Γιατί, Θεέ μου;

grayscale photo of person placing hand on face

Η συμβολή των θρηνητικών ψαλμών στην έκφραση της οδύνης και του πόνου1

Βιώνουμε μια παγκόσμια οδύνη. Ο πόνος και η θλίψη που υπάρχουν γύρω μας είναι απερίγραπτα, και έτσι η Αγία Γραφή αναδεικνύεται για ακόμα μια φορά εξαιρετικά επίκαιρη. Άλλωστε, η Βίβλος δεν είναι ένα βιβλίο αποκομμένο από τη ζωή. Αντίθετα, μας δίνει το λεξιλόγιο να εκφράσουμε την οδύνη και τον πόνο μας, και ως χριστιανοί, αλλά και ως άνθρωποι.

Ένας από τους γνωστότερους αγγλικανούς θεολόγους της εποχής μας, ο Ν. Τ. Ράιτ (N. T. Wright), αναφέρει: «Το μυστήριο της βιβλικής ιστορίας είναι ότι και ο ίδιος ο Θεός πενθεί. Ορισμένοι χριστιανοί θέλουν να σκέφτονται τον Θεό να είναι υπεράνω των πάντων, γνωρίζοντας και ελέγχοντας τα πάντα, αλλά και απαθής και ασυγκίνητος με τον ανθρώπινο πόνο. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η εικόνα που μας δίνει η Βίβλος».2

Ο Θεός πονάει ξανά και ξανά. Απ’ την αρχή ως το τέλος της Βίβλου βλέπουμε στιγμές όπου μας περιγράφεται ο πόνος του Θεού. Ήδη από το βιβλίο της Γένεσης, όταν ο Θεός βλέπει τον πόνο και την αμαρτία των ανθρώπων, διαβάζουμε ότι εκεί «λυπήθηκε κατάκαρδα» (Γεν 6:6).3 Αργότερα στην Παλαιά ∆ιαθήκη, ξανά και ξανά λέει ότι ο Θεός έβλεπε τον λαό Tου και «κατὰ πάσας τὰς θλίψεις αὐτῶν ἐθλίβετο» (Ησα 63:9).

Στην Καινή ∆ιαθήκη ο Χριστός κλαίει στον τάφο του φίλου Toυ, Λαζάρου. Πάνω στον σταυρό φωνάζει «Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες» (Ματ 27:46). Συνεπώς, η ερώτηση «γιατί, Θεέ μου;» είναι μια ερώτηση που, πολύ πριν τη θέσουμε εμείς σήμερα, την έχει ήδη θέσει ο ίδιος ο Υιός στον Πατέρα. Ο ίδιος ο Χριστός χρησιμοποιεί θρηνητικούς ψαλμούς πάνω στον σταυρό για να εκφράσει τη δική του οδύνη.

Συνεπώς, και ο Πατέρας πενθεί, και ο Υιός πενθεί, αλλά επίσης και το Άγιο Πνεύμα πενθεί: η Προς Ρωμαίους επιστολή αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το Πνεύμα «ἱκετεύει ὑπὲρ ἡμῶν διὰ στεναγμῶν ἀλαλήτων» (Ρωμ 8:26). Ως εκ τούτου, πιστεύουμε σε έναν Θεό που κλαίει, που πενθεί. Οπότε, ποιοι είμαστε εμείς ώστε να μην κλαίμε, να μην πενθούμε, να μην πονάμε;

Η οδύνη ενυπάρχει και στην Παλαιά και στην Καινή ∆ιαθήκη, γιατί ενυπάρχει σε ολόκληρη την ανθρώπινη πραγματικότητα. Η καινή κτίση που διακηρύττεται στην Καινή ∆ιαθήκη δεν αναιρεί την πραγματικότητα του πόνου. Η ανάσταση του Χριστού δεν σημαίνει ότι καταλήγουμε σε μια θεολογία θριάμβου που, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά και δεν υπάρχει θρίαμβος, θρηνεί για την έλλειψη θριάμβου. Ούτε είναι μια θεολογία που απαιτεί πάντα ο Θεός να θεραπεύει, να σώζει, να θαυματουργεί όπως τον «διατάζουμε» (εντός ή εκτός εισαγωγικών). Η βιβλική απάντηση στον πόνο δεν είναι μια θεολογία της ευημερίας, αλλά μια θεολογία του σταυρού, η οποία διακηρύττει όχι ότι πλέον θα βλέπουμε παντού αναστάσεις, αλλά ότι η ανάσταση του Χριστού φορτίζει τον κάθε μας θάνατο με αναστάσιμο νόημα.4

Ως εκ τούτου, και οι θρηνητικοί ψαλμοί, για τους οποίους θα μιλήσουμε στην παρούσα εισήγηση, καταρρίπτουν ένα στερεότυπο που έχουν συχνά πιστοί όλων των εκκλησιών: ότι «δεν είναι σωστό» να τολμήσει κανείς να πάει μπροστά στον Θεό και να εκφράσει την οργή, το πένθος ή την οδύνη του. Σε αυτή τη λανθασμένη αντίληψη, οι θρηνητικοί ψαλμοί απαντούν ότι όχι μόνο ο Θεός μπορεί να ακούσει τον πόνο μας, αλλά και μας έδωσε το λεξιλόγιο για να τον εκφράσουμε.5 Ακόμα και αν είμαστε θυμωμένοι με τον ίδιο τον Θεό, οι ψαλμοί αυτοί αποτελούν υποδείγματα προσευχής για το πώς μπορούμε να απευθυνόμαστε στον Θεό και να του εκφράζουμε τον πόνο και την οδύνη μας.

Οι θρηνητικοί ψαλμοί, λοιπόν, αποτελούν πάνω από το ένα τρίτο όλων των ψαλμών της Βίβλου, δηλαδή είναι το συχνότερο είδος ψαλμών σε ολόκληρη την Παλαιά ∆ιαθήκη (περισσότεροι ακόμα κι από τους ψαλμούς δοξολογίας). Εάν μάλιστα κοιτάξει κανείς συγκεκριμένα στους ψαλμούς που αποδίδονται στον ∆αβίδ, θα δει ότι η εικόνα είναι ακόμη πιο συντριπτική, καθώς εκεί αποτελούν ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό των ψαλμών του. Ενώ δηλαδή συνήθως έχουμε υποσυνείδητα συνδεδεμένη την ιστορία του ∆αβίδ με νίκες και θριάμβους, οι ψαλμοί του ∆αβίδ ζωγραφίζουν ένα διαφορετικό πορτραίτο, ενός ανθρώπου με μια ιστορία γεμάτη πόνο, και οι ψαλμοί αυτοί αποτελούν το όχημα έκφρασης αυτού του πόνου.

∆ομή και χαρακτηριστικά των θρηνητικών ψαλμών

Οι θρηνητικοί ψαλμοί δεν είναι πανομοιότυποι, ούτε έχουν όλοι την ίδια δομή. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε κάποια γενικά χαρακτηριστικά σε αυτούς. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι ξεκινούν με κάποια προσφώνηση, στη συνέχεια έχουν τον θρήνο, το αίτημα προς τον Θεό, τη διακήρυξη εμπιστοσύνης προς τον Θεό, τη βεβαιότητα ότι εισακούστηκε η προσευχή τους, και τη δοξολογία, είτε παροντική (όπου ο ψαλμωδός δοξολογεί τον Θεό «τώρα») είτε μελλοντική (υπόσχεται ότι θα τον δοξολογήσει στο μέλλον).6

Ο Ψαλμός 13 αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Ξεκινάει με τέσσερα «ως πότε, Κύριε;» – δηλαδή αυτό που κι εμείς αναφωνούμε πολλές φορές: «μέχρι πού θα πάει αυτή η κατάσταση;». Ο ψαλμωδός λοιπόν απευθύνει αυτό το «ως πότε;» στον ίδιο τον Θεό, βάζοντας την προσφώνηση και τον θρήνο μαζί: «Ως πότε, Κύριε, θα μ’ έχεις αποξεχασμένον; Ως πότε θα ’σαι αδιάφορος για μένα; Ως πότε θα ’χω έγνοιες στην ψυχή μου […]. [Ω]ς πότε θα θριαμβεύει ο εχθρός μου εναντίον μου;» (Ψαλ 13:1-2). Αναμφίβολα ένα χειμαρρώδες ξεκίνημα ψαλμού.

Αμέσως μετά ακολουθεί το αίτημα. Ο ψαλμωδός απευθύνεται στον Θεό που «τον έχει ξεχάσει» και δέεται: «Ρίξε το βλέμμα σου σ’ εμένα κι αποκρίσου μου» (Ψαλ 13:4). Ζητάει δηλαδή από τον Θεό να επέμβει, να ανταποκριθεί.

Αμέσως μετά έρχεται η διακήρυξη της εμπιστοσύνης του: «Αλλά εγώ στην ευσπλαχνία σου εμπιστεύομαι· για τη βοήθειά σου θ’ αγάλλεται η καρδιά μου» (13:6). ∆ηλαδή η βεβαιότητά του ότι εισακούστηκε είναι τέτοια, ώστε, παρόλο που η θεία βοήθεια πιθανότατα δεν έχει έρθει ακόμα ως τότε, εντούτοις, ο ψαλμωδός μιλά με τέτοια βεβαιότητα σαν αυτή να έχει ήδη φτάσει. Και έτσι, ο ψαλμός κλείνει με δοξολογία: «θα υμνολογώ τον Κύριο για όσα μού ’χει κάνει» (13:6). Στο παράδειγμα αυτό, λοιπόν, βλέπουμε πώς και τα έξι αυτά στοιχεία μπορούν να ταιριάξουν και να μπουν σε αρμονική σύνθεση μέσα σε μια τέτοια προσευχή.

Το παραπάνω βέβαια είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα, καθώς κάθε θρηνητικός ψαλμός μπορεί να ποικίλλει, τόσο ως προς την έκτασή του, όσο και ως προς το ποια από αυτά τα έξι στοιχεία εμφανίζονται, καθώς και με ποια σειρά. Μάλιστα πολλές φορές η σειρά είναι η αντίστροφη.

Για παράδειγμα, όπως γλαφυρά περιγράφει ο Ν. Τ. Ράιτ, «ο Ψαλμός 89 ξεκινά γιορτάζοντας για την καλοσύνη και τις υποσχέσεις του Θεού και μετά ξαφνικά αλλάζει ύφος και διακηρύττει ότι όλα πήγαν τραγικά στραβά».7

Ή, αντίστοιχα, ο Ψαλμός 88 ξεκινά με πένθος και τελειώνει με πένθος: ο τελευταίος στίχος του ψαλμού κλείνει με τη φράση «Μάκρυνες από μένα γείτονες και φίλους και μόνη συντροφιά μου η σκοτεινιά» (Ψαλ 88:19). Μια εικόνα που είναι σαν να είχε γραφτεί για σήμερα. Και έτσι, ο ψαλμός τελειώνει πένθιμα: χωρίς να έχει βρεθεί λύση, χωρίς έκβαση, χωρίς να έχουμε δει τι θα κάνει ο Θεός. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό οι συγκεκριμένοι ψαλμοί είναι τόσο «μέσα στη ζωή»: γιατί η ζωή δεν έχει πάντα εύκολες απαντήσεις, ούτε έχει πάντα αίσιο τέλος. Και οι θρηνητικοί ψαλμοί ζωντανεύουν ακριβώς αυτή την αβεβαιότητα: πολλές μέρες τελειώνουν με εμάς να πηγαίνουμε στο κρεβάτι μας με μόνη συντροφιά τη σκοτεινιά.

Οι θρηνητικοί ψαλμοί χωρίζονται επίσης σε ψαλμούς συλλογικού θρήνου και ατομικού θρήνου. Στον συλλογικό θρήνο συχνά η αιτία είναι είτε κάποια εθνική καταστροφή του λαού του Θεού, είτε κάποια φυσική καταστροφή. Αντίστοιχα, στους ατομικούς θρήνους η αιτία είναι άλλοτε επειδή ο ψαλμωδός βιώνει διωγμό, άλλοτε επειδή βιώνει αρρώστια, άλλοτε επειδή τον κυνηγούν οι εχθροί του, και άλλοτε η αιτία του θρήνου μοιάζει να είναι ο ίδιος ο Θεός. Είναι σαν να ρωτά τον Θεό «γιατί μου το κάνεις αυτό;». Και η προσδοκώμενη ανταπόκριση σε αυτούς τους θρηνητικούς ψαλμούς είναι ότι προσδοκούν από τον Θεό να απαντήσει. Περιμένουν είτε έναν λόγο, είτε μια ενέργεια από τον Θεό.8

Η συμβολή των θρηνητικών ψαλμών στην έκφραση της οδύνης

Έχοντας εντοπίσει λοιπόν τα παραπάνω ως γενικές αρχές, θα εστιάσουμε στη συνέχεια σε επτά βασικές συμβολές των θρηνητικών ψαλμών στην έκφραση της οδύνης και του πόνου. Οι συμβολές αυτές είναι πολύτιμες, όχι μόνο στη θεολογική, αλλά και στην ποιμαντική και πρακτική τους διάσταση.

1. Η ερώτηση «Γιατί, Θεέ μου;» όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται-

Το «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» που λέει ο Χριστός πάνω στον σταυρό δεν είναι απλώς μια φράση που αναφωνεί εκείνη την ώρα: είναι το ξεκίνημα του Ψαλμού 22, ενός θρηνητικού ψαλμού που αρχίζει με τη φράση: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; γιατί στέκεις μακριά και δε με σώζεις; γιατί τα λόγια της κραυγής μου δεν ακούς;».

Τρεις φορές το ερώτημα «γιατί» επαναλαμβάνεται. Συνεπώς, εάν το βιβλίο των Ψαλμών ρωτάει «Γιατί, Θεέ μου;», εάν ο ίδιος ο Χριστός λέει «Γιατί, Θεέ μου;», τότε αυτή η ερώτηση δεν είναι μια «βλάσφημη ερώτηση» όπως συχνά πιστεύεται. ∆εν είναι βλάσφημο να ρωτάει κανείς τον Θεό «γιατί».

Το πρόβλημα δεν είναι να ρωτά κανείς τον Θεό «γιατί»: είναι όταν κάποιος σπεύδει να απαντήσει για λογαριασμό του Θεού, με βάση την ανθρώπινη λογική ή με βάση τις προσωπικές του θεωρίες. Όταν δηλαδή κάνει το ίδιο λάθος που έκαναν οι φίλοι του Ιώβ, οι οποίοι διατύπωσαν μια σειρά από θεωρίες, και τελικά στο τέλος καμία από αυτές δεν ήταν σωστή. Αντίθετα, οι θρηνητικοί ψαλμοί μάς καλούν να είμαστε σαν τον Ιώβ, ο οποίος εκφράζει τον πόνο του και την εμπιστοσύνη του στον Θεό μέσα στον πόνο του.

2. Η εικόνα της εκκωφαντικής σιωπής του Θεού

Η κραυγή αγωνίας «με ακούει κανείς;» αντηχεί μέσα στους θρηνητικούς ψαλμούς. Για παράδειγμα, στον Ψαλμό 22 ο ψαλμωδός αναφωνεί: «Θεέ μου, σου κράζω όλη τη μέρα, μα εσύ δεν αποκρίνεσαι· φωνάζω και τη νύχτα, μα να ησυχάσω δεν μπορώ» (Ψαλ 22:3). Αυτή η εκκωφαντική σιωπή του Θεού είναι εντυπωσιακή. Ωστόσο, όταν ρωτά κανείς τον Θεό αν τον ακούει, αυτό δε σημαίνει ότι αμφισβητεί την ύπαρξη και την κυριαρχία Tου: αντιθέτως, είναι ακριβώς επειδή πιστεύει που κάνει αυτό το ερώτημα. ∆ιαφορετικά, εάν δεν πίστευε ότι ο Θεός τον ακούει, δεν θα το έθετε καν. Μιλάει λοιπόν στον Θεό, ακριβώς επειδή γνωρίζει ότι τον ακούει και προσδοκά μια απάντηση.

3. Η γλαφυρή έκφραση των συναισθημάτων

Στους θρηνητικούς ψαλμούς βρίσκουμε μια γλαφυρή και συνάμα συναρπαστική έκφραση των ανθρώπινων συναισθημάτων: «Από τα βάθη της ψυχής μου, Κύριε, σου φωνάζω. Άκουσε, Κύριε, τη φωνή μου» (130:1-2). «Στης θλίψης μου τη μέρα ζήτησα τον Κύριο· τη νύχτα ήταν τα χέρια μου απλωμένα και δεν κουράστηκαν· αρνήθηκε η ψυχή μου να παρηγορηθεί» (77:3). Ο αναγνώστης που έχει χάσει τον ύπνο του εν μέσω της πανδημίας (ή οποιασδήποτε άλλης θλίψης στη ζωή του) μπορεί να νιώσει ανακούφιση, βρίσκοντας στη Βίβλο την προσευχή ενός ανθρώπου που βρίσκεται στην αντίστοιχη θέση με αυτόν.

Σε αυτούς τους ψαλμούς, ο ψαλμωδός βγάζει μια κραυγή αγωνίας γνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι ένας Θεός που ακούει κραυγές. Ο Θεός της Εξόδου, που σπλαχνίστηκε τον λαό Tου όταν η κραυγή τους έφτασε μπροστά Tου (Έξο 2:23), είναι ο ίδιος Θεός που ακούει τις δικές μας κραυγές, ακόμα και τις μεταμεσονύκτιες, που προέρχονται από ψυχές οι οποίες αρνούνται να παρηγορηθούν.

Η εναλλαγή των συναισθημάτων φαίνεται και σε άλλους ψαλμούς. Για παράδειγμα, στον Ψαλμό 42 ο ψαλμωδός αναφωνεί: «Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις; Έλπιζε στον Θεό· θα Tον υμνήσω πάλι της ύπαρξής μου τον σωτήρα και Θεό μου» (42:6). Ο αναγνώστης που μέσα στη θλίψη του δεν καταλαβαίνει γιατί νιώθει όπως νιώθει, ή γιατί περνά συνεχείς εναλλαγές συναισθημάτων, μπορεί και εδώ να ταυτιστεί με τον ψαλμωδό, ο οποίος απορεί γιατί νιώθει έτσι, και αμέσως μετά θυμίζει στον εαυτό του να ελπίζει στον Θεό. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς στο σημείο εκείνο η αγωνία του να έχει τελειώσει, αφού εναποθέτει την ελπίδα του στον Θεό. Ωστόσο, στον αμέσως επόμενο στίχο η ψυχή του εξακολουθεί να ατενίζει την άβυσσο: «Η μια στην άλλη άβυσσο φωνάζει με των καταρραχτών σου τη βοή· όλα τα κύματά σου κι οι φουρτούνες σου πέρασαν από πάνω μου» (42:8). Εκεί δηλαδή που θα περίμενε κανείς γαλήνη, η αγωνία επανέρχεται.

Αυτή η διαρκής εναλλαγή επιβεβαιώνει και αυτό που αναφέρθηκε νωρίτερα, ότι οι θρηνητικοί ψαλμοί δεν έχουν μια σταθερή γραμμική δομή· αντίθετα, πολλές φορές είναι άστατοι, σαν τα συναισθήματα αυτών που τους γράφουν. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στην αγωνία και την ελπίδα μάς θυμίζει με έναν γλαφυρό τρόπο ότι και η ίδια η ζωή είναι έτσι. Και ακριβώς γι’ αυτό οι ψαλμοί αυτοί αντανακλούν την αντίθεση και την εναλλαγή συναισθημάτων που βιώνει οποιοσδήποτε πενθεί.

4. Η ισορροπία ανάμεσα στον θρήνο και την εμπιστοσύνη

Υπάρχουν περιστατικά μέσα στην Αγία Γραφή όπου κάποιος πενθεί ή εκφράζει το παράπονό του στον Θεό, αλλά αυτό δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση (όπως οι θρηνητικοί ψαλμοί) αλλά προς αποφυγή. Για παράδειγμα, οι Ισραηλίτες στην έρημο «διεγόγγυζον» (Αριθ. 14:2), ωστόσο σε εκείνη την περίπτωση ο Θεός τούς τιμώρησε για τα παράπονά τους.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: ποια ήταν η διαφορά ανάμεσα σε εκείνο το παράπονο και τους θρηνητικούς ψαλμούς; Η απάντηση είναι ότι στους τελευταίους υπάρχει μια σύνθεση θρήνου και εμπιστοσύνης. Οι ψαλμοί αυτοί δεν περιέχουν μόνο θρήνο και παράπονο, όπως ο γογγυσμός των Ισραηλιτών. ∆εν είναι μια κατάσταση όπου ο θρήνος έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, και δεν υπάρχει πουθενά η αναφορά στην ελπίδα που έχει ο λαός στον Θεό.

Ούτε όμως είναι και η υπερπνευματικοποιημένη προσέγγιση που παρατηρείται συχνά, η οποία καλεί τον πιστό μόνο να δείξει εμπιστοσύνη, να πνίξει τον πόνο του, να μην εκφράζει την αγωνία του στον Θεό «γιατί δεν είναι σωστό», του λέει απλώς να εμπιστεύεται ότι ο Θεός θα φροντίσει για όλα, χωρίς να τον αφήσει να εκφράσει τον θρήνο του. Το βιβλίο των Ψαλμών απαντά σε αυτή τη συχνή παρανόηση και διακηρύττει εμφατικά ότι υπάρχει χώρος και για τα δύο. Είναι απαραίτητα και τα δύο, δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο.

Μπορεί άλλα χωρία της Βίβλου να μιλούν για την πίστη που οδηγεί σε ανάπαυση, ωστόσο αυτή η ανάπαυση δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν και κραυγές αγωνίας στη ζωή μας. Και οι θρηνητικοί ψαλμοί αποτελούν ένα παράδειγμα του πώς η ανάπαυση και η αγωνία μπορούν να συνυπάρχουν στην προσευχή μας, στη λατρεία μας, στην καθημερινή μας εμπειρία.

5. Η ιδέα ότι το παρελθόν νοηματοδοτεί το παρόν

Στον Ψαλμό 22 διαβάζουμε: «Σ’ εσένα ελπίσανε οι πρόγονοί μας· ελπίσαν και τους ελευθέρωσες» (22:5). Ο ψαλμωδός θυμάται τι έκανε ο Θεός στη ζωή των προγόνων του, και αυτό νοηματοδοτεί τη σημερινή του θλίψη και αγωνία. Αντίστοιχα και στον Ψαλμό 77, παραπέμπει και πάλι πίσω στην Έξοδο, μέσα από μια εντυπωσιακή εικόνα: σε μια εποχή όπου η αρχαία κοσμολογία θεωρούσε ότι τα νερά και οι θάλασσες είναι εκεί όπου κατοικούν οι δυνάμεις της αβύσσου, του σκότους, του θανάτου και του τρόμου, ο Ψαλμός 77 περιγράφει την Έξοδο λέγοντας: «Σε είδαν τα νερά, Θεέ, τα νερά σε είδαν και φοβήθηκαν κι οι άβυσσοι ταράχτηκαν» (77:17). Με άλλα λόγια, είναι σαν να λέει ότι αυτός ο Θεός είναι «ο Θεός που φοβίζει τους φόβους μας». Εάν τα νερά και οι άβυσσοι είναι αυτά που φοβίζουν εμάς, τότε ο Θεός είναι αυτός που φοβίζει τους φόβους μας.

Με αυτόν τον τρόπο, τονίζεται εμφατικά και πάλι η κυριαρχία του Θεού: ότι ο Θεός που φρόντισε τους προγόνους του λαού, και που εργάστηκε στην ιστορία της σωτηρίας, είναι ο Θεός που εργάζεται και στη δική μας ιστορία σήμερα. Η βεβαιότητα ότι ο Θεός που φρόντισε στο παρελθόν θα φροντίσει και στο παρόν ξεχειλίζει μέσα από τις εικόνες αυτές. Αντίστοιχα και για εμάς σήμερα, ο Θεός που είναι ο «θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» είναι ο Θεός που δίνει ελπίδα και σε εμάς σήμερα. Αυτό που έκανε ο Θεός τότε δεν είναι κάτι αφηρημένο που αφορά το παρελθόν, αλλά είναι κάτι που νοηματοδοτεί και μεταμορφώνει το πώς βιώνουμε την οδύνη και τον πόνο μας στο παρόν.

6. Συμβολή στο πρόβλημα του κακού

Ποιος φταίει που υπάρχει κακό στον κόσμο μας; Γιατί υπάρχει; Οι θρηνητικοί ψαλμοί θέτουν αυτό το ερώτημα με επίταση. Ποια, λοιπόν, είναι η απάντηση; Ποιος φταίει για το πρόβλημα του κακού και για όλον τον πόνο που υπάρχει στον κόσμο μας;

Φταίνε οι εχθροί που κυνηγούν τον ψαλμωδό; Φταίει η συλλογική αμαρτία του λαού; Φταίει ο ίδιος ο ψαλμωδός; Φταίει ο Θεός; Και τι γίνεται με εκείνους τους ψαλμούς που επί της ουσίας απαντούν ότι δεν γνωρίζουν ποια είναι η αιτία;

∆ιαφορετικοί ψαλμοί δίνουν διαφορετικές απαντήσεις ως προς το «γιατί» υπάρχει πόνος. Αλλά ακριβώς επειδή υπάρχουν διαφορετικές απαντήσεις, αυτό πρέπει να μας κάνει και εμάς σήμερα πολύ μετριοπαθείς κάθε φορά που πάμε να δώσουμε μία εξήγηση και έναν λόγο, ωσάν να υπήρχε πάντα ένας λόγος με τον οποίο να εξηγούνται όλα, ωσάν να υπήρχε πάντα μία απάντηση στο «γιατί υπάρχει κακό στον κόσμο».

Ακριβώς επειδή οι θρηνητικοί ψαλμοί δίνουν διαφορετικές απαντήσεις στο εν λόγω ερώτημα, αυτό μας υπενθυμίζει ότι και στη δική μας εμπειρία υπάρχουν διαφορετικοί λόγοι κάθε φορά. Και ακριβώς επειδή πολλές φορές δεν υπάρχει καν απάντηση, μας προκαλούν και προσκαλούν να μη σπεύδουμε να απαντήσουμε κάθε φορά.

Ένα ακόμα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι η διαλεκτική μεταξύ αυτών των ψαλμών. Για παράδειγμα, σε κάποιους ψαλμούς ο Θεός είναι το καταφύγιο, ο πύργος, το φρούριο, ενώ σε άλλους ψαλμούς ακριβώς αυτό είναι που τίθεται υπό διερώτηση: «είναι όντως;». Αντίστοιχα, υπάρχουν ψαλμοί που λένε «[δ]οξολογήστε τον Κύριο, γιατί είναι καλός κι αιώνια διαρκεί η αγάπη Του» (Ψαλ 107:1). Αλλά στους θρηνητικούς ψαλμούς η ίδια φράση μπαίνει με ένα ερωτηματικό στο τέλος: «αιώνια διαρκεί η αγάπη Του;» Σίγουρα διαρκεί αιώνια; Για παράδειγμα, ο Ψαλμός 77: «Σταμάτησε για πάντα η αγάπη Του ή έληξε η επαγγελία Του για όλες τις γενιές;» (77:9).

Σε κάποιους ψαλμούς ο ψαλμωδός παλεύει με τα βαθύτερα και δυνατότερα ερωτήματα που βιώνει. Σε κάποιους ψαλμούς ο Θεός ο ελευθερωτής μοιάζει να είναι ο Θεός ο «απών ελευθερωτής» ή σε άλλες περιπτώσεις ο Θεός που είναι ο ίδιος ο αίτιος της θλίψης του ψαλμωδού ή του λαού.9

Και εδώ ακριβώς έγκειται η ενδιαφέρουσα διαλεκτική που αναφέραμε: οι θρηνητικοί ψαλμοί μοιάζουν να διαλέγονται με (και να αμφισβητούν) ακριβώς αυτές τις υποσχέσεις. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τους δεητικούς ψαλμούς ή τους δοξολογικούς ψαλμούς, που υψώνουν δοξολογία στον Θεό για τις ιδιότητές του και τα θαύματα που έχει κάνει, οι θρηνητικοί ψαλμοί προσάπτουν στον Θεό ότι μοιάζει να μην πληροί ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στις εν λόγω δοξολογίες. Στο τέλος τους όμως, ο απώτερος στόχος δεν είναι η αποδόμηση του Θεού, αλλά η πρόσκλησή Του να μείνει πιστός στις υποσχέσεις Του, ώστε να τις βιώσουν οι πιστοί, κι εκείνες να εκπληρώνονται στη δική τους ζωή.

7. Η λειτουργική χρήση (ή η μη χρήση) των θρηνητικών ψαλμών

Τις περισσότερες φορές που έχω κηρύξει κάποιον θρηνητικό ψαλμό σε κάποια εκκλησία σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ή και στο εξωτερικό, συχνά με πλησιάζουν μέλη του ποιμνίου στο τέλος και μου λένε ότι πρώτη φορά ακούν ένα κήρυγμα μέσα από αυτούς τους ψαλμούς.

Αντίστοιχα πολλές φορές στους ύμνους που ψάλλουμε, η δοξολογία πάντα υπάρχει στη λατρεία μας και στη λειτουργική μας παράδοση. Ωστόσο, θρηνητικοί ύμνοι υπάρχουν μετρημένοι στα δάχτυλα. Ενώ δηλαδή στο βιβλίο των Ψαλμών οι θρηνητικοί ψαλμοί αποτελούν το ένα τρίτο του βιβλίου, το ποσοστό των θρηνητικών ύμνων στα υμνολόγιά μας είναι συντριπτικά χαμηλότερο, έως σχεδόν ανύπαρκτο.

∆υστυχώς η έλλειψη αυτή παρατηρείται, με διαφορετικό τρόπο, σε διαφορετικές εκκλησιαστικές ομολογίες. Έτσι, σε άλλες ομολογίες η διάσταση του πένθους, του θρήνου, της θρηνητικής προσευχής δεν υπάρχει καθόλου μέσα στη λατρεία ή τη λειτουργία τους, σε άλλες υπάρχει ελάχιστα, ενώ σε άλλες υπάρχει, όμως πολλές φορές σε γλώσσα μη καταληπτή στον λαό. Έτσι, το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι ο λαός καταλήγει να αγνοεί ότι υπάρχει ένας χριστιανικός τρόπος έκφρασης του πένθους και της οδύνης.

Και ακριβώς για αυτό, αν μη τι άλλο, αυτή η πανδημία θέτει σε όλους μας την πρόκληση μιας λειτουργικής αναγέννησης στις εκκλησίες μας, η οποία να περιλαμβάνει και αυτή τη διάσταση. Την ένταξη της οδύνης, του θρήνου, του πένθους στη λατρεία και στη λειτουργία μας. Όχι μόνο γιατί τώρα υπάρχει η πανδημία. Αλλά προπάντων γιατί (ακόμα και όταν η πανδημία περάσει) ο πόνος πάντα θα ενυπάρχει στην ανθρώπινη πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, η παρουσία του θρήνου και του πένθους μέσα στη λειτουργική μας ζωή, και μέσα στην προσωπική μας προσευχή, είναι κάτι που οι θρηνητικοί ψαλμοί μάς καλούν να εντάξουμε μέσα στην πνευματικότητά μας, συλλογική και ατομική.

Αντί επιλόγου

Πολλές φορές οι θρηνητικοί ψαλμοί ολοκληρώνονται χωρίς να γνωρίζουμε το τέλος. ∆εν γνωρίζουμε τι έκανε τελικά ο Θεός στη ζωή του ψαλμωδού, ούτε αν απάντησε ποτέ στην προσευχή του. Σε κάποιους θρηνητικούς ψαλμούς (π.χ. Ψαλ 22) ο Θεός διακηρύττει ότι θα επέμβει, ότι θα απαντήσει. Μπορεί ο ψαλμωδός να μην Τον έχει δει ακόμα να ενεργεί, έχει όμως ακούσει την απάντησή Του.

Σε άλλους ψαλμούς ωστόσο, όπως οι Ψαλμοί 42–43, η προσευχή τελειώνει χωρίς να γνωρίζουμε αν ο Θεός αποκρίθηκε τελικά, χωρίς να ξέρουμε τι θα γίνει. Μένουμε με την ίδια απορία που μένει και ο ψαλμωδός. Μας μένει, στο τέλος, μόνο η διακήρυξη της εμπιστοσύνης του ψαλμωδού μπροστά στον Θεό που παραμένει σιωπηλός.

Κι όμως, ακόμα και σε αυτούς τους ψαλμούς, είναι εκπληκτικό «πόσο παρών τελικά είναι ο Θεός παρά την απουσία Του». Ακόμα και σε τέτοιους ψαλμούς, πολλές φορές το όνομά Του αναφέρεται ξανά και ξανά (π.χ. στους Ψαλμούς 42–43 το όνομά Του αναφέρεται 22 φορές μέσα σε λίγα χωρία), και μάλιστα συχνά με πολύ προσωπικές προσφωνήσεις που υποδηλώνουν μια πολύ προσωπική σχέση μαζί Του. Οι ψαλμοί αυτοί απευθύνονται στον Θεό που είναι «ο ζωντανός Θεός», ζητούν να δουν το πρόσωπο του Θεού, λένε «πού είναι ο Θεός σου;», χρησιμοποιούν φράσεις όπως «ο Θεός μου», «ο Θεός της ζωής μου», «ο βράχος μου», «ο Θεός στον οποίο καταφεύγω», «ο Θεός της χαράς μου». Σε αυτόν τον Θεό απευθύνονται αυτοί οι ψαλμοί. Κι έτσι, «ο Θεός είναι πανταχού παρών σε έναν ψαλμό που παραπονιέται για την απουσία Του. Και, παραδόξως, ο πόνος του αποχωρισμού είναι ένας τρόπος να βιώνουμε την παρουσία Του».10

  1. Το άρθρο αυτό αποτελεί εισήγηση στο 8ο Διεθνές επιστημονικό συνέδριο της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, 11-12 Δεκεμβρίου 2020. Οι εισηγήσεις του διαδικτυακού συνεδρίου κυκλοφόρησαν στον τόμο με τίτλο: Η βιβλική θεώρηση της αρρώστιας και του πόνου και πωλείται σε ενημερωμένα βιβλιοπωλεία. Ο «Αστήρ της Ανατολής» ευχαριστεί την Ελληνική Βιβλική Εταιρία για την άδεια αναδημοσίευσης.
  2. N. T. Wright, «Christianity Offers No Answers About the Coronavirus. It’s Not Supposed To»: https://time.com/5808495/coronavirus-christianity/ (τελευταία πρόσβαση: 6- 12-2020).
  3. Όλα τα μεταφρασμένα βιβλικά χωρία προέρχονται από τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη νεοελληνική από την Ελληνική Βιβλική Εταιρία.
  4. Βλ. Τζεφ Μπάλντουιν, Το Άγιο Πνεύμα, αδημοσίευτη εισήγηση στην ομώνυμη θεολογική ημερίδα της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Ελλάδος (Αθήνα, 2003), 6.
  5. Βλ. Scott Cormode, «A Shared Story of Future Hope»: https:// fullerstudio. fuller. edu/ a-shared-story-of-future-hope/ (τελευταία πρόσβαση: 6-12-2020). Βλ. επίσης Walter Brueggemann, «The Costly Loss of Lament», JSOT 36 (1986): 57-71.
  6. Βλ. Craig C. Broyles, The Conflict of Faith and Experience in the Psalms: A Form-Critical and Theological Study, JSOTSup 52 (Σέφιλντ: Sheffield Academic Press, 1989), 13 κ.ε.
  7. N. T. Wright, «Christianity».
  8. Broyles, The Conflict, 133 κ.ε.
  9. Broyles, 223. 35
  10. John Goldingay, Baker Commentary on the Old Testament: Psalms 42-89, επιμ. Tremper Longman III, τόμ. 2 (Γκραντ Ράπιντς, Μίσιγκαν: Baker Academic, 2006), Βλ. επίσης, Konrad Schaefer, Psalms, Berit Olam Series (Κόλετζβιλ, Μινεσότα: Liturgical Press, 2001).



Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top