Η μελέτη των επιστολών

white windows envelop

Οι Επιστολές: Γενική Αναφορά Και Σημαντικές Επισημάνσεις

Από τα είκοσι επτά βιβλία της Καινής Διαθήκης η συντριπτική πλειοψηφία τους, τα είκοσι ένα, έχουν τη μορφή επιστολής, που έχουν γραφτεί κατά το δεύτερο ήμισυ του 1ου μ.Χ. και εκουσίως 1 ενταχθεί μεταξύ των Πράξεων των Αποστόλων και της Αποκάλυψης του Ιωάννου. Όπως μας πληροφορεί ο Γεώργιος Χατζηαντωνίου στη Γενική Εισαγωγή 2 του στην Καινή Διαθήκη, οι Επιστολές αυτές, που καταλαμβάνουν περισσότερο του ένα τρίτου της Καινής Διαθήκης – γεγονός που δεν έχει παράλληλό του στην παγκόσμια ιστορία των θρησκειών, μεταξύ των ιερών βιβλίων τους – γράφτηκαν από πέντε ή και έξι μαθητές-αποστόλους του Χριστού και απευθύνθηκαν σε διάφορα άτομα, εκκλησίες ή ομάδες εκκλησιών. Έτσι, ως προς τους συγγραφείς τους, δεκατρείς από τις Επιστολές γράφτηκαν από τον Απόστολο Παύλο, δύο από τον Απόστολο Πέτρο, τρεις από τον Απόστολο Ιωάννη, μία από τον Ιάκωβο, μία από τον Ιούδα και μία, η προς Εβραίους, από άγνωστο συγγραφέα. Ως προς τους αποδέχτες των Επιστολών αυτών, δύο, η προς Εβραίους και η Α΄ Ιωάννου, και σε ένα βαθμό και η προς Ρωμαίους, είναι μάλλον διατριβές παρά επιστολές. Από τις υπόλοιπες, τέσσερις είναι καθολικές, δηλαδή απευθύνονται στην ολότητα της Εκκλησίας, εννέα (μαζί με τη Ρωμαίους) απευθύνονται σε ξεχωριστές εκκλησίες και έξι σε άτομα.  Είναι σημαντικό, λοιπόν, καθώς ερχόμαστε να μελετήσουμε τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης να γνωρίζουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, καθώς αυτό καθορίζει και το ιστορικό τους υπόβαθρο. Έτσι, υπάρχουν Επιστολές πιο «ορισμένου σκοπού» – αν και όλες είναι «ορισμένου σκοπού» (δηλ. γράφτηκαν με αφορμή κάποιες ειδικές συνθήκες είτε από την πλευρά των αναγνωστών είτε από την πλευρά του συγγραφέα) – όπως οι: Α΄ Κορινθίους, Γαλάτας, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Ιούδα κ.λπ, και άλλες που είναι περισσότερο «γενικής κατεύθυνσης» και αρχών (π.χ. Ρωμαίους, Εφεσίους). Κάποιες, λοιπόν, μοιάζουν λίγο περισσότερο με «γράμματα» και άλλες πιο «δημόσιες», και επομένως «πραγματικές επιστολές»3.
Τέλος, πολύ διαφωτιστικά υπογραμμίζει ο Γ. Χατζηαντωνίου, πως:

«…οι περισσότερες από αυτές τις Επιστολές δε γράφτηκαν με κάποιον απώτερο και ευρύτερο σκοπό, αλλά γράφτηκαν, για να ικανοποιήσουν μερικές μάλλον παροδικές ανάγκες ορισμένων εκκλησιών ή ατόμων. Έτσι μια από αυτές τις Επιστολές γράφτηκε, για να απαντήσει ο Παύλος σε ορισμένα ερωτήματα, που του υπέβαλε μια εκκλησία (σ.σ. Α΄ Κορινθίους). Μια άλλη γράφτηκε, διότι οι αποδέκτες μιας προηγούμενης Επιστολής παρεξήγησαν κάπως το περιεχόμενό της  (σ.σ. Β΄ Θεσσαλονικείς). Μια άλλη, για να ευχαριστήσει μια εκκλησία…για ένα δώρο, που του έστειλε, όταν αυτός βρισκόταν στη φυλακή (σ.σ. Φιλιππησίους). Μια άλλη, για να αποκρούσει ορισμένες συκοφαντίες, που κυκλοφόρησαν εναντίον του (σ.σ. Β΄ Κορινθίους). Και μια άλλη, για να συνηγορήσει για ένα φυγάδα δούλο, που επέστρεφε στον κύριό του (σ.σ. Φιλήμονα)  […] Από όλο λοιπόν τον όγκο της αλληλογραφίας, που σαν σκοπό της είχε να θεραπεύσει τις ανάγκες των διαφόρων εκκλησιών τα πρώτα εκείνα χρόνια της ιστορίας της Εκκλησίας, η Θεία Πρόνοια αυτές τις είκοσι μία Επιστολές ξεχώρισε, για να αποτελέσουν τμήμα του θεόπνευστου τόμου της Καινής Διαθήκης, και θα θεράπευε τις ανάγκες της Εκκλησίας στην ολότητά της σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία του Χριστού δεν έχει λόγους να είναι δυσαρεστημένη, γιατί αυτόν τον τρόπο διάλεξε το Άγιο Πνεύμα, για να της δώσει τη διδασκαλία Του, δεδομένου ότι αυτός ο τρόπος – απαλλαγμένος καθώς ήταν από το κάπως ψυχρό ύφος μιας θεολογικής διατριβής, και με το θερμό προσωπικό στοιχείο, που συνέδεε τον αποστολέα με τους παραλήπτες αυτών των επιστολών – υπογράμμιζε άλλη μια φορά τον προσωπικό χαρακτήρα της σχέσης, που τώρα δημιουργώταν μέσα στην Εκκλησία μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού».4       

Θα πρέπει, λοιπόν, αν επιθυμούμε να μην αδικήσουμε το περιεχόμενο και τη σημασία των Επιστολών της Καινής Διαθήκης, αλλά να είμαστε υπεύθυνοι στη μελέτη, ερμηνεία και χρήση τους, να θυμόμαστε πως, όταν οι Επιστολές αυτές αρχικά γράφτηκαν, δεν προορίζονταν όπως τα σύγχρονα βιβλία, για αρκετά γενικά ακροατήρια, που ο συγγραφέας δεν είχε ποτέ του γνωρίσει, αλλά, αντιθέτως, ήταν «γνήσια γράμματα», στα οποία οι συγγραφείς, με θεία έμπνευση και καθοδήγηση, έδωσαν ευθείς οδηγίες σε κάποια συγκεκριμένη εκκλησία ή ομάδα εκκλησιών (ακόμα κι εκείνες οι Επιστολές με περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα μοιάζει να απευθύνονται στην εκκλησία, στην οποία ο παραλήπτης ήταν εκκλησιαστικός ηγέτης της 5), και προορίζονταν να διαβάζονται σε αυτές δημόσια (Α΄ Θεσσαλονικείς 5:27, Κολοσσαείς 4:16).  

Προϋποθέσεις για τη μελέτη των επιστολών

Το πώς να μελετούμε τις Επιστολές ορθά, με ποιες βασικές αρχές, έχει πρακτική εφαρμογή για όλους όσοι τις διαβάζουν, τον απλό πιστό με σκοπό την προσωπική του πνευματική ωφέλεια, και τον μελετητή και δάσκαλο των Αγίων Γραφών ή τον κήρυκα του Λόγου του Θεού. Κοινός τόπος όλων είναι – και πρέπει – η καθαρή και ορθή κατανόηση του αρχικού σκοπού του ιερού συγγραφέα. Θα πρέπει, λοιπόν, τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης, καθώς τις μελετούμε, να τις εκλάβουμε ως «πραγματικά ιστορικά γράμματα» και όχι ως «εγχειρίδια θεολογίας», για να μην παρανοήσουμε το πραγματικό-αρχικό τους μήνυμα. Αυτό6 πρακτικά σημαίνει ότι θα πρέπει να διαβάζουμε και μελετούμε τις Επιστολές:  
1) συνολικά και όχι αποσπασματικά και τμηματικά, ως να είναι βιβλία αναφοράς, διαστρεβλώνοντας έτσι τη σημασία του μηνύματός τους. Αυτό απαιτεί από εμάς να έχουμε καλή γνώση, αρχικά, όλου του περιεχομένου της Επιστολής, 
2) ως ιστορικά έγγραφα, για την κατανόηση των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών και περιστάσεων συγγραφής των οποίων θα πρέπει να προσπαθήσουμε και μάθουμε να «διαβάζουμε μεταξύ των γραμμών», για να κατανοήσουμε τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκαν, 
3) ως προσεχτικά και καλά δομημένα, φιλολογικά, έγγραφα, που μπορεί να εκφράζουν ρητορικές μεθόδους της αρχαιότητας,
4) με θεολογικό τρόπο, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη μας την κοινή θέση όλων των ιερών συγγραφέων τους ότι οι έσχατες μέρες έχουν έρθει με την έλευση του Χριστού και
5) ως έγκυρα και με θεία εξουσία γραπτά, που αφορούν προσωπικά τη ζωή μας. 

Αναγκαία βήματα για τη μελέτη των επιστολών

Μέχρι τώρα κάναμε μια γενικότερη αναφορά στις Επιστολές, τι χρειάζεται να γνωρίζουμε για την κατανόησή τους. Τώρα, θα δούμε μερικά πρακτικά βήματα που θα  μας βοηθήσουν στην προσπάθειά μας να μελετήσουμε τις Επιστολές: 

1. Το πλαίσιο-υπόβαθρο της Επιστολής, ιστορικά, πολιτισμικά, θεολογικά 

Αυτό αποτελεί το πρώτο και ίσως σημαντικότερο στοιχείο στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε μια Επιστολή της Καινής Διαθήκης, καθώς θέτει τις βάσεις για την απάντηση των πιο κρίσιμων ζητημάτων που αφορούν σε μια Επιστολή. Σε αυτή την κατεύθυνση, πρακτικά, θα μας βοηθήσει να έχουμε στο νου μας κάποιες χαρακτηριστικές ερωτήσεις, κάθε φορά που ερχόμαστε να μελετήσουμε μια Επιστολή, για να «ξεκλειδώσουμε» το μήνυμά της: 1) ποιος έγραψε την Επιστολή, 2) σε ποιον ή ποιους απευθύνεται και σε πού, ποιον τόπο; 3) τι και γιατί έγραψε ό,τι έγραψε (υπό ποιες αφορμές και συνθήκες); 

Το να γνωρίζουμε ποιος έγραψε μια επιστολή αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε αρκετά αν όχι πολλά από τα γραφόμενα και την προέλευσή τους. Για παράδειγμα, γνωρίζοντας πως ο συγγραφέας είναι ο απ. Παύλος (έχοντας γράψει δεκατρείς από τις είκοσι μία Επιστολές είναι ο πολυγραφέστερος συγγραφέας της Καινής Διαθήκης) και τη διαδρομή που διάνυσε – «γνήσιος Ιουδαίος» και βαθύς γνώστης του θείου Νόμου, ώσπου να τον μετατρέψει ο εξυψωμένος Ιησούς Χριστός, στον δρόμο προς τη Δαμασκό, από διώκτη της Εκκλησίας Του σε απόστολο των εθνών – μπορούμε να κατανοήσουμε τη βαθιά του θεολογική μόρφωση και τις συχνές αναφορές του στο γεγονός της Ανάστασης και της θείας δόξας, του Φωτός και του σκότους και της Νέας Δημιουργίας. 7
 Ή γνωρίζοντας ότι συγγραφέας είναι ο απ. Πέτρος, ένας από τους μαθητές του Χριστού, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι η αναφορά του στη Β΄ Πέτρου 1:16-18, σχετίζεται με την εμπειρία που είχε, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, στο όρος της Μεταμόρφωσης 8, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα και κύρος σε αυτό που ο απ. Πέτρος επιθυμεί να πει στη συγκεκριμένη παράγραφο και σχετίζεται με την εγκυρότητα του θείου κηρύγματος προς τους παραλήπτες της Επιστολής του.

Παρόμοια, γνωρίζοντας ότι συγγραφέας είναι ο απ. Ιωάννης, ακόμα ένας από τους μαθητές του Χριστού, και, μάλιστα, «ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς», που είχε «γείρει στο στήθος του Ιησού» κατά την ώρα του Δείπνου στο ανώγι (Ιωαν. 13:23-25), μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλά τα λόγια του στην Α΄ Επιστολή του για την προσωπική γνωριμία με τον «Λόγο της Ζωής» Ιησού Χριστό και τις πολλές αναφορές του στην αγάπη του Θεού και την αγάπη «προς αλλήλους» (Α΄ Ιωάννου 1:1-4, 2:10, 3:1, 14-18, 4:7-12, 5:1-3, Β΄ Ιωάννου 5-6).
Ως προς σε ποιον ή ποιους απευθύνεται η Επιστολή και πού, σε ποιον τόπο, γνωρίζοντας, για παράδειγμα, ότι είναι η εκκλησία της Κορίνθου – καρπός του απ. Παύλου κατά το δεύτερο ιεραποστολικό του ταξίδι, με πολλές πνευματικές δυνατότητες μεν, αλλά συμβιβασμένη με την αμαρτία, διαιρεμένη από έριδες και αιχμάλωτη από πνευματική υπερηφάνεια – στην κοσμοπολίτικη πόλη της αρχαίας Κορίνθου – πολύ μεγάλο και πλούσιο Ρωμαϊκό αστικό κέντρο, που διακρινόταν από έντονη ειδωλολατρία και ανήθικη και έκλυτη ζωή – μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε τη συχνά αιχμηρή και επιτιμητική γλώσσα του απ. Παύλου στις δυο Επιστολές του εκεί – και κυρίως την πρώτη – και τις αιτίες που την προκάλεσαν. Τις ποικίλες προκλήσεις στην εκκλησία, που υποδαύλιζαν το ειδωλολατρικό, ανήθικο και έκλυτο περιβάλλον της πόλης, οι εσωτερικές έριδες και η πνευματική ανωριμότητα και συμβιβασμοί, σε βαθμό που να αμφισβητούν τον ίδιο τον απ. Παύλο, ο Παύλος έπρεπε να τις αντιμετωπίσει αποφασιστικά, με αυστηρότητα9, με συμβουλή θείας σοφίας 10, μα πάνω από όλα με πατρική αγάπη11
Ένα άλλο παράδειγμα. Γνωρίζοντας ότι παραλήπτης της Επιστολής είναι οι εκκλησίες της Γαλατίας, στη Μικρά Ασία, που είχαν επικίνδυνα παρασυρθεί από ψευδοδιδασκάλους στο να τηρούν διατάξεις του Ιουδαϊκού Νόμου όπως η περιτομή, επειδή, κατ’ αυτούς, δεν αρκούσε το εξιλαστήριο έργο του Χριστού, μπορούμε καλά να κατανοήσουμε τη δριμεία και επιτιμητική γλώσσα του απ. Παύλου στην προς Γαλάτας Επιστολή του, που δεν συναντάται σε καμιά άλλη από τις Επιστολές του 12. Το ύφος της γλώσσας τους απ. Παύλου και τα θεολογικά του επιχειρήματα ήταν ανάλογα του υψηλού διακυβεύματος, του έργου της σωτήριας Χάρης του Θεού μεταξύ τους, όπως εκφραζόταν αποκλειστικά στο εξιλαστήριο και τέλειο έργο του Χριστού 13. Για αυτό ο απ. Παύλος έπρεπε να είναι αποφασιστικός και αυστηρός με τους πιστούς των εκκλησιών της Γαλατίας.

Αυτά είναι λίγα παραδείγματα, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τι σημαίνει να λάβουμε υπόψη το πλαίσιο μιας Επιστολής, ώστε να βοηθηθούμε στην κατανόηση του αρχικού μηνύματός τους. Εδώ, θα βοηθούσε αρκετά η ανάγνωση των σχετικών εισαγωγικών σχολίων στις Επιστολές, στη Νέα Μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας και η χρήση βοηθημάτων όπως, για παράδειγμα, «Το Εκπληκτικό Εγχειρίδιο της Βίβλου» (Εκδόσεις, «Πέργαμος), «Η Καινή Διαθήκη: Γενική Εισαγωγή» (Εκδόσεις, «Ο Λόγος») του Γεωργίου Χατζηαντωνίου, η «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη» του Ιωάννη Καραβιδόπουλου (Εκδόσεις, «Π. Πουρναρά», 1997) κ.ά. 

2. Τη δομή τους

Είναι καλό να γνωρίζουμε, κατά τη μελέτη των Επιστολών, ότι πολλές από αυτές έχουν κάποια συγκεκριμένη δομή. Οι Επιστολές, σε γενικές γραμμές, χωρίζονταν σε τρία μέρη: 1) την εισαγωγή, που περιλαμβάνει, συνήθως, τον αποστολέα, τους παραλήπτες και τους χαιρετισμούς, 2) το κυρίως σώμα του κειμένου, που περιλαμβάνει τη διδασκαλία-θεολογικά επιχειρήματα, την ενθάρρυνση, τις παραινέσεις και συμβουλές ή και έλεγχο του ιερού συγγραφέα προς τον ή τους παραλήπτες, για τον σκοπό που έχει γράψει την Επιστολή, και 3) τον επίλογο, που περιλαμβάνει τις τελικές ευλογίες και ευχές ή και χαιρετισμούς του αποστολέα. 

Πρακτικές συμβουλές

Α) Διαβάζω καλά όλη την Επιστολή: Διάβασε καλά όλη την Επιστολή μέχρι να αποκτήσεις καλή γενική εικόνα του περιεχομένου της. Παράλληλα υπογράμμιζε τη Βίβλο σου ή κράτα κάποιες πρώτες βασικές σημειώσεις σε σημειωματάριο.
Β) Διακριβώνω τη δομή της Επιστολής: Προσπάθησε να καταλάβεις τη δομή της Επιστολής, εισαγωγή, κυρίως σώμα κειμένου και επίλογο.
Γ) Προσπαθώ να διακριβώσω το κεντρικό θέμα της Επιστολής: Προσπάθησε να εξακριβώσεις το κεντρικό θέμα της Επιστολής. Για παράδειγμα, στην προς Εφεσίους Επιστολή διαπιστώνουμε, μελετώντας την προσεχτικά, ότι το κεντρικό της θέμα βρίσκεται στο κεφ. 1:9-10 και είναι: η επανένωση από τον Θεό, δια του εξιλαστήριου έργου και της εξύψωσης και ενθρόνισης στα επουράνια του Ιησού Χριστού, όλης της πεσμένης και κατακερματισμένης, εξαιτίας της αμαρτίας, δημιουργίας, με σκοπό μια νέα δημιουργία και κατ’ επέκταση μια νέα ανθρωπότητα, που είναι η Εκκλησία του Χριστού, η Οικογένεια του Θεού. Ο Θεός εν Χριστώ αναδημιουργεί τη νέα αυτή ανθρωπότητα (Εφεσίους 2:10), ένα πολυεθνικό έθνος, που είναι η Εκκλησία (2:15-16), η Οικογένεια του Θεού (2:19), του οποίου η ενότητα δεν έγκειται σε εθνολογικά χαρακτηριστικά όπως των Ιουδαίων (π.χ. νόμος, ναός, θυσίες, περιτομή), αλλά αποκλειστικά στο Πρόσωπο και το ολοκληρωμένο έργο του Χριστού (2:11-14, 17-22, 3:6).  Οτιδήποτε λέγεται στην προς Εφεσίους Επιστολή γύρω από αυτό το κεντρικό θέμα περιστρέφεται και αυτό το θέμα εμπεδώνει, όπως η ενότητα και ζωή της Εκκλησίας ως μιας νέας δημιουργίας (3:10, 4:1-5:21), η ενότητα και η ζωή της νέας δημιουργίας στον γάμο (5:22-33), στην οικογένεια (6:1-4), στο ευρύτερο πλαίσιο (6:5-9).     
Δ) Μελετώ παράγραφο-παράγραφο: Μελετώ κάθε παράγραφο ξεχωριστά (βοηθά σε αυτό ο χωρισμός που γίνεται στις νέες μεταφράσεις όπως της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας) και προσπαθώ να βρω πώς συνδέεται με το κεντρικό θέμα της Επιστολής και το προάγει, καθώς και πώς συνδέεται και προάγει βασικές αλήθειες της Καινής Διαθήκης και ευρύτερα της Αγίας Γραφής. 

Για παράδειγμα, το κεντρικό θέμα της Εφεσίους συνάδει τόσο με το ευρύτερο θέμα της Καινής Διαθήκης, τη συμφιλίωση και ενότητα με τον Θεό και μεταξύ μας και τη Νέα Δημιουργία που Θεός πραγματοποιεί εν Χριστώ και μέλλει να ολοκληρώσει κατά τον Δεύτερο Ερχομό του Χριστού14, αλλά και ευρύτερα με αυτό της Αγίας Γραφής15. Σε αυτή την προσπάθεια παρατηρώ και προσέχω τη χρήση της Παλαιάς Διαθήκης από τον ιερό συγγραφέα και πώς η αναφερόμενη αυτή αλήθεια της Παλαιάς Διαθήκης φωτίζει την αποκάλυψη της Καινής Διαθήκης.16

Ε) Πνευματικά μαθήματα και πρακτική εφαρμογή αυτών: Προσπαθώ με προσοχή να εξαγάγω κάποια πνευματικά μαθήματα, κάνοντας την ερώτηση: «τι έχει η περικοπή αυτή να πει σε εμάς σήμερα;» Προσοχή, μην ξεχνάς ότι τα γραφόμενα στην Επιστολή αφορούν μεν εμάς, αλλά δεν απευθύνονται σε εμάς, αλλά στους αρχικούς παραλήπτες
Στ΄) Κρατώ σημειώσεις: Για ό,τι μελετάς κράτα σημειώσεις των βασικών σημείων της μελέτης σου και των μαθημάτων που λαμβάνεις. 
Ζ) Η Γραφή «ερμηνεύει» τη Γραφή: Γνώριζε πως τα συμπεράσματα της μελέτης σου θα πρέπει να συμφωνούν με την εν γένει Αλήθεια της Καινής Διαθήκης και η Αγία Γραφή, συνολικότερα, να το υποστηρίζει. 
Η) Μένω ταπεινός: Τέλος, μένε ταπεινός μπροστά στον Θεό και τους άλλους στη μελέτη σου του Λόγου του Θεού! Να θυμάσαι πως δεν είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος στον κόσμο, που μελέτησε την περικοπή αυτή, την Επιστολή αυτή, την Αγία Γραφή!

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. Robert W. Wall, “Introduction to Epistolary Literature” στο The New Interpreter’s Bible Commentary, Gen. Ed. Leander E. Keck (Nashville: Abingdon Press, 2015), σελ. 293.
  2. Γ. Α. Χατζηαντωνίου, Η Καινή Διαθήκη: Γενική Εισαγωγή (Αθήνα, Εκδόσεις, «ο Λόγος»), σελ. 124.
  3. Gordon D. Fee, New Testament Exegesis Revised Edition (Louisville Kentucky: Westminster/John Knox Press, 1983, 1993), σελ. 42, 43.
  4.  Γ. Α. Χατζηαντωνίου, σελ. 124-25.
  5.  Walter C. Kaiser, Jr. και Moisés Silva, An Introduction to Biblical Hermeneutics (Grand Rapids, Michigan: Zondervan Publishing House, 1994), σελ. 122.
  6.  Ό.π., 120.
  7. Δες Φιλιππησίους . 3:4-6, Α΄ Κορινθίους 9:1, 16 εξ., 15:8-10, Β΄ Κορινθίους 3:18-4:7, 5:16-17, Εφεσίους 2:1-10 κ.λπ.
  8. δες Ματθαίος 17:1-8.
  9. Για την «πορνεία» και τους συμβιβασμούς τους, Α΄ Κορινθίους 5:1 εξ., Β΄ Κορινθίους 6:14-18
  10.  Για τα «ειδωλόθυτα», Α΄ Κορινθίους 8:1 εξ.
  11.  Για την άδικη απόρριψή του από τους Κορίνθιους, Α΄ Κορινθίους 4:14-15, Β΄ Κορινθίους 6:11-13, 11:1 εξ., 12:14-15, 20-21.
  12.  Γαλάτας 1:6-10, 3:1-5, 5:7-15, 6:17.
  13.  Γαλάτας 2:21, 5:1-5.
  14.  Ιωάννης 1:1-5, 9-18, 17:20-26, Β΄ Κορινθίους 5:17, Αποκάλυψη 21:1 εξ.
  15.  Γένεση 3:15, 12:3β, Ησαΐας 65:16-17, 66:18-24.
  16.  Ειδικά ο απ. Παύλος δεν κάνει απλή αναφορά κάποιου στίχου ή στίχων από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά μεταφέρει, παράλληλα, και το θεολογικό νόημα της ευρύτερης περικοπής ή κεφαλαίου και το διερμηνεύει μέσα από την εν Χριστώ αποκάλυψη του Θεού.  

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top