Έλληνες Ευαγγελικοί και Πατέρες της Εκκλησίας: όταν η ιστορία καταρρίπτει τα στερεότυπα

Μία από τις συνηθέστερες παρανοήσεις για τον Προτεσταντισμό έγκειται στην ερμηνεία του Sola Scriptura ως συνώνυμου της απόρριψης κάθε μορφής παράδοσης.[1]  Η παρανόηση αυτή είναι ευρύτατα διαδεδομένη, τόσο εντός, όσο και εκτός των Διαμαρτυρόμενων εκκλησιών.  Συχνά μάλιστα, όταν συνδυάζεται και με μια ατομιστική προσέγγιση στη μελέτη της Βίβλου, οδηγεί στην επίσης διαδεδομένη παρανόηση ότι το νόημα του Sola Scriptura είναι ότι κάθε πιστός μπορεί να μελετά τη Βίβλο αποκομμένος από την εκκλησιαστική ιστορία και παράδοση.

Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή ουδεμία σχέση έχει με την διδασκαλία της Μεταρρύθμισης.  Εάν κάποιος μελετήσει τα κείμενα των θεμελιωτών της, θα διαπιστώσει πολύ σύντομα ότι η χρήση της Πατερικής Παράδοσης αποτέλεσε μία συνήθη και έμφυτη (και όχι «περιστασιακή» ή «περιθωριακή») πρακτική της Μεταρρύθμισης, τόσο κατά τα πρώτα της χρόνια, όσο και τους επόμενους αιώνες, και παρατηρήθηκε, τόσο σε παγκόσμιο, όσο και σε ελληνικό επίπεδο.

Οι ίδιοι οι θεμελιωτές της Μεταρρύθμισης, και ιδιαίτερα ο Λούθηρος και ο Καλβίνος, στα γραπτά τους διαλέγονται εκτενώς με τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποδεικνύοντας έτσι ξεκάθαρα ότι το πραγματικό νόημα του Sola Scriptura δε σημαίνει απόρριψη της Παράδοσης, αλλά κριτική πρόσληψή της, και δημιουργική διαλεκτική μαζί της.  Γι’ αυτό και οι ίδιοι τους, στο πλαίσιο αυτής της διαλεκτικής, πολλές φορές εκφράζουν το θαυμασμό τους για τους Πατέρες, τονίζουν ότι η δική τους πίστη είναι σε ευθυγράμμιση με την γνήσια πίστη των Πατέρων, ενώ παράλληλα αναδεικνύουν σημεία στα οποία εντοπίζουν ότι η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας έχει απομακρυνθεί, όχι μόνο από την Αγία Γραφή, αλλά και από τους ίδιους τους Πατέρες.  Άλλες φορές πάλι, επικρίνουν τους Πατέρες όποτε εντοπίζουν αντιφάσεις, είτε μεταξύ τους, είτε μεταξύ αυτών και της Βίβλου, η οποία σε κάθε περίπτωση αποτελεί την βάση της επιχειρηματολογίας των Μεταρρυθμιστών, και την τελική εξουσία με βάση την οποία κρίνουν κάθε διδασκαλία.  Άλλες φορές πάλι, και ιδιαίτερα στο πλαίσιο της εξηγητικής της Βίβλου, οι Πατέρες καθίστανται συνομιλητές των Μεταρρυθμιστών, καθώς οι τελευταίοι εξηγούν τη Βίβλο σε διάλογο μαζί τους, χρησιμοποιώντας τους, όχι μεν ως αυθεντίες, αλλά ως φωνές των οποίων η εξήγηση είναι πολύτιμη, ακόμα κι όταν οι ίδιοι διαφωνούν μαζί τους. Αλλά και τις επόμενες δεκαετίες, υπάρχει μια πληθώρα δειγμάτων συνέχισης των αναφορών στους Πατέρες, τόσο σε επίσημες ομολογίες πίστεως του Προτεσταντισμού, όσο και στα κείμενα σημαινόντων θεολόγων του σε διαφορετικές εποχές και περιοχές.  Ωστόσο, η ατόνηση αυτής της πρακτικής για ένα μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα (τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως), είχε ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των απανταχού Διαμαρτυρόμενων να αγνοεί αυτή τη διάσταση της Μεταρρύθμισης.  Συχνά μάλιστα, αυτό είχε ως αποτέλεσμα ακόμα και το να αντιμετωπίζεται η Πατερική Παράδοση με ιδιαίτερο σκεπτικισμό, ή και με εχθρότητα σε πολλές Διαμαρτυρόμενες εκκλησίες.  Έτσι, αναφορές σε Πατέρες της Εκκλησίας από Ευαγγελικούς ποιμένες ή θεολόγους σήμερα συχνά θεωρούνται ως κάτι «ξένο» προς την Ευαγγελική παράδοση, καθώς υπάρχει μια υφέρπουσα αντίληψη ότι οι Πατέρες «ανήκουν» μόνο στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία.  Αντίστοιχα, σε άλλες περιπτώσεις, Διαμαρτυρόμενοι που επικαλούνται τους

Πατέρες επικρίνονται άλλοτε ότι «ολισθαίνουν» προς Ορθόδοξες ή Καθολικές απόψεις, και άλλοτε ότι η «γνήσια» Διαμαρτυρόμενη διδασκαλία δεν χρειάζεται τους Πατέρες, αλλά της αρκεί το Sola Scriptura.  Αυτό φυσικά δημιουργεί περαιτέρω παρεξηγήσεις και αποξένωση με την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία, στις οποίες αντίστοιχα καλλιεργείται η εντύπωση ότι ο Προτεσταντισμός απορρίπτει την Πατερική Παράδοση, και άρα δεν υπάρχουν σημαντικά περιθώρια συνεννόησης μαζί του.

Βέβαια, όσοι σκέφτονται έτσι εκατέρωθεν, συχνά δεν γνωρίζουν ότι, ιστορικά, η Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία, τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως, ιδρύθηκε από ανθρώπους που όχι απλώς θεωρούσαν αδιανόητη την απόρριψη της Πατερικής Παράδοσης, αλλά και θεωρούσαν δεδομένη τη μελέτη της.  Αισίως, τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον των διαμαρτυρόμενων για τους Πατέρες έχει αναθερμανθεί παγκοσμίως, οπότε υπάρχει μια ολοένα αυξανόμενη στροφή στη μελέτη των Πατέρων στον ευρύτερο προτεσταντικό κόσμο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πώς όλα αυτά εκδηλώθηκαν και στην ελληνική πραγματικότητα.  Η αυτοσυνειδησία των Μεταρρυθμιστών του 16ου αιώνα ότι το κίνημα της Μεταρρύθμισης δεν αποτελούσε μία «νέα» εκκλησία, αλλά ήταν μία πιστή συνέχεια της αρχαίας εκκλησίας, και ότι η διδασκαλία τους βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με την διδασκαλία των Αποστόλων, αλλά και των Πατέρων, υπήρξε επίσης βασική αρχή και της ελληνικής Μεταρρύθμισης, όπως αυτή εκφράστηκε στην Ελλάδα με την ίδρυση της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας (εφεξής Ε.Ε.Ε.) κατά τον 19ο αιώνα.  Οι σημαντικότερες μορφές που σχετίστηκαν με την ίδρυση, αλλά και την εξέλιξη της Ε.Ε.Ε. τα πρώτα της χρόνια (Μιχαήλ Καλοποθάκης, Ιωνάς Κινγκ, Γεώργιος Κωνσταντίνου, Ξενοφών Μόσχου, Δημήτριος Καλοποθάκης κλπ.) διαλέχθηκαν εκτενώς με τους Πατέρες της Εκκλησίας σε μια πληθώρα από θεολογικά ζητήματα, και επιδίωξαν έτσι να αλληλεπιδράσουν με την Ορθόδοξη θεολογία, εκθέτοντας την πίστη τους με βάση, και την Βίβλο, αλλά και την Πατερική Παράδοση.

Ιδιαίτερο μάλιστα υπήρξε το ενδιαφέρον τους για τους Πατέρες των πρώτων πέντε αιώνων, και μάλιστα τους Ανατολικούς Πατέρες, με ιδιαίτερη έμφαση στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.  Το γεγονός αυτό αποτιμάται ιδιαίτερα θετικά, καθώς δείχνει την πρόθεσή τους να διαλεχθούν με την Ορθόδοξη θεολογία με βάση τους κατεξοχήν «δικούς της» Πατέρες.

Όπως και οι Μεταρρυθμιστές του 16ου αιώνα, έτσι και οι πρώτοι Έλληνες Ευαγγελικοί, χρησιμοποίησαν τους Πατέρες της Εκκλησίας υπό το πρίσμα μίας κριτικής πρόσληψής τους.  Στο πλαίσιο αυτής, εξέφρασαν κατ’ επανάληψη τον θαυμασμό και την εκτίμησή τους προς αυτούς, εξέδωσαν κείμενά τους, ανέδειξαν τη δική τους συμφωνία μαζί τους, και επεσήμαναν σημεία στα οποία εντόπιζαν απόκλιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της εποχής τους από την Πατερική διδασκαλία.  Ταυτόχρονα, σε ορισμένες περιπτώσεις, αν και σαφώς λιγότερες στον αριθμό, έστρεψαν την κριτική τους και προς τους ίδιους τους Πατέρες, αν και τις περισσότερες φορές αυτό έγινε σιωπηρά.  Τέλος, και αυτοί προέβησαν σε εξηγητική της Βίβλου σε διάλογο με τους Πατέρες, και μάλιστα πρωτοπόρησαν στη σύνθεση Πατερικής και ιστορικής-κριτικής ερμηνευτικής της Βίβλου στον Ελλαδικό χώρο.  Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η όλη στάση τους αντανακλά μια διάθεση να μελετήσουν τους Πατέρες με σεβασμό και με εκτίμηση, αλλά παράλληλα και τηρώντας αποστάσεις, τόσο από την άκριτη αποδοχή τους, όσο και από την άκριτη απόρριψή τους.

Έτσι, παρόλα τα μεθοδολογικά προβλήματα που παρατηρούνται κατά καιρούς στην χρήση της Πατερικής Παράδοσης από τους πρώτους Έλληνες Ευαγγελικούς, και παρά το γεγονός ότι αυτή δεν ήταν ούτε η μοναδική ούτε η κύρια βάση των θεολογικών συζητήσεών τους (τον ρόλο αυτό είχε η Αγία Γραφή), παρόλα αυτά, ήταν αρκετά συχνή και ενδελεχής ώστε να αξίζει της προσοχής μας, και να είναι αξιοσημείωτη ως προς τη συμβολή της στη σύγχρονη οικουμενική προσέγγιση.  Ιδιαίτερα μάλιστα αν συνυπολογίσει κανείς ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, σε μια εποχή ιδιαίτερα εύθραυστη, ασταθή και φορτισμένη, όπου οι πρώτοι Έλληνες Ευαγγελικοί γράφουν υπό ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, αντιμετωπίζοντας ιδιαίτερα σκληρή πολεμική, και επιθέσεις κάθε είδους εναντίον τους, μπορεί να γίνει κατανοητό το πόσο ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η διαλεκτική αυτή όχι απλώς αποτολμήθηκε, αλλά και ότι συνέχισε σε βάθος χρόνων, και αποτέλεσε έτσι την πρώτη απόπειρα οικουμενικής προσέγγισης και θεολογικής αλληλεπίδρασης μεταξύ Ορθοδόξων και Ευαγγελικών στην Ελλάδα.

Όταν μάλιστα μελετά κανείς την χρήση της Πατερικής Παράδοσης σε συγκεκριμένα δογματικά ζητήματα, εκεί αναδεικνύονται μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα σημεία, τα οποία έχουν ενδιαφέρον, όχι μόνο για την ιστορική τους καταγραφή, αλλά και για τη σημασία τους και για τον σύγχρονο οικουμενικό προβληματισμό. 

Το κατεξοχήν τέτοιο θέμα είναι αυτό της σχέσης Αγίας Γραφής και Ιεράς Παράδοσης, όπου εκφράζονται σημαντικά σημεία σύγκλισης της Ευαγγελικής με την Ορθόδοξη θεολογία, παρά τις επιμέρους διαφορές τους.  Έτσι, καθώς μελετά κανείς τον τρόπο με τον οποίο οι πρώτοι Έλληνες Ευαγγελικοί διαλέχθηκαν με την Πατερική Παράδοση, μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία αρκετών συμβολών που είναι κρίσιμες διαχρονικά στον οικουμενικό διάλογο: πρώτον, τη διαχρονική σημασία των Πατέρων της Εκκλησίας ως κοινού εδάφους μεταξύ των διαφορετικών εκκλησιών στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κίνησης.  Δεύτερον, την ανάγκη κατανόησης της προτεραιότητας ορισμένων πηγών εξουσίας που αποδίδει κάθε ομολογιακή παράδοση έναντι άλλων (π.χ. στην βαρύτητα που έχουν οι Οικουμενικές Σύνοδοι σε σχέση με μεμονωμένους Πατέρες).  Τρίτον, τον κίνδυνο της επιλεκτικότητας στις αναφορές που χρησιμοποιούνται, και στην ανάγκη για σφαιρική θεώρηση όλων των πλευρών, και δημιουργικό διάλογο μαζί τους.  Τέταρτον, την ανάγκη να αποτιμάται η εξέλιξη της Εκκλησίας στη διάρκεια της ιστορίας με βάση μία κριτική σκέψη και θεώρηση, η οποία θα αφήνει χώρο και για το ενδεχόμενο της εξέλιξης, αλλά και για τον έλεγχο κάθε εξέλιξης με βάση την Αγία Γραφή, αλλά και σε αναφορά με την Παράδοση, την εμπειρία και την ιστορία της Εκκλησίας.  Πέμπτον, το γεγονός ότι, ακόμα και αν διαφορετικές εκκλησίες προσεγγίζουν διαφορετικά το θέμα της θεοπνευστίας και της αποκάλυψης, εντούτοις τελικά όλες αποδίδουν ύψιστη σημασία στην Αγία Γραφή, πάνω από κάθε άλλο κομμάτι της Παράδοσης.  Το γεγονός ότι υπάρχει ένας «κλειστός» Κανόνας για την Αγία Γραφή, αλλά ένας «ανοιχτός» για την Παράδοση, είναι ενδεικτικό της διαφορετικής βαρύτητας που έχει κάθε μια τους, ακόμα και αν θεωρούνται τμήματα του ίδιου «κορμού» στη ζωή της Εκκλησίας.   Έκτον, την παρατήρηση ότι, στην πράξη, σε κάθε εκκλησιαστική παράδοση, αφενός μεν αναγνωρίζεται ότι η Βίβλος είναι η ανώτατη πηγή εξουσίας, αφετέρου δε, ο τρόπος με τον οποίο αυτή ερμηνεύεται, αλλά και βιώνεται μέσα στην εκάστοτε εκκλησία, δεν είναι κάτι που κρίνεται ως «έξω» από τη Βίβλο (ή σε σύγκρουση με αυτήν), αλλά ως μέρος της ζωής της εκκλησίας, που εκφράζεται και επιβεβαιώνεται μέσα από τη διαδικασία της συνοδικότητας, η οποία λειτουργεί σε συνέχεια και σε αναφορά με την Εκκλησία κάθε τόπου και εποχής.

Όλο αυτό το πνεύμα, παρότι οι περισσότεροι Διαμαρτυρόμενοι δεν θα το αποκαλούσαν «Παράδοση», είναι εντούτοις σε μεγάλο βαθμό η καρδιά του πνεύματος της Παράδοσης.  Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν, κάθε εκκλησία έχει την δική της «παράδοση» (ακόμα κι αν δεν την αποκαλεί έτσι).  Και, ταυτόχρονα, κάθε εκκλησία μοιράζεται την κοινή Παράδοση των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί ένα κολοσσιαίας σημασίας κοινό έδαφος, το οποίο και τις ενώνει, αλλά και αποτελεί το σημείο στο οποίο μπορούν να συναντήσουν και να προσεγγίσουν ακόμα περισσότερο η μία την άλλη.

Είναι βέβαια γεγονός ότι σε αρκετά άλλα θέματα, η χρήση της Πατερικής Παράδοσης στους πρώτους Έλληνες Ευαγγελικούς δεν οδηγεί πάντα σε τόσο μεγάλη σύγκλιση.  Σε κάποια θέματα εκκλησιολογικά μάλιστα, όπως το βάπτισμα, την Ευχαριστία και την ιεροσύνη, τελικά η όλη διαλεκτική επ’ αυτών μάλλον αναδεικνύει τις προκλήσεις και τις διαφορές στην προσέγγιση των δύο πλευρών, καθώς αντιλαμβάνονται τη φύση και της Εκκλησίας και των μυστηρίων πολύ διαφορετικά. 

Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη των Πατερικών αναφορών των πρώτων Ελλήνων Ευαγγελικών (υπάρχουν πάνω από 1.000 Πατερικές αναφορές στα κείμενά τους) θέτει μία διπλή πρόκληση για τον οικουμενικό διάλογο του μέλλοντος: αφενός στην Διαμαρτύρηση θέτει την πρόκληση να συνεχίσει να «επανανακαλύπτει» τους Πατέρες, ενθυμούμενη τον κεντρικό ρόλο που αυτοί παίζουν και στην δική της παράδοση, και αφετέρου, στην Ορθοδοξία, να «ξαναδιαβάσει» τους Πατέρες υπό μια διαφορετική προοπτική, κάτω από το φως των προκλήσεων που θέτει ο διάλογος Ορθοδόξων-Ευαγγελικών.

Οι προκλήσεις αυτές δεν είναι μικρές, ούτε και οι διαφορές μεταξύ τους, ωστόσο η γεφύρωσή τους αποτελούσε έναν βασικό στόχο των πρώτων Ελλήνων Ευαγγελικών.  Τόσο όταν εύχονταν για μια μεταρρύθμιση της ελληνικής κοινωνίας και Εκκλησίας, όσο και όταν προσεύχονταν για την «εκκλησία των πατέρων τους», ο στόχος τους παρέμενε πάντα, οι όποιες διαφορές τους να ξεπεραστούν, και οι δύο εκκλησίες να πλησιάσουν και πάλι αδελφικά η μία την άλλη.  Σήμερα, ενάμιση αιώνα μετά το ξεκίνημα της Ε.Ε.Ε., η πρόκληση αυτή παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ, και οι συνθήκες πιο ευνοϊκές από ποτέ.  Με βάση λοιπόν τα μαθήματα του παρελθόντος, μπορούμε όλοι μας, Ορθόδοξοι, Καθολικοί, και Διαμαρτυρόμενοι, να πλησιάσουμε και πάλι την Πατερική Παράδοση, και να ανακαλύψουμε σε αυτήν, όχι μόνο το κοινό μας παρελθόν, αλλά και τις ευκαιρίες που αυτή μας ανοίγει για το κοινό μας μέλλον.  Και, καθώς ανακαλύπτουμε ολοένα και περισσότερο αθέατο κοινό έδαφος, η ευχή μας είναι αυτό να μας φέρνει πιο κοντά, ώστε όλοι μαζί να σταθούμε πιστοί στο κάλεσμά μας για ενότητα, και να συνεχίζουμε να προσευχόμαστε και να αγωνιζόμαστε από κοινού «υπέρ της των πάντων ενώσεως».

[1] Σ. Μπούκης, Η χρήση της Πατερικής Παράδοσης στους πρώτους Έλληνες Ευαγγελικούς και η σημασία της για τον σύγχρονο οικουμενικό προβληματισμό.  Διατριβή επί διδακτορία στο Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη, 2019).  Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη της εν λόγω διδακτορικής διατριβής.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top