Site icon Αστήρ της Ανατολής

Ερευνητικές ματιές στη Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα

open book on white surface

Σε λίγους μήνες, και πιο συγκεκριμένα στις 31 Οκτωβρίου της χρονιάς που διανύουμε, συμπληρώνονται 500 χρόνια ακριβώς απ’ τη μέρα εκείνη, τη σημαδιακή, που ένας Καθολικός καλόγερος του Τάγματος των Αυγουστινιανών και Καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, θυροκόλλησε στην εξώθυρα του καθεδρικού ναού της πόλης τις 95 θέσεις του – δηλαδή, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής, μια πρόσκληση για δημόσια συζήτηση πάνω στο θέμα των συγχωροχαρτιών του Πάπα – ένα θέμα, που εκείνο τον καιρό βρισκόταν στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος και προκαλούσε δυναμικές συζητήσεις και έντονες αμφισβητήσεις.1

Ο καλόγερος εκείνος λεγότανε Μαρτίνος Λούθηρος (Martin Luther) και ασφαλώς ούτε και ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί, ότι με την πράξη του εκείνη γύριζε σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας, αρχίζοντας την καταγραφή ενός καινούριου κεφαλαίου – πιο σωστά, τη διαδρομή ενός λαμπρού ιστορικού μετεώρου, που θα ονομαζόταν «Θρησκευτική Μεταρρύθμιση», ανοίγοντας νέους ορίζοντες στο ανθρώπινο πνεύμα και σημαδεύοντας ανεξίτηλα και αποφασιστικά, αλλά και ανατρέποντας δυναμικά, την πορεία και τη μοίρα ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Είναι δυστύχημα ότι για λόγους θρησκευτικού φανατισμού και μόνο – όχι μόνο δυστύχημα, είναι εθνική τραγωδία – ότι η θρησκευτική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, στην ελληνική σχολική εκπαίδευση ή παραβλέπεται ή υποβαθμίζεται ή αποσιωπάται. Ένα ρωμαλέο και ανατρεπτικό πνευματικό κίνημα, που κατεδάφισε σκουριασμένες αντιλήψεις, που άνοιξε λαμπρές λεωφόρους εκεί που δεν προϋπήρχαν παρά μόνο μονοπάτια, το κίνημα που δραστηριοποίησε ή έστω επηρέασε λανθάνουσες δυνάμεις και φαινόμενα όπως η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, η Γαλλική επανάσταση – ακόμα και η Ρωσική επανάσταση, το κίνημα που αποτέλεσε ερέθισμα, ίσως και υπόβαθρο, για τη δημιουργία κοινωνικών, φιλοσοφικών και πολιτικών ιδεολογιών, όπως ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός – ακόμη και ο κομμουνισμός αυτό το κίνημα δεν έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας; Δεν έπρεπε τα παιδιά μας να μαθαίνουν ποιοι αγώνες απαιτήθηκαν, ποιες θυσίες χρειάστηκαν και πόσες ζωές θυσιάστηκαν για να πνεύσει ο ζωογόνος αέρας που δρόσισε το ανθρώπινο πνεύμα με το γνήσιο μήνυμα του Ιησού Χριστού, ώστε να ξανάρθουν στην επικαιρότητα ανανεωμένες και συγχρονισμένες (ή για να το πω αλλιώς: μεταρρυθμισμένες) οι αρχαιοελληνικές έννοιες της ελευθερίας, τη δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας τουλάχιστον των ευκαιριών; 

Κάθε φορά που συλλογιέμαι αυτή την αποσιώπηση που έχει επιβάλει η ελληνική εκπαίδευση στη θρησκευτική μεταρρύθμιση, έρχεται στη σκέψη μου μια φράση που γράφει ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ στο περίφημο σύγγραμμά του: «Η φιλοσοφία της ιστορίας» – ακούστε την:  «Εκείνο που διδάσκει η ιστορία είναι ότι λαοί και κυβερνήσεις ουδέποτε διδάχτηκαν κάτι απ’ αυτήν». Έχω την εντύπωση ότι ο Χέγκελ το έγραψε αυτό ως μια ειρωνική διαπίστωση. Φοβάμαι όμως ότι εμείς, εδώ στην Ελλάδα, το βιώνουμε αυτό ως μία τραγική πραγματικότητα. 

Κυρίες και Κύριοι,

H Εκκλησία του Ιησού Χριστού ξεκίνησε τον πρώτο ιστορικό βηματισμό της πολύ σύντομα μετά την αναχώρηση από τη γη του Ιδρυτή και Αρχηγού της. Λίγες μονάχα μέρες μετά την ανάληψή Του, την ημέρα τη μοναδική της Πεντηκοστής, η δυναμική κάθοδος του Αγίου Πνεύματος προκαλεί στους Αποστόλους του Χριστού μια κυριολεκτικά επαναστατική αλλαγή. Και η συντηρητική κοινωνία της Ιερουσαλήμ, μαζί με τους πολυάριθμους επισκέπτες – προσκυνητές, παρακολουθεί απορημένη – ίσως και γοητευμένη – τη μεταμόρφωση των λίγων εκείνων φοβισμένων μαθητών του Ιησού του Ναζωραίου στους τολμηρότερους και φλογερότερους κήρυκες της αλήθειας του Χριστού, που γνώρισε ποτέ ο κόσμος μας. Μέσα σε λίγες ώρες, το κήρυγμα του Ευαγγελίου έχει αρχίσει τη μεγαλειώδη πορεία του και η συγκρότηση της Εκκλησίας του Χριστού είναι ήδη ολοκληρωμένο γεγονός. Όποιος έχει διαβάσει προσεκτικά τις Πράξεις των Αποστόλων, θα έχει σίγουρα παρατηρήσει με πόση συγκίνηση, αλλά και με πόσο καμάρι, ο ιερός συγγραφέας, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εξιστορεί εντυπωσιασμένος την επέκταση της Εκκλησίας του Χριστού απ’ την Ιερουσαλήμ στη Σαμάρεια και στην Αντιόχεια αρχικά και πολύ σύντομα, με τη συστράτευση και του διανοητικού κολοσσού που λεγότανε Απόστολος Παύλος, «και έως εσχάτου της γης». 

Ήταν εκείνα τα «χρυσά χρόνια» της Εκκλησίας του Χριστού. Τότε, που η αποδοχή του τίτλου του Χριστιανού, όχι μόνο δεν αποτελούσε τίτλο τιμής, αλλά αντίθετα έθετε ακόμη και σε κίνδυνο την ίδια του ζωή του νεοφώτιστου. Αν δεν σε είχε πραγματικά γοητέψει ο Χριστός, αν δεν σε είχε θαμπώσει ο Σταυρός Του, αν δεν σε είχε πλύνει και καθαρίσει το αίμα Του, δεν είχες κανένα λόγο να δηλώνεις «Χριστιανός». Το αντίθετο ίσως. αυτό ποτέ. Ο διωγμός, η κοινωνική κατακραυγή, η περιφρόνηση και υποτίμηση θα συνοδέψουν την πορεία των καινούριων μαθητών του Ιησού Χριστού, που όμως θα σηκώσουν με χαμόγελο και καρτερία το σταυρό τους. Η εξιστόρηση των ταλαιπωριών που παραθέτει στη δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος είναι αληθινά και αναντίρρητα συγκλονιστική: «Εν κόποις περισσοτέρως, εν φυλακαίς περισσοτέρως, εν πληγαίς υπερβαλλόντως, εν θανάτοις πολλάκις… οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλλάση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι». 

Ίσως όμως, γι’ αυτό το λόγο ακριβώς, η Εκκλησία του Χριστού θα διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα την καθαρότητά της και ο πνευματικός δυναμισμός της θα αγγίξει τα πέρατα της γης. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Παύλος και η συντροφιά του φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, οι εκφραστές της κοινής γνώμης χρησιμοποιούν γι’ αυτούς έναν απίθανο χαρακτηρισμό. Τους λένε: «οι αναστατώσαντες την οικουμένην». 

Εκείνα, βλέπετε, τα χρόνια, αλλά και στη διάρκεια των δύο – τριών πρώτων αιώνων, οι Χριστιανοί εκ των πραγμάτων αποτελούν ομάδα περιθωριακή. Κανένας δεν έχει συμφέρον να προσκολληθεί σ’ αυτούς. Άλλωστε η κοσμική εξουσία τους είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτη. Στις πιο πολλές περιπτώσεις, η συμπεριφορά, η πολιτική και η πορεία τους θυμίζουν την ανάλογη κατάσταση του μεγάλου Αρχηγού τους, που μάλιστα κάποτε αποτύπωσε ο ίδιος επιγραμματικά την εντυπωσιακή πραγματικότητα: «Αι αλώπεκες έχουσιν φωλεάς και τα πετεινά του ουρανού κατοικίας, ο δε Υιός του ανθρώπου δεν έχει που να κλίνει την κεφαλήν».

Η πιο δραματική αλλαγή στην πορεία της Εκκλησίας του Χριστού θα σημειωθεί στις αρχές του τέταρτου αιώνα, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ένας άνθρωπος με περίεργη και αντιφατική προσωπικότητα, όχι μόνο θα αναγνωρίσει, αλλά και θα επισημοποιήσει τον Χριστιανισμό. Έτσι, η ιστορία θα ονομάσει τον Κωνσταντίνο «Μέγα» και η εκκλησία «άγιο», αν και οι περισσότερες πράξεις του υπήρξαν και άθλιες και μικρές. Η ενέργειά του όμως εκείνη, που τάχα ευνόησε τον Χριστιανισμό, θα αποτελέσει μακροπρόθεσμα το Βατερλό της Χριστιανικής Εκκλησίας. 

Πολύ σύντομα, θα μπουν μέσα σε κείνη διάφοροι τυχάρπαστοι τυχοδιώκτες και φιλόδοξοι, που για τη διδασκαλία του Χριστού δεν τους καίγεται καρφί, διακρίνουν όμως σε κείνην πεδίο εξουσίας, δύναμης και πλουτισμού. Σε λίγο καιρό, και καθώς θα κυλούν οι δεκαετίες και οι αιώνες, η Εκκλησία του Χριστού θα χάσει και τη δογματική καθαρότητά της και τον ρωμαλέο και ηθικό βηματισμό της. 

Η πνευματική της ζωή θα περιοριστεί σιγά – σιγά σε ξερές και άψυχες ιεροτελεστίες, ενώ ο άγονος τύπος θα πάρει την πρώτη θέση στην πορεία της. Η Αγία Γραφή προοδευτικά θα παραμεριστεί και οι παραδόσεις, προφορικές, ακαθόριστες και αλληλοσυγκρουόμενες, θα αποτελέσουν τον κορμό της διδασκαλίας της. 

Στο μεταξύ, ποικίλοι ιερωμένοι, διαφόρων βαθμών και υποδιαιρέσεων, θα αρχίσουν να εγκαθίστανται στις ηγετικές θέσεις της Εκκλησίας, τώρα μάλιστα που και η ίδια αποκτά εξουσία κοσμική. Δεν θα αργήσει ο καιρός που η Εκκλησία θα διαθέτει, και μάλιστα σε πλησμονή, δύο κυρίαρχα στοιχεία: χρήμα και εξουσία – τους δύο κυριότερους διαφθορείς της ανθρώπινης ψυχής. 

Σιγά, αλλά σταθερά, δημιουργούνται δύο κέντρα, όπου συγκεντρώνεται η εκκλησιαστική εξουσία και απ’ όπου εκπορεύονται οι εντολές: το Δυτικό στη Ρώμη και το Ανατολικό στην Κωνσταντινούπολη. Είναι φανερό ότι πολύ σύντομα, τα δύο αυτά κέντρα δεν θα μπορούν να συνυπάρχουν πια, μια και ο ανταγωνισμός δεν είναι ούτε ιδεολογικός, ούτε δογματικός. Είναι, αποκλειστικά και κυνικά για την εξουσία – ποιος, δηλαδή, θα είναι ο πρώτος. 

Τελικά και ενώ έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη χιλιετία, πιο συγκεκριμένα το 1054 μ.Χ., επέρχεται οριστικά το περίφημο «σχίσμα», που χωρίζει τη Χριστιανική Εκκλησία στο Δυτικό τμήμα, που ονομάστηκε «Καθολική» και στο Ανατολικό τμήμα, που ονομάστηκε «Ορθόδοξη». Για να τηρηθούν μάλιστα τα προσχήματα και για να δοθεί ιδεολογικό υπόβαθρο στο διαχωρισμό, επινοήθηκε το διαβόητο «Filioque» (και εκ του υιού), που αποδέχονται οι Καθολικοί και απορρίπτουν οι Ορθόδοξοι. Δηλαδή, κατά τους Καθολικούς, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, ενώ κατά τους Ορθοδόξους μόνο εκ του Πατρός. Έχω τον πειρασμό να παρατηρήσω πως αυτή η διαφωνία μου θυμίζει τη συζήτηση που γινόταν ακριβώς την εποχή που έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, αν δηλαδή η λέξη «ομοούσιος» ή λέξη «ομοιοούσιος» είναι η σωστότερη για να περιγράψει τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα.

Είναι αφελής, τουλάχιστον, όποιος φαντάζεται πως μια τέτοια θεολογική διαφωνία μπορούσε να αποτελέσει την αιτία του Σχίσματος. Το πρόβλημα ήταν πολύ πιο απλό; Ποιος θα έχει τα πρωτεία. Άλλωστε, η συζήτηση είχε αρχίσει ακόμη απ’ την εποχή του Χριστού, τότε που οι μαθητές Του (και όχι μόνο μια φορά) διαπληκτίζονταν «τις άρα μείζων εστίν». Η μόνη διαφορά, πως εκείνοι, πιο πνευματικοί και πιο ιδεολόγοι, ενδιαφέρονταν για τα πρωτεία στη βασιλεία των ουρανών. Ενώ αυτοί, πιο πρακτικοί και πιο προσγειωμένοι, αγωνιούσαν για τη βασιλεία της γης.

Βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία, πως φωνές αλήθειας Χριστού, που ανήκαν σε φωτισμένους ανθρώπους, δεν έπαψαν να υπάρχουν ποτέ. Η γνήσια διδασκαλία του Χριστού, έστω και σαν μακρινός υπαινιγμός ή ακόμη και σαν μισολησμονημένη ανάμνηση, αντηχεί που και που. Είναι όμως αυτή τώρα πια η σπάνια εξαίρεση. Ο κανόνας είναι πολύ πιο τραγικός και πολύ πιο σκοτισμένος. Τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή, προσκύνηση των εικόνων και των πιο πιθανών και απιθάνων λειψάνων, η μεσιτεία των αγίων και η πλήρης αγνόηση της Αγίας Γραφής έχουν γίνει καθεστώς. Εκτός από σπάνιες φωτεινές εξαιρέσεις, η δεισιδαιμονία, η λειψανολατρεία και ο σκοταδισμός έχουν ρίξει το θανατερό τους πέπλο πάνω στη μισοπεθαμένη εκκλησία του Χριστού. Επαληθεύεται με τραγικό τρόπο, τώρα πια, η Βιβλική φράση της Αποκάλυψης του Ιωάννη προς τον άγγελο της Εκκλησίας των Σάρδεων: «το όνομα έχεις ότι ζεις και είσαι νεκρός». 

Καθώς η ανθρωπότητα τώρα πια προχωρεί γοργά στη δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία της, το θρησκευτικό σκηνικό που διαμορφώνεται σε δύση και ανατολή είναι το ίδιο θλιβερό και σκοτισμένο. Η κοσμική εξουσία απ’ τη μια μεριά και το εκκλησιαστικό κατεστημένο απ’ την άλλη, διαπλέκονται και άλλοτε συμμαχούν, άλλοτε συγκρούονται, ανάλογα προς τα συμφέροντα της στιγμής, ενώ το πνευματικό στοιχείο της διδασκαλίας του Χριστού έχει ουσιαστικά παραμεριστεί. Τώρα πια η δεισιδαιμονία, η δαιμονολογία και ο παραλογισμός απλώνουν όλο και πιο πέρα την κυριαρχία τους ενώ η κάθε λογής καλόγεροι και ασκητές εκμεταλλεύονται ξεδιάντροπα την ευπιστία του αμόρφωτου λαού. Ειδικότερα μάλιστα στη δύση, η Ιερά Εξέταση και τα παρακλάδια της επιβάλλουν την Παπική εξουσία δια πυρός και σιδήρου, έτσι ώστε κάθε πνευματική σπίθα να μοιάζει νεκρωμένη. Ο σκοτεινός και σκοταδιστικός μεσαίωνας έχει σύντομα καλύψει ολόκληρη την Ευρώπη, που φαντάζει πια πνευματικά νεκρή.

Βέβαια, όπως τονίστηκε και πιο πριν, το φως της αλήθειας φαίνεται πως δεν έσβησε πέρα για πέρα ποτέ. Γνήσιες και ανόθευτες φωνές αντηχούν πού και πού, έστω και αν η πυρά της Ιεράς Εξέτασης είναι η συνηθισμένη κατάληξή τους. Μπορεί όμως ποτέ να φιμωθεί το Πνεύμα του Χριστού; Είναι δυνατόν να σβήσει ποτέ ακόμη και η τελευταία σπίθα της αλήθειας; Η εμπειρία που αποκτήθηκε στην περίπτωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων του περασμένου αιώνα έχει διαψεύσει κάθε τέτοιου είδους πιθανότητα.

Ανάμεσα στις πολλές ανώνυμες και στις ελάχιστες επώνυμες μορφές φωτισμένων πνευματικά ανθρώπων εκείνης της σκοτεινής εποχής, θα ήθελα να μνημονέψω τουλάχιστον τρεις ηρωικές προσωπικότητες που σαν φωτεινά μετέωρα, καταύγασαν τον σκοτεινό πνευματικό ορίζοντα της Ευρώπης, μερικές δεκαετίες πριν ξημερώσει το λαμπρό φως της μεταρρύθμισης. Εννοώ τον John Wycliffe της Αγγλίας, τον Jan Huss της Βοημίας και τον Ιερώνυμο (Τζιρόλαμο) Σαβοναρόλα της Ιταλίας, που ύψωσαν το ανάστημά τους και διακήρυξαν την αλήθεια του Ευαγγελίου, όπως την βίωσαν προσωπικά στη ζωή τους και οι τρεις. Οι προσπάθειές τους τάραξαν τα λιμνασμένα πνευματικά νερά του καιρού τους και προκάλεσαν τη μανιασμένη αντίδραση του εκκλησιαστικού κατεστημένου, που ήταν τότε παντοδύναμο. Η κατηγορία του «αιρετικού» τους αποδόθηκε ταχύτατα και οδηγήθηκαν σε μαρτυρικό θάνατο, που όμως δεν επρόκειτο να πάει χαμένος. Θα αποτελούσε, αντίθετα, το υπόστρωμα, αν προτιμάτε τον σπόρο, που σύντομα θα φύτρωνε απ’ αυτόν το εκπληκτικό φαινόμενο που ονομάστηκε «μεταρρύθμιση». Γι’ αυτήν όμως την τελευταία και το ξεκίνημά της ο Θεός είχε επιλέξει ένα δικό Του «σκεύος εκλογής» που λεγότανε Μαρτίνος Λούθηρος και ήταν Γερμανός. 

Ο Λούθηρος γεννήθηκε προς τα τέλη του 15ου αιώνα και η βαθιά θρησκευτικότητά του τον οδήγησε γρήγορα στο μοναστικό βίο, στα πλαίσια μάλιστα του Τάγματος των Αυγουστινιανών, που ήταν γνωστό για την αυστηρότητά του. Με πνεύμα ερευνητικό και μυαλό διψασμένο για αλήθεια, ο Λούθηρος πολύ γρήγορα διαπιστώνει πως η Καθολική Εκκλησία του καιρού του έχει χάσει και την καθαρότητα του Λόγου του Θεού και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

Έχοντας ήδη γίνει καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, ο Λούθηρος μελετά μετά μανίας την Αγία Γραφή, για να διαπιστώσει πως η διδασκαλία της και η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας δεν συμπίπτουν καθόλου. 

Στις 31 Οκτωβρίου του 1517, ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκολλά στον καθεδρικό ναό της Βιτεμβέργης τις περίφημες 95 θέσεις του, που μ’ αυτές επικρίνει τις πλάνες της Καθολικής Εκκλησίας στο περίφημο θέμα των συγχωροχαρτιών και αντιπαραθέτει τις αλήθειες της Αγίας Γραφής. Το αποτέλεσμα είναι να ξεσπάσει καταιγίδα. Το εκκλησιαστικό κατεστημένο απαιτεί μανιασμένο «επί πίνακι» την κεφαλή του Λουθήρου, ενώ σημαντικός αριθμός φωτισμένων οπαδών του συμπαρατάσσεται δίπλα του σ’ ένα φοβερό αγώνα ζωής και θανάτου. Ο Πάπας προβαίνει αμέσως σε αφορισμό του επαναστάτη και στέλνει το σχετικό έγγραφο στο Λούθηρο, που απτόητος και περήφανος το σκίζει. Θα ακολουθήσουν απόπειρες δολοφονίας, στημένες δίκες, φοβεροί διωγμοί, αλλά ο ατρόμητος μεταρρυθμιστής δεν θα υποκύψει. Σε λίγα χρόνια, η θρησκευτική μεταρρύθμιση θα είναι γεγονός και η Διαμαρτυρόμενη ή Ευαγγελική Εκκλησία του Χριστού θα έχει κιόλας αρχίσει σταθερά τον επίγειο βηματισμό της. Έναν βηματισμό, που από τότε κι ύστερα, θα συνεχιστεί και θα απλωθεί και θα φωτίσει, διακηρύσσοντας την ανόθευτη αλήθεια του Χριστού και ζώντας για τη δόξα τη δική Του.

Στο έξοχο σύγγραμμά του: «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», ο μεγάλος Έλληνας διανοητής του περασμένου αιώνα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, σχολιάζει γοητευμένος το κίνημα του Λουθήρου με τις ακόλουθες λέξεις: «πρώτη φορά η ιστορία, που είχε γνωρίσει λαμπρές εωθινές και πρωινές ώρες, ατέλειωτα κουραστικά απογεύματα, γαλήνια δειλινά και νύχτες βαθιές και βαριές, γνώριζε τώρα επιτέλους και τον ήλιο της μεσημβρίας». 

Κυρίες και Κύριοι, 

Πολύ συχνά μου έχει τύχει να μου θέσουν ένα ερώτημα διπλό, που ίσως κρύβει μέσα του την περιέργεια και τη δίψα για ενημέρωση του μέσου Έλληνα. Με ρωτούν, πρώτον ποια είναι η διαφορά της Ευαγγελικής Εκκλησίας απ’ την Ορθόδοξη και την Καθολική και δεύτερον, ποια ήταν η φιλοσοφία του Λουθήρου και των συνεργατών του τότε – μια φιλοσοφία που επηρεάζει την Ευαγγελική Εκκλησία σήμερα.

Η απάντησή μου, πολύ απλή και απόλυτα τεκμηριωμένη, είναι ταυτόχρονα και πολύ ξεκαθαρισμένη: Στο πρώτο ερώτημα, η βάση της Ευαγγελικής Εκκλησίας, ο καταστατικός της χάρτης είναι αποκλειστικά και μόνο η Αγία Γραφή. Κάθε άλλη προσθήκη απορρίπτεται. Ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και η Καθολική, αποδέχονται ισότιμα την Αγία Γραφή και την ιερή παράδοση. Στο δεύτερο ερώτημα, έχω τη γνώμη πως η φιλοσοφία του Λουθήρου ήταν, όσο γίνεται πιο προσγειωμένα και πρακτικά, η ακόλουθη: «Ελάτε να ξαναγυρίσουμε πίσω, στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας του Χριστού, στον πρώτο αιώνα, πετώντας στο καλάθι των αχρήστων ό,τι επιπρόσθετο έχει επισωρεύσει πάνω της το πέρασμα δεκαπέντε αιώνων από τότε. Μ’ άλλα λόγια και ακόμη πιο απλά: «Ελάτε να ξανακάνουμε αρχηγό της Εκκλησίας Του τον Χριστό και όχι τους Πάπες, τους Καρδιναλίους και τους Πατριάρχες».

Επειδή όμως τα παραπάνω είναι λίγο γενικά και ακαθόριστα θα ήθελα, όσο μπορώ πιο σύντομα, να μνημονέψω απόψε πέντε στόχους, που πιστεύω ότι αποτέλεσαν τον οραματισμό των μεγάλων μεταρρυθμιστών τότε και τον παλμό της Ευαγγελικής Εκκλησίας τώρα. 

Στόχος πρώτος

Η Εκκλησία του Χριστού, η σωστή, δεν μπορεί να αποτελεί «κατεστημένο». Στον καιρό του Λουθήρου, οι Πάπες, οι Καρδινάλιοι, οι Αρχιεπίσκοποι και οι Επίσκοποι ξεφύτρωναν από δω και από κει κυριολεκτικά σαν μανιτάρια. Καθένας τους, αθλιότερος και πονηρότερος από τον άλλο, προσπαθούσε να συγκεντρώσει όσο γινόταν περισσότερη εξουσία, όσο μπορούσε περισσότερο πλούτο και όσο κατόρθωνε περισσότερη δύναμη. Όταν όμως η Εκκλησία του Χριστού αρχίζει να αποκτά εξουσία κοσμική, όταν στο διάβα των εκπροσώπων της παιανίζουν οι μπάντες και παρουσιάζονται τα όπλα, όταν η χλιδή και η πολυτέλεια συναγωνίζονται επάξια την υποκρισία και τη διαφθορά, τότε αυτό το κατασκεύασμα δεν ξέρω αν μπορεί αν αποκαλείται «Εκκλησία» – ξέρω όμως, πολύ καλά, πως ασφαλώς δεν είναι του Χριστού.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ, στο ανυπέρβλητο έργο του «Οι άθλιοι», μιλώντας για τους προκατόχους του Επισκόπου Μυριήλ, γράφει γι’ αυτούς (μεταφέρω απ’ την καθαρευουσιάνικη μετάφραση του Σκυλίτση) ότι: «διέσχιζον τας οδούς της πόλεως επί πολυτελών αμαξών, συρομένων υπό μεγάλου αριθμού ίππων, εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, όστις επορεύετο εις τας ατραπούς της Παλαιστίνης ανυπόδητος».

Απ’ τη στιγμή που η Εκκλησία αδυνατεί να σκύψει δίπλα στον πονεμένο άνθρωπο, επειδή την εμποδίζει η υπερτροφική κοιλιά της, απ’ τη στιγμή που ο λαός είναι γι’ αυτήν η άθλια και χυδαία μάζα, που πρέπει να μένει στο σκοτάδι, απ’ τη στιγμή που ανεβάζει και κατεβάζει άρχοντες, ευλογεί όπλα, υποστηρίζει πολέμους και γενικότερα κυβερνά, δεν είναι Εκκλησία του Χριστού. Ο Χριστός στάθηκε στον καιρό του μέγιστος επαναστάτης και το κατεστημένο της εποχής Του, Τον θεωρούσε μέγιστο εχθρό. Αν είχαν τότε επινοηθεί οι περίφημοι φάκελοι της Ασφάλειας που γνωρίσαμε κι εμείς στις μέρες μας, τότε στο αστυνομικό τμήμα της Ναζαρέτ, ο φάκελος του Ιησού θα ήταν ο πιο διογκωμένος. Πώς μπορεί, λοιπόν, σήμερα η Εκκλησία Του να αποτελεί κατεστημένο; Αλήθεια, πείτε μου, πώς.

Στόχος δεύτερος

Το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού δεν μπορεί να αποτελεί βιβλίο ξεχασμένο. Ο Λούθηρος αγωνίστηκε για χρόνια να βρει και να διαβάσει την Αγία Γραφή κι εκείνη στα λατινικά. Εκείνη η λαχανιασμένη αναζήτηση ήταν που τον ώθησε να μεταφράσει την Βίβλο – για πρώτη φορά στην ιστορία της Γερμανίας – στη γλώσσα του λαού.

Η Ευαγγελική Εκκλησία πιστεύει πως το Ευαγγέλιο πρέπει να είναι κτήμα του λαού, στη γλώσσα τη δική του. Ακόμη περισσότερο, το κήρυγμα της αλήθειας του Χριστού πρέπει να γίνεται στη γλώσσα τη δημοτική, που ζεστή και ζωντανή ξεχύνει τον παλμό, το νεύρο, την καρδιά του λαού μας. Ομολογώ πως αδυνατώ να καταλάβω πού αποσκοπούν κάποιες επισκοπικές εγκύκλιοι που, διατυπωμένες σε γλώσσα αρχαΐζουσα, είναι ακατανόητες απ’ το μέσο αναγνώστη. Είναι καιρός να γίνει αντιληπτό ότι με «γενικάς απολύτους» και ρήματα εις «μι» δεν μπορεί σήμερα να κηρυχθεί ο Ιησούς Χριστός. Το κήρυγμά Του, το Ευαγγέλιό Του, πρέπει να διατυπωθεί στη γλώσσα τη λαϊκή, τη ζωντανή, τη δημοτική. 

Στόχος τρίτος

Ο ακόλουθος του Ιησού Χριστού δεν μπορεί να αποτελεί άτομο καταπιεσμένο. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με ελεύθερη βούληση και με προσωπικότητα σεβαστή και ανεξάρτητη. Στα χρόνια τα μοναδικά της επίγειας διακονίας του Χριστού, ποιος Τον πλησίασε ποτέ με μεσολαβητή ή οδηγό ή και εκπρόσωπο; Ο Λούθηρος, ξέροντας την απίστευτη πνευματική σκλαβιά των συγχρόνων του στους παπάδες, διακήρυξε πως κανενός παπά και κανενός δεσπότη η μεσολάβηση δεν είναι απαραίτητη στον άνθρωπο για το πλησίασμά του στο Δημιουργό του, για τη γνωριμία του με τον Χριστό.

Στην Ευαγγελική Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχουν παπάδες, με όλη τη γνωστή κλιμάκωση βαθμών, αξιωμάτων και τίτλων, που να θυμίζουν άρχοντες παλιές ξοφλημένης αυτοκρατορίας. Υπάρχουν μονάχα λειτουργοί. Άνθρωποι πνευματικοί, σύμβουλοι αν θέλετε φωτισμένοι και ενημερωμένοι, που χωρίς εξουσία ή επιβολή, πρωτοπορούν στο δρόμο της αλήθειας. Φίλοι των πιστών, ναι. ποιμένες τους, ίσως. Αλλά ουδέποτε δυνάστες. πολύ λιγότερο, δεσπότες.

Αλλά και κάτι ακόμη. Ο αληθινός πιστός του Χριστού έχει το δικαίωμα να είναι ελεύθερος και απ’ την καταναγκαστική αίσθηση μιας αγιότητας εξωτερικής, που του ‘ρχεται πολύ συχνά σαν σφικτό και στενόχωρο κοστούμι. Πώς τα κατάφεραν, αλήθεια, μερικοί ψευτοχριστιανοί να δώσουν στον κόσμο την εντύπωση πως Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος που, με υποκριτική σοβαροφάνεια, γελάει με το σταγονόμετρο, είναι απαραίτητα χλωμός και οπωσδήποτε στριμμένος. 

Η Ευαγγελική Εκκλησία διακήρυξε πως ο πιστός του Χριστού, είναι άνθρωπος χαρούμενος, χαμογελαστός και απροσποίητος. Ο Λούθηρος, πνεύμα ζωηρό και πληθωρικό, δεν δίστασε να γελάσει, να αστειευτεί, να χαριτολογήσει και να χαρεί τη ζωή του. Η υποκριτική ανύψωση των φρυδιών μπρος στους αμαρτωλούς και το σφιχτό κούμπωμα του σακακιού σε εκδήλωση ευσέβειας που ξεχειλίζει, στάθηκε άγνωστη πρακτική για τους μεγάλους μεταρρυθμιστές. Εκείνοι το ‘χαν καταλάβει απ’ την αρχή:  ο ακόλουθος του Ιησού Χριστού δεν μπορεί να είναι άτομο καταπιεσμένο.

Στόχος τέταρτος

Η λατρεία του Χριστού δεν μπορεί να αποτελεί φαινόμενο τυποποιημένο. Στα χρόνια του Λουθήρου, η Καθολική Εκκλησία είχε δημιουργήσει ένα πολύπλοκο σύστημα τύπων, προσευχών, νηστειών, ευχών, ιεροτελεστιών, που τίποτε άλλο δεν πετύχαιναν παρά να ζαλίζουν το μυαλό, να αποξεραίνουν τη σκέψη, να συντρίβουν τον αυθορμητισμό και να αποξενώνουν τον Χριστό. Η λατρεία του Θεού έπρεπε να γίνεται σε γλώσσα ακατάληπτη, με τύπους και τελετουργίες που σκοτώνουν τον αυθορμητισμό και δημιουργούν την αμφιβολία. 

Η Ευαγγελική Εκκλησία θύμισε στους ανθρώπους ότι η λατρεία του Θεού γίνεται «εν πνεύματι και αληθεία» και όχι «εν σαρκί και τύποις». Το φως του Ευαγγελίου ελευθέρωσε τις καρδιές απ’ το σκοταδισμό της τυπολατρείας, που προάγει τόσο εύκολα τη δεισιδαιμονία. Η λατρεία μου, η προσευχή μου στο Θεό θα γίνει όπως νιώθω εγώ, στη γλώσσα μου, με τα λάθη και τις ασυνταξίες μου, αλλά πάντως με τον παλμό της καρδιάς μου. Η προσευχή δεν υπαγορεύεται και δεν τυποποιείται. 

Με το λευτέρωμα της λατρείας απ’ τον τύπο, άνοιξε ο δρόμος στην Ευαγγελική Εκκλησία για την ικανοποίηση κάθε νοοτροπίας και την έκφραση κάθε ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Γι ‘αυτό και οι ποικιλία της λατρείας σήμερα. Μιας λατρείας, που δεν διστάζει να ανανεώνεται ή να πρωτοτυπεί και που είναι έτοιμη να αποδεχτεί – αν οι τοπικές συνθήκες το ευνοούν – ακόμη και πολύ μοντέρνους τρόπους μουσικής, έκφρασης και λατρείας.

Στόχος πέμπτος

Η σωτηρία του Χριστού δεν μπορεί να αποτελεί απόκτημα αγορασμένο. Η βιομηχανία των συγχωροχαρτιών που είχε εξαπολύσει πάνω στην Ευρώπη ο Πάπας, η περιφορά πάσης μορφής και αμφίβολης προέλευσης λειψάνων και τάχα θαυματουργών εικόνων, με σκοπό την δεκαρολογία, όλα αυτά αντιμετωπίστηκαν από τον Λούθηρο και τους συνεργάτες του σαν γελοία και ανάξια λόγου παραμύθια.

Ο μεγάλος μεταρρυθμιστής, γοητευμένος απ’ το φως της αγάπης του Θεού, της θυσίας του Σταυρού, της αποκάλυψης του Λόγου του Θεού ότι «ο δίκαιος ζήσεται εκ πίστεως» διακήρυξε αυτή την τετραγωνική αλήθεια και προς τα άνω και προς τα κάτω. Τον Χριστό τον αληθινό, δεν τον αγοράζεις, αλλά Τον πιστεύεις. Η σωτηρία Του δεν σου πουλιέται, αλλά σου χαρίζεται. Στο κάτω – κάτω, γι’ αυτό ακριβώς γεννήθηκε στον κόσμο τούτο ο Χριστός. Γι’ αυτό σταυρώθηκε στο Γολγοθά, «για να μη απολεσθεί πας ο πιστεύων εις αυτόν αλλά να έχει ζωήν αιώνιον». 

Η Ευαγγελική Εκκλησία του Χριστού τον πέμπτο αυτό στόχο της μεταρρύθμισης, τον θεώρησε και τον θεωρεί τον βασικότερο και θεμελιακότερο από όλους:  Η σωτηρία του Χριστού δεν μπορεί να αποτελεί απόκτημα αγορασμένο.

Απ’ το Λούθηρο κι ύστερα, αλλά ακόμη κι απ’ τα χρόνια τα δικά του, ο βηματισμός της Ευαγγελικής Εκκλησίας υπήρξε και σταθερός και προοδευτικός. Το φως της αλήθειας που σκόρπισε στην Ευρώπη, έγινε δεκτό σε πολλά μέρη με ενθουσιασμό και μεγάλες ηγετικές μορφές πήραν την πρωτοβουλία και κήρυξαν τη μεταρρύθμιση, ώστε αυτή να ριζώσει οριστικά στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Αργότερα, και μετά το διωγμό που θα ξεσηκώσει η Καθολική Εκκλησία, το μήνυμα της μεταρρύθμισης θα μεταφερθεί και στην Αμερική, ενώ σήμερα πια Ευαγγελικές Εκκλησίες υπάρχουν πρακτικά σε όλα τα μέρη της γης. 

Θα χρειαζόταν κανείς πολύ χρόνο για να σχολιάσει τη γενικότερη επίδραση του Ευαγγελικού κινήματος στην πορεία και την εξέλιξη της ανθρωπότητας ολόκληρης. Θα μνημονεύσω μόνο φευγαλέα την άνθιση της διανόησης και της τέχνης που προκάλεσε ο ελεύθερος αγέρας της μεταρρύθμισης. την προαγωγή της έννοιας της δημοκρατίας και της ελευθερίας σε όλα τα επίπεδα των ανθρωπίνων σχέσεων. την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών σε κείνους τους τόπους, που αγκάλιασαν το κήρυγμα του Λουθήρου και των μαθητών του. 

Βέβαια, στα χρόνια της μεταρρύθμισης, οι ιδέες του καινούριου κινήματος άγγιξαν μόνο τη Δυτική Εκκλησία, επειδή η Ανατολική βρισκόταν κάτω απ’ τον Τούρκικο ζυγό – μια σκλαβιά, που καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε συζήτηση και οποιοδήποτε προβληματισμό. Πολύ αργότερα, στη διάρκεια του περασμένου και του προπερασμένου αιώνα, Ευαγγελικοί ιεραπόστολοι, απ’ την Ευρώπη και την Αμερική, θα διασπείρουν τις μεταρρυθμιστικές ιδέες στη μητροπολιτική Ελλάδα, στον Πόντο, στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο, δημιουργώντας έτσι Ευαγγελικές Εκκλησίες σε όλες τις εστίες του ελληνισμού.

Κυρίες και Κύριοι,

Ξέρω πολύ καλά πως η προκατάληψη και ο φανατισμός αποτελούν φοβερή τροχοπέδη στην πορεία προς την αλήθεια και το φως και η Ευαγγελική Εκκλησία αυτή την πραγματικότητα την έχει βιώσει στη διαδρομή της ιστορίας της ξανά και ξανά. Πολλές και ποικίλες οι κατηγορίες που της απαγγέλθηκαν κατά καιρούς, από φανατισμένους αντιπάλους της. Δεν έχω φυσικά το χρόνο να ασχοληθώ με το σύνολό τους, θα ήθελα όμως, πριν τελειώσω, να απαντήσω σε τρεις απ’ αυτές, που τις θεωρώ και σημαντικές και συκοφαντικές. 

Κατηγορία πρώτη

Η Ευαγγελική Εκκλησία, λένε πολλοί, δεν είναι ενιαία. είναι χωρισμένη και διασπασμένη σε υποδιαιρέσεις και μάλιστα πολλές. Και το ερώτημα που δημιουργείται στη σκέψη πολλών: «ποια υποδιαίρεσή της είναι, τέλος πάντων, η σωστή;».

Πολύ απλά, θα απαντήσω πως το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως αιτίες. Η πρώτη, πως η Ευαγγελική Εκκλησία αρνείται να έχει ενιαία κεντρική διοίκηση και αρχηγό, γιατί απλούστατα κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει η Αγία Γραφή. Αρχηγός της Εκκλησίας, κατά το Λόγο του Θεού, δεν μπορεί να είναι άλλος, παρά μόνο ο Χριστός. Η Ευαγγελική Εκκλησία δεν έχει ούτε Πάπα, ούτε Πατριάρχη. Κάθε τοπική Εκκλησία είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη και οι ηγέτες της στερούνται οποιασδήποτε εξουσίας κοσμικής. 

Η δεύτερη αιτία είναι πως η Ευαγγελική Εκκλησία καλλιέργησε την ελευθερία του στοχασμού, την απελευθέρωση της λατρείας και την δυνατότητα της έκφρασης του αυθορμητισμού. Ο κατακερματισμός της Ευαγγελικής Εκκλησίας δεν είναι το μειονέκτημά της. είναι, αντίθετα, το μεγαλείο της. Ο Θεός δεν δημιούργησε ούτε στρατιώτες, με την ίδια στολή, ούτε αγάλματα με την ίδια μορφή. Δημιούργησε ελεύθερες ανθρώπινες προσωπικότητες, με αλλιώτικη ψυχοσύνθεση, αλλιώτικη νοοτροπία, αλλιώτικη μορφή και αλλιώτικα δακτυλικά αποτυπώματα. Πώς να τολμήσει λοιπόν η Εκκλησία να τους τυποποιήσει και να τους κάνει να μοιάζουν ο ένας με τον άλλον, σαν τις σταγόνες του νερού ή σαν τους Κινέζους του Μάο; Η Ευαγγελική Εκκλησία προσφέρει ευρύτατο φάσμα λατρείας και νοοτροπίας, όπου κάθε ελεύθερο και ανεξάρτητο πνεύμα μπορεί να βρει τη θέση τη δική του. Αυτός που ομιλεί απόψε δεν νιώθει καθόλου μειωμένος, νιώθει αντίθετα περήφανος, όταν συλλογιέται ότι διαφέρει σε ορισμένα σημεία από πολλούς σ’ όλο τον κόσμο Ευαγγελικούς αδελφούς του.

Κατηγορία δεύτερη

Η Ευαγγελική Εκκλησία, λένε ορισμένοι, δεν έχει θέση στον ελληνικό χώρο, γιατί η Ορθοδοξία και Ελληνισμός είναι έννοιες αξεδιάλυτες και είναι δεύτερης κατηγορίας Έλληνας όποιος δεν είναι Ορθόδοξος. Υποστηρίζουν μάλιστα οι ίδιοι άνθρωποι, πως ο ελληνισμός οφείλει πολλά στην Ορθοδοξία για την υποστήριξή της στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Προχωρούν μάλιστα και πιο πολύ για να ισχυριστούν ότι και για το μέλλον, χωρίς την Ορθοδοξία, ελληνισμός δεν μπορεί να υπάρξει.

Θέλω να διαφωνήσω απόλυτα με την άποψη αυτή. Και πρώτα απ’ όλα αν η Ορθοδοξία υποστήριξε τον ελληνισμό στην Τουρκοκρατία, τι σημαίνει αυτό; Πως έκανε μια επένδυση, που πρέπει τώρα να πληρώσουμε με την ελευθερία μας τους τόκους; Ακόμη περισσότερο, γιατί θυμόμαστε μόνο την υποστήριξη του ελληνισμού στην Τουρκοκρατία και δεν πάμε λίγο πιο πίσω, να παρατηρήσουμε την διολίσθηση του ελληνισμού προς την Τουρκοκρατία, όπου έχει βαριά ευθύνη και ενοχή η Ορθοδοξία;

Κι ύστερα, ποιος το’ πε πως χωρίς Ορθοδοξία δεν μπορεί να επιβιώσει ο ελληνισμός; Προσωπικά πιστεύω πως η άποψη αυτή, που τόσο συχνά και απρόσεκτα ακούγεται δυστυχώς, είναι εθνικά απαράδεκτη και βλάσφημη. Όταν χώρες, που εμφανίζουν μια ιστορία εκατονταετιών και μόνο και ένα μωσαϊκό γλωσσών, θρησκειών και παραδόσεων, όπως ας πούμε η Ελβετία, σήμερα θαυμάσια επιζούν, είναι νοητό η Ελλάδα, με ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, με πνευματική κληρονομιά μοναδική και ασύγκριτη, είναι δυνατόν να χρειάζεται και την Ορθοδοξία για να επιζήσει; Πείτε μου, σας παρακαλώ, αυτός που ισχυρίζεται κάτι τέτοιο δεν είναι τουλάχιστον εθνικά μειοδότης;

Κατηγορία τρίτη

Η Ευαγγελική Εκκλησία, λένε κάποιοι, γεννήθηκε στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, ενώ εμείς ζούμε στη Νότια και Ανατολική. Τι σχέση μπορούμε να έχουμε εμείς, συνεχίζουν, με ένα πνευματικό κίνημα ξένο στη νοοτροπία και στην ψυχοσύνθεση του λαού μας; Όποιοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, πολύ φοβάμαι, ότι δεν διάβασαν ποτέ τους ιστορία.

Το Ευαγγελικό κίνημα ασφαλώς διαμορφώθηκε στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Οι ιδέες όμως του Λουθήρου, του Καλβίνου, του Μελάγχθωνος και του Ζβιγγλίου δεν ήταν αποκλειστικά και προσωπικά δικές τους. Ήταν πολύ παλιότερες από κείνους, παλιότερες ακόμη κι απ’ τον Σαβοναρόλα κι απ’ τον Wycliffe κι απ’ τον Huss. Αν προσπαθήσουμε μάλιστα να τις ιχνηλατήσουμε προς τα πίσω, θα πάμε πολύ μακριά και θα βρεθούμε στον όγδοο αιώνα, στο Βυζάντιο, και τελικά θα σταματήσουμε στη λαμπρή και έξοχη δυναστεία των Ισαύρων. Οι περίφημοι εικονομάχοι που με την πρωτοπορία του μεγάλου εκείνου αυτοκράτορα, του Λέοντος του Γ΄, προσπάθησαν να καταργήσουν τη λατρεία των εικόνων και να ξαναφέρουν την πίστη του Χριστού στα μέτρα και τις προδιαγραφές του πρώτου αιώνα, τί άλλο ήταν παρά πρωτοπόροι μεταρρυθμιστές;  Άλλο ζήτημα, αν η Ειρήνη η Αθηναία ανέτρεψε τη μεταρρυθμιστική πορεία της εποχής, αναστηλώνοντας και πάλι τις εικόνες και καταπνίγοντας τη ρωμαλέα πνευματική αναζωπύρωση. Άσχετα προς αυτό, εγώ θα ισχυριστώ απόψε πως οι μεταρρυθμιστικές ιδέες του Λούθηρου και των συνεργατών του είχαν ρίζες και παλιές και βαθιές, που ήταν μάλιστα σε σημαντικό ποσοστό τους αναντίρρητα ελληνικές.

Αλλά και κάτι τελευταίο:  Στα χρόνια τα σκοτεινά, τα πέτρινα της Τουρκοκρατίας, τα πονεμένα και δακρυσμένα για το γένος το ελληνικό, ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης απ’ το 1621 μέχρι το 1638 ένας έξοχος άνθρωπος, ένας λαμπρός ιεράρχης, ένας πνευματικός Χριστιανός: ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις. Σήμερα δυστυχώς, για λόγους που είναι εύκολα κατανοητοί, το όνομα του Κυρίλλου δεν ακούγεται σχεδόν ποτέ. Όποιος όμως έχει την υπομονή να μελετήσει έγγραφα και μαρτυρίες εκείνου του καιρού, διαπιστώνει γοητευμένος, πως ο Κύριλλος Λούκαρις φιλοδόξησε να γίνει ο Λούθηρος της Ανατολικής Εκκλησίας, μεταφυτεύοντας τις μεταρρυθμιστικές διδασκαλίες στην Ορθόδοξη Εκκλησία. 

Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να ιστορήσει κανείς όλο το λαχανιασμένο αγώνα του Κυρίλλου. Ιδρύει τυπογραφείο και προβαίνει σε μετάφραση της Καινής Διαθήκης. Προσπαθεί να μορφώσει τον κλήρο και να τον απαλλάξει από την άγνοια και τον φανατισμό. Προσπαθεί με δημοσιεύσεις και κηρύγματα να αναμορφώσει την Εκκλησία Του και να την ξαναφέρει πίσω στο ξεκίνημα του πρώτου αιώνα, στις πηγές. Θέλει να κάνει τον Χριστό γνωστό και προσιτό σε κάθε άνθρωπο που νιώθει την ανάγκη. Υποστηρίζει πως το πνευματικό βίωμα είναι ατομικό και όχι ομαδικό. προσωπικό και όχι συνολικό.

Ωστόσο η αντίδραση που συναντά ο Κύριλλος Λούκαρις, ο φωτισμένος Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, είναι μανιασμένη. Και προέρχεται βέβαια από τους Τούρκους, αλλά δυστυχώς με ελληνική καλογερίστικη μεσολάβηση. Εκθρονίσεις, εξορίες, φυλακίσεις ακολουθούν η μία την άλλη και, τελικά, ο Πατριάρχης συλλαμβάνεται από ένα τουρκικό στρατιωτικό τμήμα, οδηγείται κοντά στον Άγιο Στέφανο και μέσα σε μια βάρκα, στραγγαλίζεται. Έτσι έπαψε πια να κτυπά η μεγάλη εκείνη ελληνική καρδιά, που είχε ζήσει το όραμα μιας αναμορφωμένης και ζωντανής Ελληνικής Εκκλησίας. Σχεδόν δυο αιώνες αργότερα, ο εθνικός ποιητής μας, ο Διονύσιος Σολωμός, θα θρηνολογήσει παραπονεμένος με κάποιους στίχους του, απ’ τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Ακούστε τους:

Δυστυχισμένε μου λαέ,
καλέ κι αγαπημένε,
πάντοτε ευκολοπίστευτε
και πάντα προδομένε.

Ο Γιώργος Χατζηαντωνίου, Έλληνας νομικός και θεολόγος, που εκπόνησε και υπέβαλε διδακτορική διατριβή στα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου με θέμα τη ζωή και το έργο του Κυρίλλου Λούκαρη, καταλήγει τη συγγραφή του με τις ακόλουθες λέξεις: «Τέτοιος ήταν ο άνθρωπος, που για ένα μικρό διάστημα χρόνου έλαμψε σαν άστρο λαμπρό και ωραίο στο σκοτεινό τότε ουρανό της πατρίδας μας. Βαθιά ανθρώπινος στις παρορμήσεις του, με συνείδηση του προορισμού του, πρόθυμος πάντα να μάθει, ταπεινός μαζί και περήφανος, γεμάτος αγάπη για την αλήθεια και την πατρίδα, είχε τη μεγάλη φιλοδοξία και τον φλογερό πόθο να χρησιμοποιηθεί από τον Θεό, για να φέρει στο λαό Του το φως του Ευαγγελίου». 

Ένα φως, προσθέτει αυτός που ομιλεί απόψε, που ο λαός ο ελληνικός, τέσσερις σχεδόν αιώνες μετά το θάνατο του Λούκαρι, εξακολουθεί ακόμη, με πόθο και με νοσταλγία να το αποζητεί.

Βιβλιογραφία

 1Εναρκτήρια ομιλία στο 42ο Συνέδριο Θεσσαλονίκης «500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ», 24 ΕΩΣ 26 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017

Exit mobile version