου μεγαλείου. Είναι λοιπόν ανάξια του Θεού η έννοια της οργής; Η ιδέα της οργής του Θεού είναι πεισματικά ριζωμένη σε όλη την έκταση της Παλαιάς Διαθήκης, όπου αναφέρεται 585 φορές. Οι λέξεις που εννοιολογικά συγγενεύουν με το «ιλάσκομαι» δεν σημαίνουν απλή συγχώρεση ή ακύρωση της αμαρτίας, αλλά εκείνη την συγχώρεση ή την ακύρωση της αμαρτίας η οποία περιλαμβάνει την αποτροπή της Θείας οργής. Σαν παράδειγμα στο βιβλίο των Θρήνων γ΄ 42, 43 διαβάζουμε, «Ημαρτήσαμεν… Συ δεν συνεχώρησας. Περιεκάλυψας με θυμόν…» Εδώ αναφέρονται και η συγχώρεση και ο θυμός και η ανάγκη που προκύπτει δεν είναι μόνο να πετύχουμε την συγχώρεση αλλά και την παραμέριση της οργής. Η εξιλέωση δια της προσφοράς αντικαταστατικής θυσίας όχι μόνο παραμερίζει την αμαρτία αλλά και αποτρέπει την Θεία οργή ικανοποιώντας πλήρως τις απαιτήσεις της Θείας δικαιοσύνης. Η αναγκαιότητα της παραμέρισης της δυσαρέσκειας του Θεού κατά της αμαρτίας καθαρά διαφαίνεται και από τις ποικίλες θυσίες στην Παλαιά Οικονομία. Γιατί ο Θεός να τονίζει την συμβολική αναγκαιότητα αυτών των θυσιών αν όχι για να τονίσει την υφιστάμενη αναγκαιότητα της αποτροπής της Θείας δυσαρέσκειας! Μήπως όμως κάτι τέτοιο είναι μία διαδικασία ουράνιας δωροδοκίας;

Ασφαλώς όχι. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε πράγματι να δημιουργηθεί μία παρεξήγηση. Κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει το ερώτημα: «Δεν μας αγαπάει ο Θεός; Το μόνο που μας συνδέει μαζί Του είναι η δυσαρέσκεια;» Η διευκρίνιση αυτής της παρανόησης είναι απλή. Ο Χριστός δεν σταυρώθηκε με σκοπό να κάνει τον Θεό να μας αγαπήσει· δεν πρόσφερε εξιλέωση για να πείσει τον Θεό να μας αγαπήσει. Το αντίστροφο είναι αληθές –ο Χριστός πέθανε επειδή ο Θεός μας αγαπούσε. Η ευλογημένη παραδοξότητα που παρήγορα προβάλλει στις σελίδες της Βίβλου είναι ότι ο ίδιος ο Θεός από αγάπη για μας χορηγεί την εξιλέωση για την παραμέριση της οργής Του. Ο Θεός δεν μας αγάπησε περισσότερο μετά την θυσία του Χριστού από όσο μας αγαπούσε πριν αυτήν την θυσία. Σύμφωνα με το χωρίο Ρωμ. γ΄ 25 ο Θεός ήταν Εκείνος που προέθετο τον Χριστόν μέσον εξιλεώσεως. Και το έκανε αυτό ο Θεός από αγάπη και χωρίς να αγνοεί τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης. Αυτή η δικαιοσύνη δεν έπρεπε να αγνοηθεί αλλά να φανερωθεί. Η φράση «προς φανέρωση της δικαιοσύνης Αυτού» διδάσκει ότι στη σωτηρία του ανθρώπου η δικαιοσύνη που απαιτεί την ικανοποίησή της μέσω της επιβολής της ποινής δεν συμβιβάζεται, δεν αγνοείται, δεν αναγκάζεται να σιωπήσει αλλά μέσα από όλη αυτήν την διαδικασία εξέρχεται αλώβητη. Έτσι φανερώνεται και η αυστηρότητα του Θεού αλλά και η αγάπη του Θεού. Να γιατί η εξιλέωση σαν κάτι που απευθύνεται προς τον Θεό εκθέτει με τρόπο που τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να το κάνει το ένδοξο μεγαλείο του Θεού. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό. Οι ακτίνες της δόξας του Θεού εκτυφλωτικά υψώνονται μέσα από ένα τέτοιο έργο που φανερώνει την αγιότητα του χαρακτήρος του Θεού και ταυτόχρονα την συνέπεια προς τον ίδιο Του τον εαυτό. Η τιμή του Θεού είναι στενά συνυφασμένη με ένα τέτοιο έργο. Όλα τα ωφέλη που απορρέουν είναι ασφαλώς αναγκαία για τον άνθρωπο και τη σωτηρία του αλλά ο κεντρικός άξονας αυτού του έργου είναι ασφαλώς η αποκάλυψη του απερίγραπτου μεγαλείου του Θεού. Τροφή για ανθρώπινη περισυλλογή, αντικείμενο ευσεβούς μελέτης, κεντρικό σημείο θαυμασμού όλης της ανθρώπινης προσωπικότητας πρέπει να αποτελέσει η κορυφαία αυτή ενέργεια του Θεού που φανερώνει ότι η εξιλέωση που Αυτός χορήγησε ήταν απαραίτητη για να παραμείνει Αυτός Θεός συνεπής προς τον Εαυτόν Του και έτσι να αφήσει όλη Του την δόξα να λάμψει σε όλο της το ουράνιο μεγαλείο. «… Αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν Αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών» (Α΄ Ιωά. δ΄ 10).

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top