Γνωρίζοντας τον Χριστό μέσα στη φρίκη του πολέμου

silhouette of soldiers

Το Ελληνικό Ιστορικό Ευαγγελικό Αρχείο αποτελεί έναν θεσμό, σκοπός του οποίου είναι να συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με την ιστορία της ελληνικής διαμαρτύρησης στην Ελλάδα και σε όλον τον κόσμο. Στα πλαίσια λειτουργίας του, δημιουργήθηκε το Αρχείο Πολεμικής Δράσης, όπου συγκεντρώνεται υλικό σχετικό με τη δράση όσων μελών της κοινότητάς μας υπηρέτησαν ως στρατιώτες και βαθμοφόροι, ή ως νοσηλευτικό/ιατρικό προσωπικό, καθώς επίσης και εκείνων που με κίνδυνο της ζωής τους έκρυψαν ξένους στρατιώτες. Το υλικό αυτό περιλαμβάνει φωτογραφίες, αντικείμενα, επιστολές, ημερολόγια, απομνημονεύματα και προφορικές μαρτυρίες από τα διάφορα μέτωπα, ξεκινώντας από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 μέχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιλέξαμε να αναφερθούμε στον Ιωάννη Χατζόπουλο που ήρθε πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη και κατόπιν πολέμησε στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αντλήσαμε τα στοιχεία κυρίως από τα χειρόγραφα τετράδια που ξεκίνησε να γράφει ο ίδιος τις αναμνήσεις του, αλλά και τις επιστολές κατά την περίοδο της Εκστρατείας που έστελνε από το Μέτωπο στην οικογένειά του και μας εμπιστεύθηκαν τα εγγόνια του Ιωάννα Χατζοπούλου-Αναγνωστάκη και Χαράλαμπος Τρίπκος.

Ο Ιωάννης Χατζόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1899 στην Τυρολόη της Ανατολικής Θράκης. Εκεί ανάμεσα σε Τούρκους, Αρμένιους και Εβραίους ζούσαν περίπου 6.000 Έλληνες και μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα. Το 1909 η οικογένειά του μετακινείται στο κοντινό Κερμένι που ζούσαν οι γονείς της μητέρας του και κατοικούνταν αμιγώς από περισσότερους από 3.000 Έλληνες. Θα συνεχίσει το σχολείο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1912, όταν η περιοχή καταλαμβάνεται από τους Βούλγαρους κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τα σχολεία κλείνουν για να χρησιμοποιηθούν για τον στρατωνισμό του βουλγαρικού στρατού. Η περιοχή μετά από 8,5 μήνες περνάει πάλι στα χέρια των Τούρκων καθώς οι Βούλγαροι στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο πολεμούν εναντίον των Ελλήνων και έχουν ρίξει τον κύριο όγκο των δυνάμεων τους στη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής οι κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης εκδηλώθηκαν υπέρ των Βουλγάρων -που τότε ήταν σύμμαχοι των Ελλήνων- και εναντίον των Τούρκων. Με την ανακατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους αρχίζουν οι επιδρομές στα σπίτια των Κερμενιωτών και με τις λεηλασίες και τις βιαιοπραγίες που ακολούθησαν, αναγκάζουν τις 577 ελληνικές οικογένειες να πάρουν τον δρόμο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς τον Σεπτέμβριο του 1914.

Η οικογένεια Χατζοπούλου μετά από πολλές περιπέτειες κι ενώ έχει ήδη ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ακολουθώντας τη διαδρομή Κερμένι – Τυρολόη – Λάβαρα – Σουφλί – Ξάνθη – Τοξότες – Αμύνταιο, εγκαθίσταται τελικά στην Πτολεμαΐδα που βρίσκεται υπό γαλλικό έλεγχο. Ο 16χρονος Γιάννης εξοικειωμένος με τη δουλειά του πατέρα του που ήταν ράφτης, εργάζεται για ένα χρόνο σε ένα κατάστημα νεωτερισμών της Κοζάνης και κατόπιν για έναν ακόμη χρόνο σε έναν Κοζανίτη υφασματέμπορο που δραστηριοποιούνταν και στην αγορά της Πτολεμαΐδας. Αφού γνώρισε τους προμηθευτές που συνεργάζονταν με τα εργοστάσια νηματουργίας στην Ερμακιά Κοζάνης, την Έδεσσα, τη Νάουσα και τη Βέροια ξεκινάει τη δική του μικρή επιχείρηση που τα πάει πολύ καλά. Την ίδια περίοδο κι ενώ εξελίσσεται ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, είναι αναγκασμένος λόγω σχετικού αποκλεισμού, να κάνει τρεις φορές κάθε εβδομάδα μαζί με τούρκους γείτονες την 9ωρη διαδρομή με ένα γαϊδουράκι για την Έδεσσα, που είναι η πλησιέστερη εμπορική πόλη που συνδέεται σιδηροδρομικώς με τη Θεσσαλονίκη, ώστε να προμηθευτεί καλαμπόκι, αλάτι, κεράσια και σύκα και πάλι άλλες τόσες ώρες ταξίδι για να επιστρέψει μέσα από μονοπάτια στο σπίτι του.

Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γιάννης Χατζόπουλος κλήθηκε στις 10 Μαρτίου 19191 να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία και κατατάχθηκε στα έμπεδα της Μεραρχίας Σερρών που είχε έδρα την Τούμπα Θεσσαλονίκης. Αφού υπηρέτησε στα φυλάκια της μεθορίου με τη Βουλγαρία, μετατέθηκε στον 9ο Λόχο του 31ου Συντάγματος Πεζικού που μαζί με το 32ο και το 33ο Συντάγματα Πεζικού, τον Μάρτιο του 1920 αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη για τη Μικρασιατική Εκστρατεία απαρτίζοντας τη Μεραρχία Κυδωνιών που ανήκε στο Σώμα Στρατού Σμύρνης.

Ο Ιωάννης Χατζόπουλος στις 24/1/1920, τρεις ημέρες πριν γίνει 21 ετών, στέλνει στους γονείς του αυτή τη φωτογραφία ως Ενθύμιο Θεσσαλονίκης.

Το 31ο Σύνταγμα ανέλαβε την επιτήρηση των εξόδων της Σμύρνης κι έτσι ο Χατζόπουλος είχε την ευκαιρία να κατεβαίνει καθημερινά στη Σμύρνη όπου διαπίστωνε «τα γλέντια και την απερίγραπτη παραλυσία» στην οποία είχαν περιέλθει οι κάτοικοι, λόγω της παρουσίας του ελληνικού στρατού από τον Μάιο του 1919. Από παντού αντηχούσαν χαρμόσυνα τραγούδια, όπως:

Σμύρνη εύμορφη θα ζούμε τώρα πια μαζί
Ο ντουνιάς όσον υπάρχει κι όσο ζει
Κι αν κανένας σε πειράξει με σκοπό κακό
Σου τ’ ορκίζομαι θα κάνω φονικό

Όσο κι αν σε παιδεύανε τι θέλανε να κάνεις
Εσύ γκρεκιά γεννήθηκες γκρεκιά θε να πεθάνεις
Όσο κι αν επαιδεύανε Σμύρνη μου την θωριά σου
Ποτέ δεν κατορθώσανε ν’ αλλάξουν την καρδιά σου

Στις 8 Ιουνίου 1920 τα ελληνικά στρατεύματα αρχίζουν την προέλασή τους. Ο Χατζόπουλος θα βρεθεί για πρώτη φορά στο πεδίο της μάχης στα στενά του Δεμερτζή στην επαρχία της Κιουτάχειας και στη θέα των γυμνών και ακρωτηριασμένων νεκρών του διαλυμένου 3ου τάγματος που είχε προπορευθεί λίγες ημέρες πριν. Στην κούραση και το αφόρητο κρύο της νύχτας, έρχεται να προστεθεί λίγες μέρες αργότερα ένας τρομερός πυρετός εξαιτίας της ελονοσίας που τον είχε προσβάλει. Όπως περιγράφει ο ίδιος, δεν ξαναέζησε τόσο μεγάλη ταλαιπωρία και αναγκαστική βραδυπορία μέσα στην περίοδο των δυόμιση χρόνων με τις αδιάκοπες πορείες, ούτε κι όταν περπάτησε κάτω από τον καυτό ήλιο της άνυδρης και αχανούς Αλμυράς Ερήμου.

Κι ενώ ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης είχε επιτευχθεί με την αμαχητί κατάληψη της κωμόπολης Σιμάβ, αφού ο τουρκικός στρατός είχε υποχωρήσει στην Κιουτάχεια, τον Σεπτέμβριο του 1920 διαδίδεται ένας απίστευτος ψίθυρος, ότι η Μεραρχία θα αναχωρήσει για Αθήνα. Πράγματι μέσα από δύσβατους δρόμους και πολύωρη πορεία φθάνουν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ουσάκ. Από εκεί στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες μέσα σε φορτηγά βαγόνια κατευθύνονται στη Σμύρνη και φτάνουν τον Οκτώβριο ατμοπλοϊκώς στην Αθήνα για την τήρηση της τάξης στις επερχόμενες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου. Την ημέρα των εκλογών2 ο Χατζόπουλος ήταν αρχιφύλακας στον σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου, ενώ στο δημοψήφισμα που ακολούθησε στις 22 Νοεμβρίου και αφορούσε την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο ή όχι, ένα τμήμα του λόχου του μετέβη στη Λιβαδειά και σε φάλαγγα κατά τετράδα περιήλθαν όλα τα εκλογικά τμήματα, ψηφίζοντας “Ναι”.

Η Μεραρχία έπρεπε να γυρίσει στο Μέτωπο, αλλά τελικά στα μέσα Δεκεμβρίου επέστρεψαν στο Μπαλίκεσιρ, μόνο οι Μικρασιάτες, οι Θράκες και ελάχιστοι Μακεδόνες. Οι παλαιοελλαδίτες αποσπάστηκαν στα μετόπισθεν ή λιποτάκτησαν κι επειδή η προεκλογική υπόσχεση της νέας κυβέρνησης -που δεν τηρήθηκε- ήταν αποστράτευση, δεν τιμωρήθηκε κανένας. Κι έτσι η μειωμένης δύναμης Μεραρχία, μετονομάσθηκε αρχικά σε Σύνταγμα Κυδωνιών και αργότερα σε 33ο και μαζί με τα 7ο και 8ο Συντάγματα Κρητών αποτέλεσαν τη Μεραρχία Κρητών3. Ο Χατζόπουλος λόγω της εκπαίδευσης του ως σηματοδότης, μετά από διάφορες αποσπάσεις καταλήγει να υπηρετεί ως δεκανέας βοηθός Αξιωματικού Τηλεπικοινωνιών στο μικρό επιτελείο του Συντάγματος μαζί με τον λοχία Βαρθολομαίο Παπαδαντωνάκη που προερχόταν από την κίνηση των «Χριστιανών Αδελφών» στα Χανιά.

Παρά τις ειρωνείες των συναδέλφων τους, ότι τάχα ο Παπαδαντωνάκης διαβάζει τη Σολομωνική, η ζωή του εντυπωσιάζει τον Χατζόπουλο. Ο τελευταίος, από μικρό παιδάκι ένοιωθε την ανάγκη να συμφιλιωθεί με τον Θεό. Εγγονός προσκυνητή των Αγίων Τόπων από την πλευρά του πατέρα του και ιερέα από τη μεριά της μητέρας του, φρόντιζε με την τήρηση των θρησκευτικών εθίμων να εξευμενίσει τον Θεό. Παρά τις προσπάθειές του, ένοιωθε το βάρος των αμαρτιών να τον πιέζει και κάθε μέρα να μεγαλώνει. Την περίοδο που ήταν εμποροϋπάλληλος στην Κοζάνη ξόδευε τα περισσότερα χρήματα του μισθού του σε θρησκευτικά βιβλία. Αγόρασε τον «Απόστολο» με τις κυριακάτικες περικοπές των Πράξεων και Επιστολών των Αποστόλων που διαβάζονται στη λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας πριν το Ευαγγέλιο, αλλά δεν μπορούσε να το κατανοήσει αφού ήταν στα αρχαία ελληνικά. Ούτε το «Αμαρτωλών Σωτηρία»4 κατάφερε να τον ανακουφίσει˙ αντίθετα τον πελάγωσε.

Ήταν Απρίλιος του 1921, όταν μετά από μια μάχη στο χωριό Μπανάζ στήνουν μαζί αντίσκηνο το βράδυ κι όπως είναι ξαπλωμένοι ο Παπαδαντωνάκης διαβάζει την Καινή Διαθήκη. Ο 22χρονος Γιάννης τον ρωτάει τι είναι αυτό το βιβλίο και παρά τις αρχικές του ενστάσεις ότι ασχολήθηκε με αυτά για πολλά χρόνια αλλά άκρη δεν βρήκε, τελικά αυτή η συζήτηση ήταν η αφορμή για τον νέο που αναζητούσε την αλήθεια από μικρός, να τη βρει στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Παρότι δεν έμειναν για πολύ καιρό μαζί, ο Παπαδαντωνάκης τον συνέδεσε δια αλληλογραφίας με πολλούς αδερφούς, όπως τον Κώστα Αθ. Κατσάρκα στη Θεσσαλονίκη, τον Θεοφάνη Ζαφειρόπουλο από την Πάτρα και τον Φίλιππο Μανωλικάκη από τα Χανιά, που την ίδια περίοδο υπηρετούσε στο Σώμα Μεταγωγικού της Στρατιάς Μικράς Ασίας και συνάντησε αργότερα στο Αφιόν Καραχισάρ. Αλλά και με την Πολυξένη Μόσχου5, που του έστελνε τακτικά μάλλινες κάλτσες, φανέλες, τρόφιμα και γλυκίσματα που μοιραζόταν με τους συναδέλφους του.

Τους επόμενους μήνες, ο Χατζόπουλος που στο μεταξύ είχε προμηθευτεί ολόκληρη την Αγία Γραφή, δεν μπορούσε να κρατήσει μόνο για τον εαυτό του τη χαρά της συμφιλίωσής του με τον Θεό και μιλούσε συνεχώς στους συναδέλφους του. Σύντομα θα μπει στο στόχαστρο του επιλοχία του, που ήταν φοιτητής θεολογίας, αλλά και του υπασπιστή του Συντάγματος και λοχαγού – διοικητή του μικρού επιτελείου που αναθέτει στον Αξιωματικό Πληροφοριών να προβεί σε ανακρίσεις. Μάλιστα, στην επιστολή του Χατζόπουλου προς τους γονείς του στις 18-3-1922, ο λοχαγός παρεμβαίνει στην κατάληξή της με την ένδειξη «Λογοκρισία Λόχου» και παρότι σημειώνει ότι είναι πειθαρχικός και καλός στρατιώτης, τους παρακαλεί «να του γράψουν και να τον επικρίνουν για τας ιδέας του αίτινες αντίκεινται εις την Ορθοδοξίαν των Χριστιανών». Ο λοχαγός του δεν έμεινε μόνο στις παρατηρήσεις, αλλά έψαχνε να βρει ευκαιρία να τον στείλει στην πρώτη γραμμή, λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων.

Τότε όμως ανέλαβε να τον υπερασπιστεί ο άμεσος προϊστάμενός του, Αξιωματικός Τηλεπικοινωνιών6, ο οποίος έκανε μια μεγάλη φασαρία στην τραπεζαρία των αξιωματικών, λέγοντας προς τον λοχαγό: «Αν η τηλεφωνική υπηρεσία του Συντάγματος διεξήχθη τόσον θαυμασίως, ώστε επανειλημμένως να αποσπάσει τους επαίνους της Μεραρχίας καθ’ όλην την εκστρατείαν, οφείλεται σ’ αυτόν τον δεκανέα. Διότι ποτέ δεν διέταξα οποιαδήποτε ώρα και κατά τας μάχας να συνδέσει τηλεφωνικώς όποιο τμήμα και να μην το εκτελέσει. Αν το να είναι τόσον πειθαρχικός και γενναίος στρατιώτης οφείλεται στας θρησκευτικάς του πεποιθήσεις, κι ενώ θα έπρεπε να ευχώμεθα όλοι να ήταν σαν αυτόν, εμείς θα τον διώξουμε διότι είναι τέτοιος»; Ο Χατζόπουλος με όπλο του την προσευχή και λίγους από τους ελάχιστους ύμνους που είχε προλάβει να του μάθει ο Παπαδαντωνάκης, ανελάμβανε μερικές από τις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές εν μέσω ανταλλαγής πυρών, προκειμένου να συνδέσει τηλεφωνικώς τα διάφορα τμήματα της μονάδας του.

Η Vη Μεραρχία στην οποία ανήκε, ήταν τμήμα του B΄ Σώματος Στρατού, που κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη μικρασιατική ενδοχώρα το καλοκαίρι του 1921, διένυσε την μεγαλύτερη απόσταση από τα υπόλοιπα τμήματα, μέσα από την Αλμυρά Έρημο. Η αντίσταση των Τούρκων δεν ήταν σοβαρή, αλλά η δίψα κατά τις ολοήμερες πορείες στον άνυδρο και αραιοκατοικημένο τόπο ήταν αφόρητη. Με το ελάχιστο νερό που μετέφερε ένα μουλάρι μέσα σε δύο ξύλινα βαρελάκια, έβρεχαν τα χείλη όσων έπεφταν κατάμουτρα από την ηλίαση κι ελάχιστοι από αυτούς επανέρχονταν στη ζωή. Όσο προχωρούσαν προς την Άγκυρα, τόσο οι προμήθειες σε τρόφιμα και πολεμοφόδια λιγόστευαν δραματικά, αλλά και η αντίσταση των Τούρκων μεγάλωνε. Οι μάχες για την κατάληψη του Κάλε Γκρότο που ξεκίνησαν την 1η Αυγούστου, διήρκεσαν τέσσερις μέρες και στέφθηκαν με επιτυχία, αλλά με βαρύτατο φόρο αίματος7. Λίγες εβδομάδες μετά η Στρατιά Μικράς Ασίας, λόγω των μεγάλων απωλειών και της δυσχερούς συντήρησης του στρατεύματος μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού μεταπίπτει σε κατάσταση άμυνας και συμπτύσσεται δυτικά του Σαγγάριου, στη αρχική της γραμμή, Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ.

Ο Χατζόπουλος θα παραμείνει στις προφυλακές αυτής της γραμμής το διάστημα από τον χειμώνα του 1922 μέχρι τη γενική επίθεση των Τούρκων στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους και την οπισθοχώρηση. Παρά το κύμα λιποταξίας που είχε καταλάβει μεγάλη μερίδα του στρατεύματος, ο πειθαρχικός δεκανέας θα ακολουθήσει πιστά το τμήμα του, το οποίο ήταν άλλωστε και φρουρός της σημαίας του Συντάγματος. Κι ενώ βάδιζαν το απόγευμα της 17ης Αυγούστου σε ένα ύψωμα ανατολικά του Ουσάκ, τους ανακοινώθηκε ότι οι στρατηγοί πήραν απόφαση να παραδοθούν. Οι Τούρκοι θα οδηγήσουν τους περίπου 4.500 στρατιώτες στον χώρο που οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν παλιότερα για τους Τούρκους και θα τους αφαιρέσουν τα ρούχα κι ότι πολύτιμο έχουν επάνω τους. Ο καύσωνας, η πείνα, αλλά κυρίως η δίψα θα τους αποδεκατίσουν, σε βαθμό να πεθαίνουν καθημερινά πάνω από 200 αιχμάλωτοι.

Μετά από 10 ημέρες τους μετέφεραν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπανάζ για να εργαστούν σε μια γέφυρα. Προς μεγάλη έκπληξη πολλών συναδέλφων του, αντί ο Χατζόπουλος να πει ότι προέρχεται από τη Μακεδονία, είπε στους Τούρκους ότι είναι Θρακιώτης8. Καθώς γνώριζε την τουρκική γλώσσα, ο τούρκος ταγματάρχης τον όρισε διερμηνέα μιας ομάδας αιχμαλώτων. Ο Χατζόπουλος παρά τις αντίξοες συνθήκες, όταν του δόθηκε η ευκαιρία, μοιράστηκε τη χριστιανική του πίστη με τον λοχαγό που τους ανέλαβε, ο οποίος ήταν μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος (χότζας) και του έδειχνε διακριτικά μια εύνοια. Ένα άλλο βράδυ μίλησε για την πίστη του σε 25 τούρκους υπαξιωματικούς και στρατιώτες, οι οποίοι τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή και πολλές φορές αργότερα γλύτωσαν άλλους αιχμάλωτους από βασανιστήρια εξαιτίας του πιστού Έλληνα.

Ο Χατζόπουλος μετά από λίγο καιρό θα φύγει σιδηροδρομικώς από το Μπανάζ προς τον βορά και ακολουθώντας τη διαδρομή Αφιόν Καραχισάρ – Εσκί Σεχίρ – Μπιλετσίκ – Νικομήδεια θα καταλήξει στο Ανταπαζαρί της επαρχίας Μαρμαρά. Αφού παρέμεινε για ακόμα ένα μεγάλο διάστημα αιχμάλωτος, ακολουθώντας σχεδόν την αντίστροφη διαδρομή έφτασε στο λιμάνι της Σμύρνης και πήρε ένα ατμόπλοιο για να επιστρέψει στον Πειραιά. Η οικογένειά του που είχε εντωμεταξύ μεταναστεύσει πίσω στην Ανατολική Θράκη τον είχε για νεκρό. Διάβασαν όμως το όνομά του στις εφημερίδες που δημοσίευσαν τους αφιχθέντες αιχμάλωτους στο λοιμοκαθαρτήριο του Πειραιά, το νησάκι του Αγίου Γεωργίου στο Πέραμα και συναντήθηκαν στην Ξάνθη που είχαν καταλήξει ύστερα από τη δεύτερη φυγή από την πατρογονική γη.

Η οικογένεια αποφάσισε όπως και πριν μία δεκαετία περίπου να μείνουν ξανά στην Πτολεμαΐδα, όπου ο Γιάννης Χατζόπουλος μέσα σε ένα κλίμα έντονου θρησκευτικού φανατισμού δοκίμασε διώξεις, ξυλοδαρμούς και φυλακίσεις για χάρη του Χριστού που ομολογούσε με παρρησία, μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του το 1980.

  1. Όλες οι ημερομηνίες του κειμένου είναι με το Ιουλιανό ημερολόγιο (παλαιό).
  2. Οι εκλογές διεξήχθησαν ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο παρατάξεις. Το κυβερνών Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου και το άλλο η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις με επικεφαλής τον Δημήτριο Γούναρη που ανεδείχθη νικητής. Ο Βενιζέλος, που πριν λίγους μήνες η Βουλή τον είχε ανακηρύξει άξιον της Ελλάδος ευεργέτην και σωτήρα της πατρίδος”, δεν εκλέχθηκε ούτε βουλευτής.
  3. Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου συμπαρέσυρε ακόμα και τις ονομασίες στο στράτευμα. Την 1η Ιανουαρίου 1921 τα 7ο και 8ο Συντάγματα Κρητών μετονομάστηκαν σε 43ο και 44ο Συντάγματα Πεζικού και η Μεραρχία Κρήτης σε Vη Μεραρχία.
  4. Έργο του μοναχού Αγάπιου (Λάνδου) του 1641, που εξηγούσε με απλό τρόπο και δίδασκε τους χριστιανούς πώς θα ζήσουν σύμφωνα με τη διδασκαλία της εκκλησίας και έγινε το αγαπητό ανάγνωσμα των Ελλήνων στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
  5. Σύζυγος του Ξενοφώντα Μόσχου, ποιμένα της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Σμύρνης.
  6. Ο Γεώργιος Ζαχαρίου, δημοδιδάσκαλος από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής, σκοτώθηκε κατά την οπισθοχώρηση τον Αύγουστο του 1922.
  7. Οι απώλειες έφθασαν συνολικά τους 3.408 άνδρες (564 νεκροί και 2.844 τραυματίες). Ειδικά η Vη Μεραρχία τέθηκε εκτός μάχης λόγω τεράστιων απωλειών και έλλειψης εφοδίων και δεν ανέλαβε καμιά νέα επιθετική επιχείρηση μέχρι την αποχώρηση του ελληνικού στρατού.
  8. Οι Τούρκοι εκτελούσαν τους Θρακιώτες και τους Μικρασιάτες με την κατηγορία ότι εξεγέρθηκαν εναντίον του τουρκικού κράτους.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top