Γιατί δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε το βιβλίο του Ιώβ;

Το βιβλίο του Ιώβ μας στοιχειώνει εδώ και αιώνες. Πάντοτε επίκαιρο και ανεξάντλητο γιατί ο κόσμος μας συνεχίζει να είναι ο κόσμος του Ιώβ. Ο κόσμος του παραλόγου, της απουσίας αιτιακών σχέσεων ανάμεσα στο κακό που μας πνίγει και στην ελευθερία των αποφάσεών μας. Ο αθώος βασανίζεται, ο απατεώνας ευημερεί. Το φυσικό κακό καταπίνει αχόρταγα κι αδιάκριτα άνθρωπο και ζώο.

Μέσα σ’ αυτό το σκότος τολμά ο Ιώβ να εγείρει το μέγα ερώτημα, το ερώτημα που θα εγείρει ξανά και ο Paul Schreder, ο σκηνοθέτης του First Reformed το 2017: αξίζει κανείς να γεννηθεί σ’ αυτό το χάος; Αξίζει κανείς να φέρει παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο; Παρόλο που απ’ την αρχή, με το πρώτο χτύπημα, ο Ιώβ διακηρύττει την απλή αλήθεια δίχως να ζητά εξηγήσεις – «Γυμνός βγήκα απ’ την κοιλιά της μητέρας μου και γυμνός θα επιστρέψω. Ας είν’ ευλογημένο τ’ όνομα του Κυρίου» (1:21) – η μάχη που θ’ ακολουθήσει για να συμφιλιωθεί κανείς μ’ αυτήν την αλήθεια δεν θα ‘ναι εύκολη. Μοιάζει ο Ιώβ να αρθρώνει απ’ την αρχή, προφητικά, την αλήθεια με την οποία θ’ αναμετρηθεί.

Στο κεφάλαιο 3 ξεκινά το δίλημμά του, ύπαρξη ή μη ύπαρξη, να ζει κανείς ή να μη ζει; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα. Ακόμα κι ο Χάιντεγκερ στην Εισαγωγή στη Μεταφυσική λέει: «Γιατί να υπάρχει καν κάτι παρά το τίποτα—προφανώς αυτή είναι η πρώτη όλων των ερωτήσεων.» Παραδέχεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν φτάνουν ποτέ σε σημείο να θέσουν μια τέτοια ερώτηση. Όμως υπάρχουν κι εκείνοι που απλά προφέρουν τις λέξεις της ερώτησης, έχοντας ήδη στην τσέπη τη δογματική απάντηση που η πίστη τους προσφέρει. Η ερώτησή τους είναι θεωρητική και τίθεται από σημείο ασφαλείας, εντός του δόγματος που τους έχει κληροδοτηθεί. Δεν έχουν παραδώσει τον εαυτό τους στο πραγματικό ενδεχόμενο της μη πίστης. Αυτό, λέει ο Χάιντεγκερ, δεν είναι πίστη αλλά βόλεψη. Η πίστη δοκιμάζεται μόνο στο πραγματικό ενδεχόμενο της μη πίστης και η ερώτηση βγαίνει μόνο απ’ το τρομακτικό σκοτάδι της δυνατότητας μιας φρικτής απάντησης. Όταν πατήσεις, λοιπόν, στο κενό, δείχνεις την πιο τολμηρή πίστη που υπάρχει, ότι δηλαδή πράγματι βρίσκεται κάποιος εκεί που θα σ’ αρπάξει. Για να γίνει όμως αυτό, δεν πατάς ως ένας τρελός που δεν έχει την αίσθηση του κινδύνου. Για να εκδηλωθεί η πραγματική πίστη θα πρέπει να δεχτείς ακόμα και το ενδεχόμενο ότι το κενό είναι κενό και να είσαι διαθέσιμος να συντριφθείς μέσα σ’ αυτό.

Ο Ιώβ θα σπάσει τη σιωπή του πένθους διερευνώντας εκτός ασφαλιστικών δικλίδων τη δεύτερη επιλογή: καταριέται τη μέρα της γέννησής του (3:1) κι επιχειρηματολογεί υπέρ της μη-ύπαρξης όπως κάνει κι ο βασανισμένος νεαρός Michael στο First Reformed, με πολύ σοβαρά επιχειρήματα που κλονίζουν ακόμα και τον αντιπρόσωπο της Αναμορφωμένης Εκκλησίας του Snowbridge της Νέας Υόρκης, τον αιδέσιμο Ernst Toller. Ο Ιώβ απαντά μ’ ένα τολμηρό «ναι»: η ύπαρξη είναι χειρότερη από τη μη ύπαρξη. Απ’ το κεφάλαιο 3, λοιπόν, βλέπουμε ότι έχει ήδη πετάξει τα πρόχειρα δεκανίκια του δόγματός του και βαδίζει πλέον στο κενό.

Ο συγγραφέας του Ιώβ θα χρησιμοποιήσει πολύ έντεχνα, γνωστά χωρία απ’ τα υπόλοιπα βιβλία των γραφών παρουσιάζοντας τον αντίλογό τους ή μάλλον την ανικανότητά τους να ικανοποιήσουν τον βασανισμένο άνθρωπο.

Στο κεφάλαιο 5 ο Ελιφάζ προτρέπει τον Ιώβ ν’ αποταθεί στον Κύριο, χρησιμοποιώντας τα γνωστά λόγια που συναντά κανείς σε πολλά σημεία της Βίβλου: «Αυτός πληγώνει, αλλά και δένει την πληγή, χτυπάει, αλλά τα χέρια Του γιατρεύουν» (5:18, βλ. Δευτ 32:39, Ωσ 6:1, Ησα 30:26, Α΄ Σαμ 2:6, κ.α.). Με λίγα λόγια, ο Θεός θα σου χαρίσει κι εσένα τη γιατρειά. Δεν ήταν ψέμα αυτό που είπε ο Ελιφάζ. Το πρόβλημα ήταν η αντίληψη ότι ο Θεός νομοτελειακά υπηρετεί σε κάθε περίπτωση, παντού και πάντοτε, αυτό το δόγμα.

Οι αλήθειες της Βίβλου αναδύονται καθώς ο λαός του Θεού βιώνει την παρουσία Του σε διάφορες περιστάσεις της ζωής του και καταγράφει την εμπειρία αυτή προσθέτοντας ένα λιθαράκι κάθε φορά για το ποιος είναι ο Θεός και τι έχει πράξει στην ιστορία. Η απαίτηση, όμως, να λειτουργεί ο Θεός κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο σε κάθε άνθρωπο και σε κάθε περίσταση υποδουλώνει τον Θεό στο δόγμα, στερώντας Του την ελευθερία να ενεργήσει διαφορετικά όταν το θελήσει και για λόγους που Αυτός γνωρίζει, μη προσβάσιμους στον άνθρωπο. Εάν αυτή είν’ η αντίληψη για τον Θεό, τότε οποιαδήποτε απόκλιση απ’ την αναμενόμενη θέση χρεώνεται, φυσικά, στον άνθρωπο. Δεν μπορεί, κάτι κάνεις εσύ λάθος!

Στο κεφάλαιο 8, ο Ιώβ δανείζεται απ’ τον ψαλμό 8, έναν ψαλμό που εξυμνεί το γεγονός ότι ο Θεός δίνει τόση πολλή αξία και σημασία στον άνθρωπο: «Τι είν’ ο άνθρωπος, ώστε να τον θυμάσαι, ο γιος του ανθρώπου ώστε να τον επισκέπτεσαι» (8:4)! Ο Ιώβ, όμως, δεν βιώνει την αλήθεια του ψαλμού αυτού. Βιώνει την προσοχή και την «επίσκεψη» του Κυρίου στον άνθρωπο ως βάρος, οργή και κρίση. Ο Θεός τον έβαλε στο μάτι! Ο ψαλμός 8 στ’ αυτιά του πονεμένου ανθρώπου είναι σκάνδαλο κι εκνευρισμός. Αν είναι έτσι η προσοχή σου, άσε με καλύτερα ήσυχο, λέει με αγανάκτηση ο Ιώβ (7:16) και ειρωνεύεται τον ψαλμό 8:

Τι είναι ο άνθρωπος
που τόσο να τον λογαριάζεις
και τόση να του δίνεις προσοχή;
Κάθε πρωί να σκύβεις πάνω του
και να τον δοκιμάζεις
κάθε στιγμή;
Πότε θα σταματήσεις να με παρακολουθείς,
…Γιατί μ’ έβαλες στόχο σου;
Τόσο σου είμαι βάρος;

7:17-20

Το ίδιο και στο κεφάλαιο 23, όπου ο Ιώβ ψάχνει τον Θεό για να Του ζητήσει τον λόγο, να πάρει μια απάντηση για την αδικία που βιώνει, αλλά παντού σιωπή, ο Θεός άφαντος. Αντίθετα, ο ψαλμωδός στον ψαλμό 139 αναπαύεται στην αλήθεια ότι ο Θεός είναι παντού. Όπου κι αν στρέψει τα μάτια του, ο ψαλμωδός θαυμάζει που δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει απ’ τον Θεό ή να απομακρυνθεί από την παρουσία Του. Αν πάει κανείς στους ουρανούς θα δει εκεί τον Θεό, αν πάει ακόμα και στον Άδη, η παρουσία Του βρίσκεται κι εκεί, στα έσχατα της θάλασσας, εκεί θα είναι και το αριστερό αλλά και το δεξί χέρι του Κυρίου για να τον φυλάει. Αλήθεια; Δεν είναι τόσο βέβαιος ο Ιώβ. Πού είν’ αυτή η παρουσία που κατακλύζει το σύμπαν; Μόνο απουσία βιώνει ο βασανισμένος Ιώβ, αναποδογυρίζοντας τις αλήθειες του ψαλμού:

Αλλά πηγαίνω στην ανατολή
κι αυτός δεν είν’ εκεί·
στη δύση πάω, μα δεν τον βρίσκω.
Και τον γυρεύω στο βορρά, μα δεν μπορώ να τον ιδώ·
γυρνώ στο νότο
και δεν τον διακρίνω.

23:8-9

Στο κεφάλαιο 19, ο απελπισμένος Ιώβ περιμένει την υπεράσπισή του απέναντι στον Θεό, κάποιον που θα δει την υπόθεσή του και θα τον υποστηρίξει. Η ψυχή του αποζητά τον λυτρωτή του, κάποιον να τον ακούσει και να τον γλυτώσει απ’ αυτόν που τον αδικεί. Στην Παλαιά Διαθήκη, όμως, ο λυτρωτής που υπερασπίζεται την υπόθεση του αδικημένου είναι ο ίδιος ο Θεός. Λέει για τα ορφανά στις Παροιμίες 23:11 ότι ο λυτρωτής τους είναι ο Θεός και θα πάρει το μέρος τους στη δίκη. Το ίδιο κι ο προφήτης Ιερεμίας, μιλώντας για τον κατατρεγμένο λαό Ισραήλ, γνωρίζει τον Θεό ως τον μόνο λυτρωτή τους:

Ο λυτρωτής τους είναι ισχυρός. Κύριος των Δυνάμεων είναι τ’ όνομά του. Θα δικάσει μια και καλή τη δίκη τους για ν’ αναπαύσει τη γη και να ταράξει τους κατοίκους της Βαβυλώνας.

Ιερ 50:34

Εδώ, όμως, μοιάζει ο Ιώβ να ψάχνει λυτρωτή να τον λυτρώσει απ’ τον Κύριο, να τον υπερασπιστεί απ’ τον εχθρό που τον αδίκησε, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό! Πώς, λοιπόν, ν’ ακούσει ο Ιώβ όλα αυτά τα χωρία; Πώς να παρηγορηθεί με την αλήθεια ότι ο Θεός λυτρώνει τους καταπιεσμένους όταν γνωρίζει ότι ο Θεός είναι αυτός που τον χτυπά με κακουχίες; Η εύκολη απάντηση, φυσικά, θα ήταν ότι ο διάβολος είν’ αυτός που τον χτυπά και απ’ τον διάβολο ο Θεός θα τον λυτρώσει. Μα αν κάτι τέτοιο ίσχυε, αμέσως θα τον πληροφορούσε γι αυτό ο Θεός στην εμφάνισή του. Θα του λεγε: «Ξέρεις, ο λόγος που υπάρχει το κακό στον κόσμο είν’ ο διάβολος. Δεν πρέπει μαζί μου να τα βάζεις, αλλά μ’ αυτόν. Εγώ είμαι με το μέρος σου και θα σε σώσω απ’ αυτόν.» Ούτε μια νύξη δεν γίνεται για κάτι τέτοιο στην απάντηση που ο Θεός έρχεται να δώσει στο τέλος του βιβλίου. Πουθενά ο Θεός δεν αρνείται την ευθύνη Tου.

Γιατί, λοιπόν, τα γνωστά κι αγαπημένα δόγματα της Βίβλου να είναι βάναυσα και εξοργιστικά για τον Ιώβ; Γιατί, λοιπόν, τα τόσο αληθινά λόγια των φίλων του Ιώβ να μοιάζουν ψέματα; Πώς τολμά ο Ιώβ να διαστρεβλώνει τις αιώνιες αλήθειες του Θεού; Πώς τολμά να μην υποτάσσεται με σιωπή στην αποκάλυψη αιώνων; Αν θυμώνεις κι εσύ, φύλακα των δογμάτων και του γράμματος, με την ανυπότακτη στάση του Ιώβ, καλωσόρισες στην παρέα των φίλων. Άκου κι εσύ, λοιπόν, το πόρισμα του κριτή προς τον φίλο του Ιώβ, τον Ελιφάζ: «Φλέγεται η οργή μου εναντίον σου και των δυο σου φίλων, γιατί δεν μιλήσατε για μένα το σωστό, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.» (42:7)

Τι σημαίνει, άραγε, να λέω το σωστό, να μιλάω την αλήθεια; Αλήθειες δεν έλεγαν σαράντα σχεδόν κεφάλαια οι φίλοι του Ιώβ; Βέβαια, αλήθειες! Πώς μετρά ο Θεός την αλήθεια και το ψέμα; Ή την αλήθεια και την αφροσύνη, στην περίπτωση των φίλων (42:8); Πώς γίνεται κανείς να λέει αλήθειες απ’ την αφροσύνη του; Όταν δεν μπορεί να δει την πραγματικότητα του πόνου απέναντί του, να την αναγνωρίσει, να τη δεχτεί, να την τοποθετήσει ως κυρίαρχο μέρος στην εξίσωση, την εξίσωση που θα καθορίσει ποια αλήθεια θα ειπωθεί και ποια θα αποσιωπηθεί ως άσχετη για την πραγματικότητα μπροστά μας.

Η αλήθεια δεν είναι ένα δόγμα που μπορεί να ειπωθεί στο κενό, παντού, πάντοτε και σε όλους. Η πραγματικότητα του ανθρώπινου πόνου είναι που καθορίζει ποια αλήθεια ισχύει, ποια αλήθεια είναι αληθινή. Μια αλήθεια που δεν υπολόγισε τον πόνο, το έδαφος της θλίψης στο οποίο πάει να πέσει είναι αφροσύνη, είναι πονηρία, είναι αμαρτία που χρειάζεται συγχώρεση, αλλά μια συγχώρεση που μόνο το θύμα της μπορεί να τη δώσει. Ο Θεός λέει στους φίλους να πάρουν τη θυσία τους στον Ιώβ για να προσευχηθεί γι αυτούς ώστε να συγχωρεθούν. Η συγχώρεσή τους περνάει μέσα απ’ τον αδικημένο, όχι χώρια απ’ αυτόν, γιατί μόνο το δικό του πρόσωπο και τη δική του προσευχή θα δεχθεί ο Θεός για χάρη τους (42:8).

Εάν η αλήθεια που διακηρύσσω επισκιάζει τον πόνο που βρίσκεται μπροστά μου, αλλάζει το θέμα και το πάει αλλού αντί να δώσει ολόκληρη την προσοχή και τη φροντίδα στη θλίψη των ανθρώπων, εάν το δόγμα που θα υποστηρίξω αποσπά το ακροατήριό μου από τα δεινά των ανθρώπων ανάμεσά μας, αν το κήρυγμά μου δεν κηρύττεται με πρωταρχικό ακροατήριο τους αδικημένους στα καθίσματα της εκκλησίας μου—αυτοί είναι οι κριτές του και όχι τα θεολογικά εγχειρίδια—τότε είναι αφροσύνη. Είναι σαν να λέω «αγάπα τον πλησίον σου, σαν τον εαυτό σου», την αγνότερη αλήθεια όλων των αιώνων, στη γυναίκα που κακοποιείται καθημερινά μέσα στο ίδιο της το σπίτι και έτσι κάνω την αλήθεια αυτή όπλο στα χέρια του βασανιστή της. Είναι σαν να λέω «να συγχωρείς εφτά φορές εφτά» στο αγοράκι που δέχεται καθημερινό bullying στο σχολείο και να διαιωνίζω κι εγώ το bullying με το εδάφιο στο χέρι. Άφρονες φίλοι! Αν δεν ξέρετε σε ποιο έδαφος να ρίξετε τις αλήθειες του Θεού, ποια είναι η εποχή της σποράς και ποια του θερισμού, τι γυρεύουν οι σπόροι αυτοί στα χέρια σας;

Η «αλήθεια» που κηρύττω επισκιάζει την αλήθεια μπροστά στα μάτια μου, και η αλήθεια στον Ιώβ είναι συνώνυμη με τον πόνο. Όπου αναγνωρίζεται ο πόνος κι η αδικία να είσαι σίγουρος ότι πατάς στέρεα πάνω στην αλήθεια. Μα ο Ιώβ μίλησε σωστά, Θεέ μου; Ο Ιώβ που σ’ ειρωνεύτηκε; Που δεν θεώρησε ότι τα εδάφιά σου τον αφορούν; Ναι μίλησε σωστά γιατί δεν κουκούλωσε τον πόνο και την αδικία προκειμένου να προστατεύσει Εμένα. Μίλησε για την αδικία που βίωνε ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παλέψει ξανά με τα εδάφια, με τα δόγματα, με Μένα τον Ίδιο. Αγάπησε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη ακόμα κι όταν δεν Με έβλεπε, ακόμα κι όταν Εγώ φαινόταν να τα ‘χω εγκαταλείψει. Κάτι παρόμοιο δεν έκανε κι ο Ιησούς; Δεν έμεινε πιστός στο θέλημα του Θεού ακόμα κι εκεί που ο Θεός ο ίδιος φαινόταν να είχε εγκαταλείψει τον κόσμο Του;

Αυτός, λοιπόν, είν’ ο κόσμος μας. Ο κόσμος του Ιώβ. Κι αυτοί είναι οι φίλοι μας που μας περικυκλώνουν δασκαλεύοντάς μας. Ποιος ν’ αντέξει χωρίς να φτάσει στην απόγνωση, χωρίς να πει: καλύτερα να μην φέρει κανείς παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Ιώβ βγαίνει απ’ τη μάχη του με τον Θεό χωρίς νέα δεδομένα στο προσκήνιο, χωρίς υποσχέσεις ότι «όλα θα πάνε καλά». Δεν θα σας πω την απάντηση που επιλέγει ο πάστορας στο First Reformed, σας ενθαρρύνω να το δείτε. Ο Ιώβ όμως επιλέγει να ξαναφέρει παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο (42:13). Ακούμπησε τη χειρότερή του κόλαση, την απόγνωση της απουσίας του Θεού, τον τρόμο του παραλόγου και λέει, συνέχισε! Σήκω και πάλι! Κάνε παιδιά, κάνε καλοσύνες, κάνε το δίκιο, δώσε κληρονομιά και στα κορίτσια ακόμα (42:15), γιατί όχι; Τι κι αν δεν το έκανε κανένας άλλος μέχρι τώρα;

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top